Η συνταγή

Υλικά: Μία αιμοσταγής νεοφιλελεύθερη που οργανώνει γενοκτονίες μεταλλαγμένων κοτόπουλων. Ένας ηδονοβλεψίας τραπεζίτης, ο οποίος χρηματοδοτεί ταινίες για να μπορεί να παρακολουθεί κρυφά στα γυρίσματα τις ερωτικές σκηνές των νεαρών σταρ. Μία εκκεντρική γριά που διαβάζει πλάι στο τζάκι εξειδικευμένα περιοδικά για πολεμικά αεροσκάφη. Δημοσιογράφοι οι οποίοι λειτουργούν σαν τρολ για να αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη με προκλητικά άρθρα. Ένας πολιτικός-αρπακτικό που λατρεύει τη Θάτσερ στους κόλπους των Εργατικών. Βρετανοί αριστοκράτες που κάνουν μπίζνες με τον Σαντάμ Χουσεΐν, πουλώντας του όπλα και εξοπλισμό για εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας. Εικόνες από το ταπεινωμένο Λονδίνο στα χρόνια του θατσερισμού. Ένας αλκοολικός μπάτλερ σε ένα στοιχειωμένο αρχοντικό, μια ντουζίνα χοιρινά-κανίβαλοι (κυριολεκτικά και μεταφορικά), κι ένας συγγραφέας ο οποίος προσπαθεί να γράψει το χρονικό της πιο διεστραμμένης οικογένειας που έχει ροκανίσει ποτέ το δημόσιο πλούτο της Αγγλίας.

Εκτέλεση: Αναμειγνύουμε όλα τα παραπάνω spicy υλικά σε ένα μυθιστόρημα 500 σελίδων, προσθέτουμε μερικές ιστορικές σκηνές φρίκης από τη δεκαετία του '80, άφθονες δόσεις χιούμορ, λίγη λακ από το μπουντουάρ της Θάτσερ (έτσι για το άρωμα) και αφήνουμε τον αναγνώστη να ψηθεί σε σιγανή φωτιά.

Προσωπικά «ψήθηκα» από την πρώτη σελίδα. Το μυθιστόρημα «Τι ωραίο Πλιάτσικο!» του Τζόναθαν Κόου (εκδ. Πόλις) είναι ένα από τα πιο απολαυστικά βιβλία που έχω διαβάσει. Πρόκειται για ένα αιχμηρό έργο, που προσεγγίζει με απίστευτο χιούμορ την αγριότητα του νεοφιλελευθερισμού και περιγράφει με απολαυστικό τρόπο το γκραν γκινιόλ της αστικής τάξης, η οποία συνέχιζε να ζει βασιλικά σε θεόρατους κι αχανείς βικτοριανούς πύργους, όσο η μεσαία τάξη πέθαινε στα διαλυμένα νοσοκομεία της χώρας. Λυπάμαι που δεν είχα διαβάσει το Πλιάτσικο νωρίτερα, αλλά από την άλλη νιώθω ευτυχής που το έκανα τώρα που ξέρω τι σημαίνει νεοφιλελευθερισμός στην πράξη: Είναι συγκλονιστικό να διαβάζεις ένα βιβλίο το οποίο μιλά τόσο καθαρά για πράγματα που συμβαίνουν σχεδόν ολόιδια γύρω σου. Οι συνθήκες ζωής στη Βρετανία του 1980, τις οποίες περιγράφει αριστοτεχνικά ο Κόου, έχουν πολλά κοινά με αυτές που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης. Από τη μια η τεράστια ανεργία, οι ιδιωτικοποιήσεις, η κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και των εργατικών δικαιωμάτων και από την άλλη το πλιάτσικο στο δημόσιο πλούτο, οι επιθέσεις των κερδοσκόπων, τα χυδαία πολιτικά παιχνίδια και η παρέλαση των πιο άγριων αρπακτικών που ενδύονται το μανδύα της εξυγίανσης.

Αφηγητής του βιβλίου ο Μάικλ Όουεν. Ένας καταθλιπτικός συγγραφέας, εθισμένος στις βιντεοταινίες, που προσλαμβάνεται από μια μισότρελη, εκκεντρική γριά για να γράψει την ιστορία της οικογένειάς της. Σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου παρακολουθούμε και τις δραστηριότητες των μελών της δυναστείας Γουίνσο. Καιροσκόποι, δωσίλογοι, προδότες, δολοφόνοι, παραδόπιστοι, εξουσιομανείς, οι απόγονοι της... αγίας αυτής οικογενείας έχουν ο καθένας τα κουσούρια του, μα έχουν όλοι ένα κοινό χαρακτηριστικό: Είναι ικανοί να πουλήσουν ακόμα και τη μάνα τους για να αυγατίσουν τα πλούτη τους. Σαν πεινασμένα ζόμπι πέφτουν πάνω στο πτώμα του κοινωνικού κράτους που δολοφόνησε η Μάργκαρετ Θάτσερ και αρπάζουν τη μερίδα του λέοντος.

Ο Κόου γράφει χαρακτηριστικά για έναν από αυτούς, τον τραπεζίτη Τόμας: «Το γλένταγε με την ψυχή του ν' αρπάζει αυτές τις μεγάλες κρατικές εταιρείες από τα χέρια των φορολογουμένων και να τις διαμελίζει σε μία μειοψηφία μετόχων που διψούσαν για κέρδη: η ιδέα ότι συνέβαλλε στην αφαίρεση της ιδιοκτησίας από τους πολλούς και τη συγκέντρωσή της στα χέρια ολίγων τον πλημμύριζε μ' ένα βαθύ και καθησυχαστικό αίσθημα δικαιοσύνης. Ικανοποιούσε το πρωτόγονο μέσα του».

Ο Μάικλ Όουεν ψάχνει και όσα μαθαίνει για τη δαιμονική οικογένεια τον βοηθούν να κάνει τους συσχετισμούς που πρέπει για να συμπληρώσει το παζλ. Η φίλη του τον κατηγορεί ως συνωμοσιολόγο κάθε φορά που ερμηνεύει όσα εξωφρενικά συμβαίνουν γύρω τους. Όμως όποια πέτρα κι αν σηκώσει ο Μάικλ είναι από κάτω κι ένα αρπακτικό των Γουίνσο. Οι τύποι παίζουν σκάκι στην πλάτη των πολιτών, πουλάνε κι αγοράζουν τη ζωή τους. Προσπαθούν να βάλουν χέρι στο δημόσιο σύστημα υγείας, να εμπορευματοποιήσουν τα κοινωνικά αγαθά. Έχουν ανθρώπους παντού για να προωθούν την ατζέντα τους και να βγάζουν νοκ άουτ κάθε εμπόδιο: στην πολιτική, στις τράπεζες, στις λέσχες, στις επιχειρήσεις, στα think tank, στα μίντια. Το μυστικό τους είναι ο αιφνιδιασμός. Σοκάροντας την κοινή γνώμη καταφέρνουν να δημιουργούν τις συνθήκες που τους βολεύουν. Να περνούν νομοσχέδια τα οποία τους ανοίγουν κάθε πόρτα που θα τους οδηγήσει σε χρυσές εξαγορές, συγχωνεύσεις, ιδιωτικοποιήσεις.

«Το κόλπο είναι να κάνεις πάντα σκανδαλώδη πράγματα. Δεν υπάρχει λόγος να περνάς μια σκανδαλώδη νομοθεσία και μετά να δίνεις στους άλλους το χρόνο να προετοιμαστούν σχετικά. Πρέπει να παρεμβαίνεις αμέσως και να την επικαλύπτεις με κάτι ακόμα χειρότερο, προτού η κοινή γνώμη προλάβει να καταλάβει το κακό που τη βρήκε».

Η κοινή γνώμη δυστυχώς αργεί να καταλάβει. Αργεί πολύ, στο τέλος όμως πάντα κάνει πάρτι στις πλατείες, όπως συνέβη φέτος στο Λονδίνο μετά την ανακοίνωση του θανάτου της Μάργκαρετ Θάτσερ. Η κοινή γνώμη αργεί, αλλά δεν ξεχνά ποτέ. Ακόμα κι αν περάσουν 20, 30, 40 χρόνια. Αργεί, αλλά ξέρει κάτι που όσοι την υποτιμούν αγνοούν, ότι -όπως λέει ο Κόου- «η πρέπουσα αντίδραση δεν είναι απλώς η οργή και η θλίψη, αλλά το τρελό δύσπιστο γέλιο».