Από όλους τους αντιήρωες της λογοτεχνίας, ο Τομ Ρίπλεϊ είναι ο αγαπημένος μου. Γιατί μετά το μακελειό φτιάχνει ένα Dry Martini με δυο παγάκια σε ψηλό ποτήρι. Δεν είναι ένας κοινός κακοποιός αλλά ένας bon viveur του εγκλήματος. Ένας δαιμόνιος τύπος που λατρεύει την κλασική μουσική, την τέχνη, τα καλοραμμένα κοστούμια και τα παλάτσο στη Βενετία.
Διψασμένος για την καλή ζωή, μηχανεύεται διαρκώς τρόπους για να απολαύσει παρασιτικά όσα ονειρεύεται. Βραδιές στην όπερα, δείπνα σε πολυτελή εστιατόρια, βόλτες σε κατάφωτες πλατείες με ύφος αριστοκράτη δανδή που μεγάλωσε σε μια πλούσια οικογένεια και σπούδασε στα καλύτερα κολέγια της Αμερικής. Προβάρει λόγια, βλέμματα, κινήσεις. Σαν ηθοποιός φορά το κοστούμι κάποιου άλλου και βουτάει στα βαθιά.
Η πρώτη γνωριμία μου με τον ήρωα της Πατρίτσια Χάισμιθ έγινε στη μεγάλη οθόνη, το 1999, με την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου Ο Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ (εκδόσεις Λιβάνη & Άγρα) από τον σκηνοθέτη Άντονι Μινγκέλα. Για χρόνια θυμόμουν το Μοντζιμπέλο, τα σπίτια πλάι στη θάλασσα, τις βεράντες που βρέχονταν από το κύμα. Τις βόλτες στη Ρώμη, τα τζαζ μπαρ, εκείνη την υπέροχη περιφορά της Παναγίας στα κατάλευκα στενά του χωριού που κατέληξε σε τραγωδία, όταν η θάλασσα ξέβρασε το πτώμα μιας γυναίκας που είχε αυτοκτονήσει.

To trailer της ταινίας Ο Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ σε σκηνοθεσία Άντονι Μινγκέλα 


Έτσι νομίζοντας βλακωδώς ότι δεν θα είχε κανένα νόημα να διαβάσω ένα βιβλίο που ήξερα την ιστορία του, το άφησα για δώδεκα χρόνια να σκονίζεται στη βιβλιοθήκη. Φέτος το καλοκαίρι, το θυμήθηκα. Διάβασα τις πρώτες σελίδες και δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου. Πέρα από τις λιτές, αλλά δυνατές περιγραφές της Χάισμιθ, είχα και αγωνία για τη συνέχεια, παρόλο που ήξερα την πλοκή και το φινάλε.
Πέρασα πολύ ωραία μ' αυτό το βιβλίο: στην πιο ήσυχη παραλία της Επιδαύρου, κάτω από ένα πεύκο, με τη σεζ λονγκ σχεδόν μέσα στα διάφανα νερά. Ήταν σκέτη απόλαυση: να διαβάζεις για εκείνες τις αυλές του ιταλικού παραθαλάσσιου χωριού, στο οποίο ο Αμερικανός Ντίκι Γκρίνλιφ, γόνος πλούσιας οικογένειας της Νέας Υόρκης, είχε αυτοεξοριστεί. Ο κακομαθημένος Ντίκι απολάμβανε μια μποέμ ζωή συντροφιά με την επίσης Αμερικανίδα Μαρτζ. Εκείνη έγραφε, εκείνος ζωγράφιζε. Ήταν εραστές, αλλά ζούσαν σε διαφορετικά σπίτια. Τα πρωινά τα περνούσαν στη θάλασσα, τα μεσημέρια έτρωγαν στο σπίτι εκείνου και τα απογεύματα χώριζαν για να αφιερωθούν στην τέχνη. Ουσιαστικά ούτε εκείνος ούτε εκείνη είχαν κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο, εκτός από το να ξοδεύουν τα εμβάσματα που λάμβαναν κάθε μήνα από τις πλούσιες οικογένειές τους.
Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο Τομ Ρίπλεϊ, παλιός γνώριμος του Ντίκι, καταφθάνει δήθεν τυχαία από τη Νέα Υόρκη στο Μοντζιμπέλο. Ο πατέρας του Ντίκι τον έχει πληρώσει προκειμένου να πείσει τον γιο του να αφήσει την άσωτη ζωή και να επιστρέψει στην Αμερική. Οι χαρακτήρες που έχει χτίσει η Χάισμιθ είναι σαφώς πιο δυνατοί από την ταινία. Ο Ρίπλεϊ δεν είναι απλά ένας άπληστος και φιλόδοξος, άφραγκος νεαρός που θέλει να αρπάξει ό,τι μπορεί, αλλά ένας ψυχοπαθής που σιγά σιγά ταυτίζεται με τον Ντίκι και τον τυλίγει στον ιστό του. Μέχρι να τον σκοτώσει και να πάρει τη θέση του. Να ντυθεί με τα ρούχα του, να ταξιδέψει στην Ευρώπη, να ζήσει κοσμοπολίτικα στη Ρώμη παριστάνοντας τον νεαρό κληρονόμο που σκότωσε.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας, ο βραβευμένος με Όσκαρ Μινγκέλα (πέθανε το 2008), έκανε  κατά τη γνώμη μου υπερβολικά focus στη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία του Ρίπλεϊ (κάτι που η Χάισμιθ απλώς υπαινίσσεται στο βιβλίο), αλλοιώνοντας έτσι την αληθινή ταυτότητα του ήρωα. Ο Τομ Ρίπλεϊ δεν ερωτεύτηκε τον Ντίκι. Δεν ήθελε να είναι μαζί με τον Ντίκι. Ήθελε να είναι ο Ντίκι.
Εκτός από αυτό, κατά την κινηματογραφική μεταφορά έγιναν πολλές αλλαγές στην πλοκή που καταστρέφουν το αριστοτεχνικό οικοδόμημα που έχτισε η Πατρίτσια Χάισμιθ. Η Μαρτζ που στο φιλμ παρουσιάζεται μαχητική μέχρι τέλους, στο βιβλίο είναι ευκολόπιστη. Κι αυτή η αφέλειά της είναι το κλειδί που κάνει την ιστορία του βιβλίου να δείχνει πιο αληθοφανής. Και δεν το συζητώ για το τέλος που είναι διαφορετικό από εκείνο του βιβλίου.
Πόσο δικαίωμα έχει όμως ένας δημιουργός να αλλάζει, μετατρέποντας ένα άρτιο μυθιστόρημα σε σενάριο, τόσα πολλά πράγματα; Βοηθάει το βιβλίο, σε περίπτωση που ο θεατής δεν το έχει διαβάσει πριν δει την ταινία και θέλει να το κάνει; Ή μήπως τελικά αλλοιώνει τόσο τους χαρακτήρες που στο τέλος χάνεται το πιο βαθύ μήνυμα του βιβλίου;

Υ.Γ.1 Τα υπόλοιπα μυθιστορήματα της ίδιας σειράς, Το Παιχνίδι του Ρίπλεϊ, Ο Ρίπλεϊ κάτω από το χώμα, Το αγόρι που ακολουθούσε τον Ρίπλεϊ, Ο Ρίπλεϊ σε βαθιά νερά, κυκλοφορούν όλα από τις εκδόσεις Άγρα.


Υ.Γ.2: Λένε ότι ο Αλέν Ντελόν ήταν αξεπέραστος ως Ρίπλεϊ στην πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου (Purple Noon, 1960). Δεν το έχω δει, δεν ξέρω. Τους πιστεύω όμως, παρόλο που και ο Ματ Ντέιμον μού φάνηκε εξαιρετικός.

Υ.Γ.3: Δεν υπάρχουν δικαιολογίες, είχα απλώς ξεχαστεί εκεί Bέξω. Χαίρομαι πολύ που σας ξαναβρίσκω! :-)