Χθες βράδυ, διαβάζοντας τον Τυφλό Λυτρωτή του Άλντους Χάξλεϋ, βρέθηκα σκαρφαλωμένος στη στέγη ενός αγγλικού οικοτροφείου, στις 6 Νοεμβρίου του 1902, να παρατηρώ ένα ξύλινο καραβάκι με τρία κατάρτια που έπλεε στα νερά μιας παλιάς μεταλλικής υδρορροής.

        «Η υδρορροή! Ο Μπράιαν ήταν ο πρώτος που είχε καταλάβει τις δυνατότητες που πρόσφερε. Μια χούφτα χώμα, που ανέβασε λαθραία στην τσέπη, μερικές πέτρες – και έτοιμο το φράγμα. Μόλις το έφτιαχνες, μάζευες όλες τις κανάτες με το νερό από τον κοιτώνα, τις κουβαλούσες μία μία στο παράθυρο και έριχνες το περιεχόμενό τους στην υδρορροή. Δεν θα πλενόταν κανένας το πρωί, αλλά τι σημασία είχε; Μια μακριά, στενή θάλασσα απλωνόταν τώρα μες στη νύχτα. Ένα λαξεμένο στο ξύλο καραβάκι μπορεί να καθελκυστεί εκεί, και τα δεκαπέντε μέτρα υγρού απείρου μπορούν να ξυπνήσουν τη φαντασία. (...) Κουρνιασμένοι ψηλά, ανάμεσα στο κρύο τζάμι και στην τραχιά τσόχινη κουρτίνα, ο Μπράιαν και ο Άντονι έσκυβαν από τα διπλανά παράθυρα έξω, στο σκοτάδι. Τους χώριζε μόνο ένας τούβλινος τοίχος, μπορούσαν να μιλάνε ψιθυριστά.
         “Λοιπόν, Αλογομούρη”, δίεταξε ο Άντονι, “φύσα!”.
Και σαν τον Ζέφυρο των εικόνων, ο Αλογομούρης φύσηξε. Τα χάρτινα πανιά φούσκωσαν, και το καράβι άρχισε να γλιστρά πάνω στη στενή υδάτινη λωρίδα.
         “Υπέροχο!” είπε εντυπωσιασμένος ο Άντονι. Και σκύβοντας ακόμη πιο χαμηλά, μέχρι που το μάγουλό του άγγιξε σχεδόν το νερό, κοιτούσε με το ένα μάτι μισόκλειστο, αποφεύγοντας να εστιάσει, ώσπου με θαυμαστό τρόπο το καραβάκι, που πλησίαζε, μεταμορφώθηκε σε ένα πελώριο τρικάταρτο, ένα πλοίο-φάντασμα που ερχόταν από μακριά κατά πάνω του, πλέοντας σιωπηλό μες στο σκοτάδι. Ένα μεγάλο πλοίο, πολεμικό -εκατόν δέκα κανόνια στα πλευρά του- κάτω από τη σκέπη των μεγάλων πανιών -οι βορειοανατολικοί άνεμοι να φυσάνε σταθερά- κι αυτό να τρέχει με δέκα κόμβους -η καμπάνα του να χτυπάει οκτώ φορές... τινάχτηκε απότομα, καθώς το πλωριό κατάρτι ακούμπησε τη μύτη του. Η πραγματικότητα επέστρεψε στη θέση της».

Αυτή είναι η δύναμη της λογοτεχνίας, ακόμα και μια απλή υδρορροή μπορεί να γίνει ένας απέραντος ωκεανός. Όλα είναι θέμα οπτικής. Η ματιά που μπορεί να μετατρέψει μια ασήμαντη στιγμή σε ολόκληρη περιπέτεια και ένα ήσυχο βράδυ του Γενάρη σε μακρινό ταξίδι. Είχα φαίνεται μεγάλη ανάγκη να αποδράσω, που το συγκεκριμένο απόσπασμα κατάφερε να με ταξιδέψει σε φουρτουνιασμένες θάλασσες σαν αυτές στα μυθιστορήματα του Μέλβιλ.

Υ.Γ. Μιλώντας για πλοίο-φάντασμα δεν θα μπορούσε ο νους μου παρά να πάει στον Ιπτάμενο Ολλανδό του Βάγκνερ. Το μαύρο σιωπηλό πλοίο που πλησιάζει αργά από τον ανοιχτό ορίζοντα στην ακτή. Τα πορφυρά πανιά του που λάμπουν στο σκοτάδι και η μουσική άγρια και δυνατή σαν κύμα που χτυπά λυσσαλέα το καράβι στα ψαχνά του, μα αυτό αλώβητο συνεχίζει να βολοδέρνει στον άνεμο... Καταραμένο, να βρίσκεται για πάντα στους ωκεανούς.

H φωτογραφία είναι από την τηλεοπτική μεταφορά της όπερας Der fliegende Holländer του Wagner από τον σκηνοθέτη Brian Large το 1986. Δείτε ολόκληρη την όπερα στο βίντεο που ακολουθεί: