Μέρες πριν είδα την ταινία Little Ashes του Πολ Μόρισον. Λόρκα, Νταλί, Μπουνιουέλ. Έτος 1919. Mια παρέα στη Φοιτητική Κατοικία του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, παιδιά που ούτε καν μπορούσαν να φανταστούν το μύθο που θα δημιουργούσαν, το πόσο θα χάραζαν την ιστορία της τέχνης. Ωραία ταινία, ατμοσφαιρική, αν και σε ορισμένα σημεία κάπως αμήχανη, τουλάχιστον ως προς την ερμηνεία του Ρόμπερτ Πάτινσον. Πώς να αναμετρηθείς με τον Σαλβαδόρ Νταλί χωρίς σε καταπιεί; Αντίθετα ο Χαβιέ Μπελτράν που υποδυόταν τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα ήταν εκπληκτικός!
Η σκηνή της εκτέλεσης του Λόρκα από τους φασίστες ήταν συγκλονιστική. Η ντουφεκιά, η πτώση, το πλάνο με το αγριολούλουδο, η εικόνα που ολοένα και θόλωνε καθώς ερχόταν το τέλος. Η ζωή και ο θάνατος, ένα λουλούδι μέσα από τα μάτια του προδομένου ποιητή.
Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, στην λαίλαπα του ισπανικού εμφυλίου.
Ένα πρωί, στις 19 Αυγούστου του 1936 μια χούφτα παρανοϊκοί, φασίστες Φρανκιστές, τον εκτέλεσαν σε έναν ελαιώνα, στην περιοχή της Γρανάδα. Ήταν 38 ετών. Κανείς ποτέ δεν έμαθε που τάφηκε. Πέθανε γιατί ήταν διαφορετικός. Γιατί δεν έμοιαζε με τους άλλους. Πέθανε γιατί κάποιοι έβαλαν στην ίδια ζυγαριά την ιδεολογία που τους τύφλωνε, με τη ζωή την ανεκτίμητη και μεθυσμένοι από τη κίβδηλη δύναμη που προσφέρει η βία νόμισαν ότι είχαν το δικαίωμα να αποφασίσουν ποιος είναι για ζωή και ποιος για θάνατο. Και πάτησαν τη σκανδάλη. Ο άντρας που έγραψε τη Γέρμα και το Ματωμένο Γάμο, έπεσε πρώτα στα γόνατα, λύγισε μα δεν έσπασε, έφυγε για να αφήσει τον ποιητή να ζήσει για πάντα. Μέσα από τις λέξεις. Τους την έσκασε. Αυτό που προσπάθησαν να ορίσουν με τη βία, τους ξέφυγε. Αυτό που νόμιζαν πως θα εκμηδενίσουν με τα όπλα, γιγαντώθηκε. Κι έζησε, τους νίκησε για πάντα.
Αργά τη νύχτα, ώρες αφότου είχα δει την ταινία, ασφαλής στα λευκά μου σεντόνια, στο ημίφως του δωματίου, θυμήθηκα. Το πένθος. Σκόρπιες φράσεις, από το Ματωμένο Γάμο: Τις κραυγές της μάνας. Την απόγνωση της ερωτευμένης γυναίκας: «Ακόμα και με όλα τα παιδιά του γιου σου πιασμένα στα μαλλιά μου και πάλι θα 'φευγα».
Μέσα στη νύχτα, ακόμα ασφαλής, θυμήθηκα κι ένα μικρό βιβλιαράκι του Μωρίς Μπλανσό: «Η Τρέλα της Ημέρας», από τις εκδόσεις Άγρα. Το είχα διαβάσει πολύ παλιά, μα η βία, το τουφέκι, αυτός ο παράλογος ήχος από το κλείστρο του όπλου, το λουλούδι μετά στα μάτια του ποιητή, το ξετρύπωσαν από τη μνήμη και το ανέσυραν:
«Λίγο αργότερα, ξέσπασε η τρέλα του κόσμου. Μ' έστησαν στον τοίχο όπως και πολλούς άλλους. Γιατί; Χωρίς λόγο. Τα τουφέκια δεν έριξαν. Είπα με το νου μου: Θεέ, τι κάνεις; Τότε, έπαψα να είμαι άφρων. Ο κόσμος κλυδωνίστηκε, έπειτα βρήκε πάλι την ισορροπία του».
Άσχετη φράση, κι όμως σχετική. Για τον παραλογισμό αυτού του κόσμου. Για την τρέλα που φέρνει βία. Φράση που θυμήθηκα ξαφνικά. Γιατί έτσι είναι τα βιβλία, τα διαβάζεις και δεν καταλαβαίνεις πόσο βαθιά πάνε και τρυπώνουν. Λέξεις που εισβάλουν μέσα σου και κρύβονται σε κάποια γωνιά της μνήμης. Φράσεις, ξόρκια που τα ψελλίζεις με τη μέσα σου φωνή διαβάζοντας και μετά τα ξεχνάς, τα προδίδεις. Για να τα θυμηθείς κάποια στιγμή, έτσι, χωρίς λόγο, και να έρθουν να κουμπώσουν στο μυαλό σου, να δέσουν με την πραγματικότητα, να γίνουν ένα με τις σκέψεις σου.
Άναψα το φως, σηκώθηκα, ανασφαλής πλέον, ανήσυχος και διπλοκλειδωμένος, έψαξα στη βιβλιοθήκη να βρω το μικρό βιβλιαράκι που μιλά για το παράλογο που σκάει ξαφνικά και σε ξαφνιάζει, σαν να σου σπάνε γυαλιά μπροστά στα μάτια:
«Η ζωή μου είναι καλύτερη άραγε από των άλλων; Μπορεί. Στέγη έχω, πολλοί δεν έχουν. Δεν είμαι λεπρός, δεν είμαι τυφλός, βλέπω τον κόσμο, μια αφάνταστη ευδαιμονία. Τη βλέπω αυτή την ημέρα, πέρα απ' αυτήν τίποτα δεν υπάρχει. Αυτό, ποιος θα μπορούσε να μου το στερήσει; Κι όταν αυτή η ημέρα θα χαθεί, θα χαθώ μαζί της – η σκέψη, η βεβαιότητα αυτή με συναρπάζει.
Ανθρώπους αγάπησα, κι αυτούς έχασα. Όταν με βρήκε το κακό, πήγα να τρελαθώ, γιατί είναι μια κόλαση αυτό. Την τρέλα μου όμως δεν την είδε ανθρώπου μάτι, η παραφροσύνη μου δεν έβγαινε στο φως, τρελή ήταν μόνον η μέσα ζωή μου. Φορές-φορές, μ' έπιανε μια λύσσα. Μου έλεγαν: γιατί είσαι τόσο ήρεμος; Εγώ όμως, από πάνω μέχρι κάτω καιγόμουν, τη νύχτα έτρεχα στους δρόμους κι έβγαζα ουρλιαχτά. Τη μέρα, εργαζόμουν ήμερα. (...) Δεν είμαι δειλός, δέχτηκα χτυπήματα. Κάποιος (ένας εξαγριωμένος) πήρε το χέρι μου και κάρφωσε εκεί το μαχαίρι του. Τι αίμα! Μετά, άρχισε να τρέμει. Μου πρόσφερε το χέρι του για να το καρφώσω στο τραπέζι ή στην πόρτα. Ο άνθρωπος, ένας τρελός, πίστευε πως είχε γίνει φίλος μου επειδή με είχε μαχαιρώσει. Μου έδινε τη γυναίκα του. Έτρεχε ξοπίσω μου στον δρόμο κραυγάζοντας “Είμαι καταραμένος, έρμαιο ανήθικου παραληρήματος, τ' ομολογώ”. Ένας αλλόκοτος τρελός. Εν τω μεταξύ, το αίμα έτρεχε πάνω στο μοναδικό κοστούμι μου».

Υ.Γ. Η βία είναι πάντα η ίδια. Απ' όπου κι αν προέρχεται, όπου κι αν βασίζεται για να βρει άλλοθι. Η βία είναι πάντα ένοχη. Εξωφρενικά παράλογη. Κι αυτοί που την ασκούν, σε όποιο όνομα κι αν ακούν, σε όποια ομάδα κι αν ψάχνουν να βρουν συνενοχή, σε όποια ιδεολογία κι αν σκύβουν ευλαβικά, είναι αδύναμοι. «Γιατί δύναμη και βία είναι πράγματα αντίθετα, όταν η μια επικρατεί απόλυτα, η άλλη απουσιάζει»*.

* Φράση από το δοκίμιο της Χάνα Άρεντ «Περί Βίας» (εκδ. Αλεξάνδρεια).

«Μοιάζουμε τόσο πολύ εμείς οι δύο, ήδη από τη γέννησή μας, κοσμικές χορεύτριες, δυο παιδιά ηλικιωμένων ανθρώπων, δυο παιδιά παραχαϊδεμένα, ανυπόφορα, μέτρια στο σχολείο, κι αυτός όπως κι εγώ, ένα ντουέτο από λαμπρούς “θα μπορούσαν να τα πάνε και καλύτερα”, δύο ακόρεστα πλάσματα καταδικασμένα να διαψευσθούν».

Το αισθαντικό βιβλίο του Ζιλ Λερουά «Ένα μπλουζ για τη Ζέλντα» (εκδ. Μεταίχμιο), το οποίο χάρισε στον Γάλλο πεζογράφο το 2007 το βραβείο Γκονκούρ, μιλά για το πιο διάσημο ζευγάρι της δεκαετίας του '20: τη Ζέλντα και τον Σκοτ Φιτζέραλντ. Είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Μοιάζει με το χαμένο ημερολόγιο της Ζέλντα. Δεν είναι όμως. Πρόκειται για μία καλογραμμένη μυθιστορηματική βιογραφία που δανείζεται πληροφορίες από τον Τύπο της εποχής και τις μπλέκει με φανταστικά γεγονότα που γεννήθηκαν στο μυαλό του συγγραφέα. Το αποτέλεσμα είναι πολύ ενδιαφέρον!
Ουσιαστικά σε 287 σελίδες που κυλούν σαν το νερό ο Λερουά πραγματεύεται την ακαταμάχητη έλξη για εκείνο που μας μοιάζει και, παράλληλα, την ανυπέρβλητη ανάγκη να το συνθλίψουμε, να το αφανίσουμε. Να το διαλύσουμε σαν κάτοπτρο, σε χίλια κομμάτια, για να μη βλέπουμε σ' αυτό πόσο αδύναμοι είμαστε. Για να μη νιώθουμε ότι ενώ βρήκαμε το άλλο μας μισό, εκδιωχθήκαμε από τον Παράδεισο, εξαιτίας της ανικανότητάς μας να το κρατήσουμε.
Η Ζέλντα και ο Σκοτ πίσω από το πάθος έζησαν μια τραγωδία: έγιναν το πιο λαμπερό ζευγάρι της εποχής της τζαζ και κατασπάραξαν ο ένας τον άλλον με τόσο θυμό και βία που στο τέλος η αγάπη και η συνενοχή που βαθιά ένιωθαν έμοιαζε αδύναμη να τους σώσει.
Ο Ζιλ Λερουά χρησιμοποιεί το εύρημα ενός ημερολογίου, το οποίο δεν ακολουθεί τη χρονική σειρά των γεγονότων. Η Ζέλντα διηγείται την ιστορία της αποσπασματικά, όπως ένας άνθρωπος που γράφει σκόρπιες σκέψεις στο χαρτί. Από το 1918, τη χρονιά της γνωριμίας τους, βρισκόμαστε στο 1940 όπου εκείνη είναι κλεισμένη σε μία ψυχιατρική κλινική και εξομολογείται τα συναισθήματά της στο γιατρό που την κουράρει.
«Ήσασταν πολύ νέος, γιατρέ, δεν μπορείτε να φανταστείτε βλέποντας μας τώρα, στην εποχή της πτώσης μας και της λήθης, πόσο διάσημοι ήμασταν το Είδωλο κι εγώ - “το Ιδεώδες του”, όπως έλεγαν οι κοσμικοί χρονικογράφοι. Ήμασταν πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, τα πορτρέτα μας κοσμούσαν τις προμετωπίδες των θεάτρων και των σινεμά στο Μανχάταν. Μας πλήρωναν ολόκληρες περιουσίες για διαφημιστικά όπου όλη μας η προσπάθεια συνίστατο στο να φτάνουμε στην ώρα μας, ξεμέθυστοι, χαμογελαστοί και καθαροί. Εμείς εφηύραμε την έννοια της διασημότητας, και κυρίως το εμπόριό της».
Τα παιδικά χρόνια της Ζέλντα, όπως μιλά γι αυτά η ...ίδια, σκιαγραφούν με τον καλύτερο τρόπο το χαρακτήρα ενός παιδιού που δεν μεγάλωσε ποτέ. Ούτε καν όταν έγινε μάνα, αλλά ούτε όταν έχασε για πάντα το δικό της Γκουφό, όπως αποκαλούσε τον Σκοτ.
Παρέμεινε ατίθαση, όπως ήταν στην εφηβεία της. Όταν τριγυρνούσε με τα πατίνια και πιανόταν από τον προφυλακτήρα των διερχόμενων αυτοκινήτων παίζοντας με τη φωτιά. Όπως την εποχή που τα γόνατα της ήταν διαρκώς σκισμένα, αφού βρισκόταν μονίμως σκαρφαλωμένη πάνω σε δέντρα ή πηδούσε από σκαλωσιά σε σκαλωσιά στα υπό κατασκευή κτίρια του Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα. Παρέμεινε μέχρι το τέλος η ντροπή της οικογενείας. Κόρη δικαστή και εγγονή ενός γερουσιαστή κι ενός κυβερνήτη. Μα πάνω απ' όλα η πιο ωραία του Νότου. Το κορίτσι-έπαθλο που έκανε έρωτα απ' τα δεκάξι με όποιο αγόρι της άρεσε, αψηφώντας τα πρέπει και τα μη της εποχής.
«Εγώ αν ήμουν άντρας -κι αν δεν ήμουν υποχρεωμένη ως γυναίκα να περάσω απ' το γάμο για ν' αποκτήσω μια θέση στην κοινωνία- αν ήμουν λοιπόν άντρας δεν θα παντρευόμουν».
Έζησε σαν σταρ. Ήταν βασίλισσα στα πιο φωταγωγημένα και λαμπερά πάρτι της Νέας Υόρκης, κοιμόταν στις πιο πολυτελείς σουίτες των θρυλικών ξενοδοχείων του Παρισιού, κολυμπούσε στα διάφανα νερά της Ριβιέρας, έπαιζε χαρτιά με τους διασημότερους καλλιτέχνες του περασμένου αιώνα... Είχε περισσότερα από όσα ονειρεύτηκε ποτέ: Διθέσια αυτοκίνητα, φορέματα υψηλής ραπτικής, χαβιάρι, σαμπάνια, δόξα και χρήμα. Τα είχε όλα. Μα όχι εκείνον.
Η Ζέλντα κοιτούσε τον Σκοτ και δεν έβλεπε πια την αγάπη, έβλεπε την αναπηρία, τη συμφορά του να έχεις μετατοπίσει το κέντρο βάρους του εαυτού σου πάνω σε κάποιον άλλον. Πάνω σε κάποιον που τελικά νιώθει να μειώνεται όταν εσύ ανθίζεις. Χαμένη σε ένα παιχνίδι που παιζόταν με τους όρους του, τον τιμωρούσε που δεν της επέτρεπε να είναι ο εαυτός της. Κι εκείνος της το ανταπέδιδε με τον πιο σκληρό τρόπο. Ανθρωποφάγοι λόγω αγάπης.
«Υπάρχουν αυτοί που κρύβονται για να κλέψουν, να σκοτώσουν, να προδώσουν, ν' αγαπήσουν, ν' απολαύσουν. Εγώ έπρεπε να κρυφτώ για να γράψω. Ήμουνα δεν ήμουνα είκοσι χρόνων και βρισκόμουν ήδη υπό την επήρεια -για να μην πω κυριαρχία- ενός άντρα ελάχιστα μεγαλύτερου από μένα, που ήθελε να αποφασίζει για τη ζωή μου και το έκανε όσο πιο άσχημα μπορούσε».
Σύμφωνα με φήμες η Ζέλντα δεν ήταν απλά η εκκεντρική σύζυγος του πιο διάσημου συγγραφέα της Αμερικής των αρχών του περασμένου αιώνα. Δεν ήταν απλώς η μούσα του. Ήταν ο εγκέφαλος πίσω από το σταρ σύστεμ που είχαν χτίσει και πάνω στο οποίο βασιζόταν η καριέρα του. Λένε ότι ακόμα κι όσα εκείνη έγραφε στο ημερολόγιό της, μεταφέρονταν σχεδόν αυτούσια στα βιβλία του.
Όταν η Ζέλντα εκδήλωσε λογοτεχνικές φιλοδοξίες, ο Σκοτ άρχισε να την ανταγωνίζεται. Να τη σαμποτάρει, μέχρι που έφτασε στο σημείο να υπογράψει τις νουβέλες της, με τη δικαιολογία ότι ήταν απαίτηση του ατζέντη του, κάτι που δεν μπορούσε να παρακούσει. Στο τέλος δεν της επέτρεπε να γράφει ούτε στο ημερολόγιό της.
«Να γράφω, ναι, ήξερα, και ήμουν εγώ που τροφοδότησα όλα τα αριστουργήματά του, όχι ως μούσα του, όχι ως υλικό, αλλά ως σκλάβα ενός συγγραφέα που έμοιαζε να θεωρεί πως το γαμήλιο συμβόλαιο συμπεριελάμβανε και την κλοπή των πνευματικών δικαιωμάτων της γυναίκας από το σύζυγο. Οι ειδικοί με τις λευκές μπλούζες έχουν μια θεωρία: κατηγορώ τον Σκοτ γιατί με χρησιμοποίησε ως βάση για όλες του τις ηρωίδες, με είδε σαν υλικό και μου έκλεψε όλη μου τη ζωή. Αυτό όμως είναι λάθος, γιατί αυτή η ζωή ήταν και των δυο μας, αυτό το υλικό το μοιραζόμασταν. Η αλήθεια είναι ότι χρησιμοποίησε τα ίδια μου τα λόγια, οικειοποιήθηκε και λεηλάτησε το ημερολόγιο μου και τα γράμματά μου, υπέγραψε με το δικό του όνομα τα άρθρα και τις νουβέλες που έγραφα εγώ. Η αλήθεια είναι πως έκλεψε την τέχνη μου και με έπεισε πως δεν άξιζα τίποτα. Πώς θέλετε να αισθάνομαι; Παγιδευμένη, χρησιμοποιημένη, χωρίς να διαφεντεύω ούτε το κορμί, ούτε καν την ψυχή μου. Έτσι με έβλεπα. Αυτό όμως δεν ονομάζεται ζωή».
Τα πάρτι και οι καυγάδες τους στη Γαλλική Ριβιέρα έγραψαν ιστορία. Όσα περιγράφονται στο μυθιστόρημα «Τρυφερή είναι η νύχτα» (εκδ. Πατάκη), είχαν γραφτεί πρώτα στον διεθνή τύπο της εποχής σαν κουτσομπολιά και είχαν πάρει πάρει μυθικές διαστάσεις. Οι εφημερίδες τους παρακολουθούσαν στενά. Οι εκκεντρικότητές τους ήταν το αγαπημένο θέμα στα σαλόνια της καλής κοινωνίας. Κάθε απόγευμα στη βίλα τους περνούσαν όλοι οι εκπατρισμένοι Αμερικανοί καλλιτέχνες στην Ευρώπη, συγγραφείς, παραγωγοί του Χόλιγουντ, κοσμικές κυρίες με τους πάμπλουτους συζύγους τους, ενζενί και ζεν πρεμιέ, κοσμοπολίτες και τυχοδιώκτες... Εκείνος τύφλα από το τζιν που κατανάλωνε με τις κούτες από τις δέκα το πρωί κι αυτή ζαλισμένη από τα κοκτέιλ, τα χάπια και την αδιαφορία του έπεφτε με την τουαλέτα στη θάλασσα και υποδεχόταν τον κόσμο χασκογελώντας με το φόρεμα να κολλάει στο μουσκεμένο κορμί της. Άλλες φορές για να δείξει ότι βαριόταν σηκωνόταν κι επιδεικτικά γδυνόταν στο κέντρο του κατάμεστου σαλονιού. Ενώ συχνά έκαναν σκηνή ο ένας στον άλλον αδιαφορώντας για τους καλεσμένους τους ή προσβάλλοντάς τους. Κι όμως την επόμενη νύχτα όλοι ήταν και πάλι εκεί. Έτοιμοι να καταγράψουν με δίψα την πτώση από πρώτο χέρι. Την απόγνωση δύο πεταλούδων που ζύγωναν όλο και πιο κοντά στη λάμπα, μεθυσμένες απ΄το φως, ένα βήμα πριν κάψουν τα πολύχρωμα φτερά τους για πάντα.
«Εκείνα ακριβώς τα βράδια έπαιρνα χάπια, βρομιούχα άλατα και πολλή πολλή σαμπάνια. Ξυπνούσα δώδεκα ώρες αργότερα με το κεφάλι βαρύ από το μεθύσι και την ημικρανία, αλλά με ένα αίσθημα περηφάνιας επειδή κρατήθηκα: μια ηρωική σύζυγος».
Την ίδια περίοδο σύμφωνα με το μυθιστόρημα (κάτι που δεν αναφέρεται σε καμία βιογραφία της Ζέλντα) σε μια παραλία στην Αντίμπ γνώρισε έναν άντρα. Ένα Γάλλο πιλότο. Τον ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα. Ένιωσε πως αυτή τη φορά θα μπορούσε να ξεφύγει απ' όλα. Κλείστηκε μαζί του σε μια καλύβα πλάι στο κύμα και έζησε όσα ο Σκοτ της είχε στερήσει: την υπέροχη, απελευθερωτική αίσθηση που έχει ένα σώμα όταν νιώθει ποθητό. Τα χάδια, τα αγγίγματα στο σκοτάδι, τα φιλιά, την έκσταση που της έφερνε δάκρυα στα μάτια. Μαζί του ένιωθε ξανά γυναίκα.
Μέχρι που οι φήμες έφτασαν στα αυτιά του Σκοτ. Ντροπιασμένος, έξαλλος, έστειλε ένα αυτοκίνητο με μπράβους, οι οποίοι σχεδόν την απήγαγαν και την έφεραν πίσω στην κατάλευκη βίλα τους που δέσποζε στην κορφή ενός λόφου σε ένα τοπίο μαγικό πάνω από τη Μεσόγειο.
Για να μην την χάσει την πήρε και έφυγαν άρον άρον για τη Ρώμη. Μετά Παρίσι. Τότε ήταν που της απαγόρευσε κάθε ανάμειξη στη διαπαιδαγώγηση και το μεγάλωμα της κόρης τους, της Σκότι.
Οι σχέσεις τους ήταν πιο εύθραυστες κι από τα κρυστάλλινα κολονάτα ποτήρια της σαμπάνιας τα οποία κρατούσαν στο χέρι απ' το πρωί. Στις αίθουσες δεξιώσεων του ξενοδοχείου Ριτζ έδωσαν τα καλύτερα ρεσιτάλ της κοινής τους καριέρας: ένα σόου με τζαζ, άφθονο αλκοόλ και εξευτελισμούς. Δημόσιους, στην καρδιά της μπουρζουαζίας, μπροστά σε όλη την αφρόκρεμα της εποχής.
Ένα από αυτά τα βράδια σύμφωνα με το βιβλίο η Ζέλντα πέτυχε τον Σκοτ στη σουίτα τους στο Ριτζ να ερωτοτροπεί με έναν άλλον διάσημο συγγραφέα με τον οποίο περνούσαν σχεδόν όλο τους το χρόνο μαζί (ο Λερουά φωτογραφίζει τον Χέμινγουεϊ, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Λούις Ο' Κόνορ).
«Σας έχω πει πως ο σύζυγός μου ήταν ομοφυλόφιλος; Ναι; Ανέκαθεν το ήξερα. Αυτό ήταν άλλωστε που με τραβούσε πάνω του και παράλληλα με έκανε να διστάζω να τον παντρευτώ. Α, ασφαλώς ο ίδιος δεν ξέρει τίποτα».
Ο Φιτζέραλντ ισχυρίστηκε ότι όλα ήταν αποκυήματα του αρρωστημένου μυαλού της. Κι έτσι άρχισε να τη σέρνει στους πιο διάσημους ψυχιάτρους. Σιγά σιγά η Ζέλντα έγινε ένα ζόμπι. Κλεισμένη σε πολυτελείς κλινικές, κι ενώ η καριέρα εκείνου άρχισε να φθίνει (τα σενάρια που έγραφε για το Χόλιγουντ ήταν παταγώδεις αποτυχίες) πάλευε να νικήσει την παρακμή: τα περιττά κιλά από τα φάρμακα είχαν αλλοιώσει την εμφάνισή της, τα ηλεκτροσόκ την είχαν καταπονήσει, οι προσβολές των γιατρών και η παραβίαση των ατομικών της ελευθεριών την είχαν τσακίσει. Κι όμως ακόμα και μέσα σε αυτή τη δίνη, κρατιόταν, για να να μη βυθιστεί, από τη σκιά της παλιάς τους αγάπης, από τα όνειρα, από όλα εκείνα που ήθελαν αλλά δεν μπόρεσαν...
«Να ζηλεύω τον Σκοτ; Αυτό είναι γελοίο. Όχι δεν ζηλεύω, απάντησα. Θα ήθελα να ήμουν εκείνος, μια πλευρά από το στήθος του, οι γραμμές του χεριού του. Εγώ, καταλάβετέ το, με μεγάλη ευχαρίστηση θα στερούμουν όλες τις κοσμικότητες. Το μόνο παιδί που ήθελα από εκείνον ήταν αυτός ο ίδιος. (...) Θα αισθανόμουν χίλιες φορές καλύτερα εάν έμενα σε μια καλύβα φτιαγμένη από τα ξύλα που ξέβραζε η θάλασσα στην παραλία του Φρεζίς ή του Χουάν, όπου εκείνος θα έγραφε κι εγώ θα χόρευα, θα ζωγράφιζα, όπου εκείνος θα έγραφε μέρα και νύχτα, κι εγώ θα ζωγράφιζα τη μέρα και θα χόρευα τη νύχτα. Θα είχαμε μια εκπληκτική ζωή. Τίποτα δεν θα μας βάραινε. Το καταλαβαίνετε; Κανένα βάσανο, κανένα ξένο σώμα, καμιά πληγή στο πλήρωμά μας. Κανείς δεν θα 'πιανε επ' αυτοφώρω τα σκυλιά και τα άλογά μας. Όλοι μαζί θα χορεύαμε. Θα μαζεύαμε από τη θάλασσα τα λευκά άμφια των αφρών. Ποιος θέλει να μου το κλέψει αυτό;».
Η ίδια η ζωή. Αυτή που τους τα είχε προσφέρει όλα απλόχερα τελικά τους τα έκλεψε. Ματαίωσε με τον πιο τραγικό τρόπο όλα όσα είχαν ονειρευτεί. Στις 21 Δεκεμβρίου του 1940 ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ πέθανε από ανακοπή, λόγω του αλκοολισμού, σε ηλικία 44 ετών. Η Ζέλντα τον ακολούθησε οκτώ χρόνια μετά, στις 11 Μαρτίου του 1948, στα 47 της, όταν η ψυχιατρική πτέρυγα στο νοσοκομείο Χάιλαντ στο Άσβιλ όπου νοσηλευόταν τυλίχτηκε στις φλόγες. Ακόμα και το τραγικό τέλος τους ήταν μυθιστορηματικό, όπως άλλωστε και η ζωή που έζησαν. Μια ζωή που έμοιαζε με βιβλίο που έγραψε ο Φιτζέραλντ...