Το πάθος σκανδαλίζει γιατί είναι μια κατά βάση αντικοινωνική πράξη. Δυο άνθρωποι μαζί κι απέναντί τους όλος ο κόσμος. Αν «ερωτεύομαι» κατά τον Μπαρτ σημαίνει αφήνομαι στο άτρεπτο, άρα βρίσκομαι αυτομάτως «απέναντι των πάντων και ενάντια στους πάντες και τα πάντα», ο ερωτευμένος γυρνά την πλάτη σε όλους υποκινούμενος από μια αόρατη κλωστή σαν μαριονέτα που τον βγάζει διαρκώς έξω από το πλαίσιο.

Αυτήν ακριβώς την ιστορία αφηγείται ο Ρεϊμόν Ραντιγκέ στη νουβέλα «Ο διάβολος στο κορμί» (μτφρ. Χρύσα Κοντογεωργοπούλου) που κυκλοφορεί από εκδόσεις Ροές στην εξαιρετική σειρά microMEGA με σημαντικά κλασικά έργα σε βιβλία τσέπης. Ο ήρωας, ένας έφηβος μαθητής, ερωτεύεται μια μεγαλύτερη γυναίκα, σύζυγο ενός στρατιώτη που βρίσκεται στο δυτικό μέτωπο του Ά Παγκοσμίου Πολέμου. Το ζευγάρι μεθυσμένο από μια αποχαυνωτική συνενοχή αδιαφορεί για τις κοινωνικές συμβάσεις και κινείται με ορμή σαν όχημα χωρίς φρένα στο αντίθετο ρεύμα, επιδιώκοντας την πλήρωση ακόμα και μέσα από την καταστροφή. Ούτε καν οι τύψεις για την απιστία σε έναν στρατιώτη που πολεμά δεν είναι ικανές να φρενάρουν το πάθος.

Βασανισμένοι από τα πήγαινε-έλα του έρωτα -πνοή αφανισμού, ζήλια, ματαίωση, διάψευση, ενοχές για την ανίερη ένωση, πληρότητα (μια δυο στιγμές που έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στον Παράδεισο, κι αν όχι στον βιβλικό παράδεισο, σε μια κατάσταση πλήρους αφασίας, συντονισμένος απόλυτα με το σύμπαν, αφημένος στη ροή του, σε μια αρμονική κυκλική κίνηση που τελειότερη αυτής δεν υπάρχει)-, οι ήρωες καταφεύγουν στον κυνισμό για να διεκδικήσουν το δικαίωμα να ζήσουν το μοναδικό και σπάνιο συναίσθημά τους.
«Πιστεύαμε ότι ήμαστε οι πρώτοι που αντιμετωπίζαμε αυτά τα βάσανα, γιατί δεν ξέραμε ότι ο έρωτας είναι σαν την ποίηση και ότι όλοι οι εραστές, ακόμα και οι μετριότεροι, νομίζουν ότι καινοτομούν».
Τα βάζουν με όλους, γίνονται θέμα συζήτησης, στόχος κουτσομπολιών, επαναστατούν. Αφήνονται στο διάβολο που κυβερνά πια το κορμί τους κι ας ξέρουν μέσα τους βαθιά πώς κανένας δεν βγήκε ποτέ κερδισμένος από μια τέτοια συναλλαγή. Υπακούν μονάχα στην έλξη που τους κινεί σαν δυο τρελαμένοι μαγνήτες στο μάθημα της φυσικής. Ηδονοθήρες, συλλέκτες του πρωτόγνωρου, περιπατητές που αναζητούν το μοναδικό, το σπάνιο, μια αποκαλυπτική ομορφιά που μπορούν να αναγνωρίζουν μονάχα οι εκλεκτοί, θύματα τελικά μιας αυταπάτης, οι δυο αυτοί ερωτευμένοι και όλοι οι ερωτευμένοι του κόσμου ψάχνουν ατέρμονα το όμοιό τους σαν σκύλος που κυνηγά την ουρά του.
«Ίσως είμαστε όλοι νάρκισσοι που αγαπάμε και μισούμε την εικόνα μας και οτιδήποτε άλλο μάς είναι αδιάφορο. Αυτό το ένστικτο της ομοιότητας μας καθοδηγεί στη ζωή φωνάζοντας μας “Αλτ!” μπροστά σ' ένα τοπίο, σε μια γυναίκα, σ΄ένα ποίημα. Μπορεί να θαυμάζουμε πολλά πράγματα, αλλά αυτή η αναστάτωση είναι τόσο διαφορετική».


Η ανάγνωση του μικρού αυτού μυθιστορήματος των 160 σελίδων είναι απόλαυση. Αυτό το οποίο κάνει ιδιαίτερη τη νουβέλα του Ραντιγκέ δεν είναι τόσο η πρωτοτυπία του έρωτα που αφηγείται, καθώς όλοι οι έρωτες είναι τόσο ίδιοι που είναι λες και διαβάζεις πάντα την ίδια περιπέτεια, αλλά το ιστορικό πλαίσιό της. Το παράνομο ζευγάρι βιώνει την ευτυχία του πάνω στην πλάτη ενός στρατιώτη που πολεμά για την πατρίδα του. Το 1923, που κυκλοφόρησε «Ο διάβολος στο κορμί», η έκδοση ενός τέτοιου βιβλίου ήταν ένα σκάνδαλο, καθώς η κοινωνία στη δυτική Ευρώπη τραυματισμένη βαθιά από τη φρίκη του Ά Παγκοσμίου Πολέμου που άλλαξε με απόλυτο τρόπο τον κόσμο, θεωρούσε ιεροσυλία τον κυνισμό των δύο ηρώων ενάντια σε έναν στρατιώτη που βρέθηκε στα χαρακώματα. Ο μποέμ Ραντιγκέ κατέκτησε ξαφνικά μια πρωτοφανή φήμη, την οποία δεν πρόλαβε να χαρεί καθώς το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς πέθανε από τυφοειδή πυρετό, αφήνοντας πίσω του και ένα δεύτερο έργο με τίτλο «Ο χορός του κόμη ντ΄Ορζέλ».