Από τα Μακεδόνικα ακούγονται κάθε τόσο μοιρολόγια. Τους έρχονταν τα μαντάτα από το 
Γράμμο, το Βίτσι. Οι μανάδες μας κοιτάζονταν αμίλητες, κούναγαν το κεφάλι.
 Μαζεύουνε τα παιδιά. Θα μας στείλουν αλλού, χώρια απ' τους δικούς μας. Οι Μακεδόνισσες τα 'δωσαν τα δικά τους. Έκλαιγαν, τα φιλούσανε, δεν είπανε όχι. Οι δικές μας αγρίεψαν. Έσκουζαν, καταριόντανε, μας έσφιγγαν πάνω τους, μια δυο πέσανε στους υπεύθυνους με τα νύχια, βάλαμε κι εμείς τα κλάματα, μας αφήσανε. Πήραν τα μεγαλύτερα, από δέκα και πάνω. 
Μας φορτώνουν σε μεγάλα καμιόνια. Μετά στο βαπόρι, ένα πολωνέζικο φορτηγό, είπανε. Μας ανεβάζουν με βίντσι και τρέμουμε, κάποιος πέφτει στη θάλασσα. 
Κατεβάζουν το φαγητό με αλυσίδες, είμαστε μέσα στο αμπάρι πατείς με πατώ σε. Δεν μας αφήνουν να ξεμυτίσουμε. Ανέβηκε ο πάππους μια μέρα στο κατάστρωμα, περνούσε ένα βαπόρι, "Πέσε κάτω" του λένε, δεν έπεφτε, τον κατέβασαν με τη βία.

Η Μητριά Πατρίδα του Μιχάλη Γκανά (εκδόσεις Μελάνι) είναι ένα αφήγημα-ποίημα για την ξενιτιά. Για εκείνους που φεύγουν αναζητώντας όσα θα έπρεπε να είναι αυτονόητα, αλλά κυρίως τη δυνατότητα να μπορούν να ελπίζουν σε ένα καλύτερο μέλλον. Για τους δικούς μας που από τη μια μέρα στην άλλη γίνονται μια διεύθυνση μακρινή σε κάποια χώρα ξένη.

Το διάβασα μέσα σε δύο ώρες, σε μια αυλή της Αθήνας. Παραμονές των δεύτερων εκλογών. Με τη Χρυσή Αυγή να γιγαντώνεται κυνηγώντας μετανάστες. Το διάβασα και θυμήθηκα: εκείνα τα γράμματα στο συρτάρι της γιαγιάς μου που της έστελνε ο γιος της από την Αφρική. Έφυγε στα 25 και γύρισε στα 50. Ξένος ανάμεσα σε ξένους. Μια ζωή. Θυμήθηκα τις περιγραφές του άλλου μου παππού που, από την Κατοχή, τότε που άφησαν πίσω τους τα πάντα και αναγκάστηκαν να γίνουν εσωτερικοί μετανάστες, στοιβαγμένοι σε καΐκια έφευγαν από το νησί τους γιατί δεν μπορούσαν πια να ταΐσουν τα παιδιά τους.

Πόσο μακριά όλα αυτά; Και πόσο κοντά; Ένα γύρισμα της τύχης κι από ντόπιος γίνεσαι ξένος. Από εκεί που κυνηγάς άλλους εδώ μην μπουν στο σπίτι σου, σε κυνηγούν αλλού και σε διώκουν γιατί είχες την ατυχία να πρέπει να φύγεις από την πατρίδα σου για να επιβιώσεις.
Σε μια χώρα με τέτοια ιστορία στη μετανάστευση, με τόσες παλιές φωτογραφίες στα σαλόνια των γιαγιάδων με θείους που δεν γνωρίσαμε ποτέ, πώς είναι δυνατόν να στοχοποιούμε τους μετανάστες; Να δίνουμε δύναμη σε κάποιον που βαφτίζει λαθραίους τους ανθρώπους και τους κυνηγά με τσεκούρια στις πλατείες και τους χτυπά με σιδηρογροθιές στο μετρό;

Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Μιχάλη Γκανά απλά περιγράφει τα ζορια που μόνο στις λέξεις μπορούν να δικαιωθούν. Τραύματα που μονάχα η ποίηση μπορεί να επουλώσει. Ήρωες του αφηγήματος μια μάνα με τα παιδιά της κι ένας παππούς που αναγκάζονται στα χρόνια του εμφυλίου να φύγουν από την πατρίδα γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Περνούν τα σύνορα και πηγαίνουν στο χωριό Μπελογιάννης της Ουγγαρίας. Εκεί μένουν μέχρι το 1954.

Μεσημέρι, η μυρουδιά της ρίγανης. Ολούθε βουνά, ρείκια, ξερό χορτάρι. Είμαι στο ποτάμι με τ' άλλα παιδιά, κολυμπάμε. Μετά πηγαίνουμε χαμηλότερα για νερόφιδα και καβούρια, ως τη ρηχή σπηλιά με τα πετροχελίδονα, εκεί που σμίγουνε δυο ποτάμια. Ακούγονται κρωξιές από μεγάλα πουλιά, οι πέτρες καίνε. Η φωνή μιας γυναίκας μακρινή. «Χρυσάνθη...» Τα παιδιά όλα μαζί «Χρυσάνθη...» Ένα φτερό αγγίζει τα σπλάχνα μου, σαν να γυρίζει αδράχτι γνέθοντας ψιλή μαύρη κλωστή.
Το βράδυ τυλίγονται στο κορμί μου τα νερά, που μέσα τους κολύμπησα. Σκοτεινά, γεμάτα πέτρες γλιστερές, βατράχια και νερόφιδα. Τ' όνομα της Χρυσάνθης βουλιάζει, σαν γυάλινο μάτι. Είναι θαμμένη στην Ουγγαρία. Σ' ένα μικρό κοιμητήριο γεμάτο λουλούδια. Τότε που πήγαμε εκδρομή με το σχολείο δεν το 'ξερα. Κάποιο παιδί διάβασε τ' όνομά της και μου ΄δειξε τον τάφο. Πήγα στο σπίτι και τους το 'λεγα το βράδυ, με πήραν άξαφνα τα κλάματα.

Όταν επιστρέφουν στην Ελλάδα ζουν σε μια πατρίδα που δεν είναι πια μάνα, αλλά μητριά, αφού ακόμα κι εδώ όπου γεννήθηκαν αντιμετωπίζονται ως μετανάστες για δεύτερη φορά.

Απόγευμα στη Γουμενίτσα, δεν έπιανε το βαπόρι, μας βγάλανε με βάρκες. Πολλοί φιλάνε το χώμα, κάποιος ανέβηκε σ΄ένα τεπόζιτο κι έβγαζε λόγο. Κλάματα, φωνές, αγκαλιάσματα. Βρήκαμε τον πατέρα. Κλαίγανε η μάνα κι αυτός, εγώ δεν μπορούσα να κλάψω. Μας πήγε σ΄ένα καφενείο, το 'χε συγγενής μας, ήταν πολλοί εκεί, μας κέρναγαν λουκούμια. «Μια χαρά είστε» μας λέγανε, «γεροί, καλοντυμένοι». Λες και δεν λάβαιναν φωτογραφίες.