Για πολλά χρόνια ονειρευόμουν μια ζωή σαν αυτή που περιγράφει ο Θoρώ στο μυθιστόρημά του Walden ή Η ζωή στο δάσος. Μια τέλεια απομόνωση μέσα στη φύση. Ένα ήσυχο αγροτόσπιτο γεμάτο βιβλία, φρέσκα φρούτα και λαχανικά στα καλάθια, ένα σκουριασμένο μεταλλικό κρεβάτι στην αυλή κάτω από την ασπρισμένη μουριά, δυο τρία σκυλιά και λασπωμένες γαλότσες στο κατώφλι. Μια ζωή δηλαδή μοιρασμένη στο μποστάνι και τις λέξεις.

Η ποίηση και πολύ περισσότερο η λογοτεχνία μού πρόσφεραν απλόχερα τέτοια ταξίδια. Ωραιοποίησαν ακόμα περισσότερο τη φαντασίωση, πολλές φορές -κακά τα ψέματα- έδωσαν άλλοθι στην πλήξη μου να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα, κι άλλες φορές -γι αυτό ευγνωμονώ τα βιβλία- με προστάτεψαν από την υστερία μιας επιφανειακής ζωής που στα χρόνια της ανάπτυξης ήταν σχεδόν μονόδρομος.

Έζησα λίγο ή πολύ τη ζωή μου, μέχρι τώρα, πλάι στα βιβλία. Δεν σταμάτησα να διαβάζω ποτέ. Ήταν η ισορροπία μου. Ο τρόπος να βάζω φρένο σε όσα δεν μου άρεσαν. Ένα μέρος για να κρύβω τις νευρώσεις μου, να νικώ την κατάθλιψή μου, να απολαμβάνω την ησυχία. Να παίρνω μέσα στην ταχύτητα της πόλης μια γεύση από τη βραδύτητα, τον ρυθμό της απόλαυσης κατά τον Κούντερα.

«Εκείνο που με κατατρύχει είναι η αδιαφορία. Αδυνατώ να ασχοληθώ με τους ανθρώπους. Ή μάλλον, δεν θέλω. Γιατί αποφεύγω, επιμελώς, κάθε περίσταση που θα απαιτούσε να ασχοληθώ μαζί τους. Ένα αναγκαίο στάδιο της θεραπείας είναι να αποδέχεται κανείς όλες αυτές τις περιστάσεις, ακόμη και να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να δημιουργήσει τέτοιες. Η αδιαφορία είναι μια μορφή οκνηρίας. Γιατί μπορεί κάποιος να δουλεύει σκληρά, όπως έκανα ανέκαθεν κι εγώ, κι ωστόσο να κυλιέται στη νωθρότητα, να είναι εργατικός όσον αφορά τη δουλειά του, αλλά σκανδαλωδώς τεμπέλης απέναντι σε οτιδήποτε άλλο».

Όταν έσκασε η κρίση και η ζωή μου άλλαξε, η δουλειά έγινε πολύ πιο δύσκολη και η καθημερινότητα πιο απαιτητική. Οι προτεραιότητες και τα δεδομένα ανατράπηκαν. Η πόλη έγινε λίγο επαρχία, οι άνθρωποι πιο ουσιαστικοί. Ξαφνικά άρχισα να έχω την ανάγκη να επικοινωνώ, όχι να απομονώνομαι. Έφτιαξα αυτό το blog, ξανοίχτηκα σχετικά από τον κλειστό μου κύκλο σε αγνώστους, οικείους ξένους με τους οποίους πολλές φορές έχω περισσότερα κοινά θέματα συζήτησης από ανθρώπους που λες “ξέρω καλά”, συμμετείχα σε ομάδες γυρίζοντας όλη την πόλη με το ποδήλατο, γράφτηκα σε λέσχες, άρχισα να ακούω τους άλλους. Με μια λέξη: Ενηλικιώθηκα. Ενδιαφέρθηκα πραγματικά.

«Με ρώτησε αν ήμουν ευτυχισμένος. Είπα ναι – μολονότι δεν ήξερα εάν η ευτυχία ήταν η κατάλληλη λέξη. Πιο ουσιαστικός, πιο πλήρης, με περισσότερο ενδιαφέρον για τα πράγματα, με μεγαλύτερη επίγνωση».

Διαβάζοντας τον Τυφλό Λυτρωτή του Άλντους Χάξλεϋ (εκδ. Scripta, σε εξαιρετική μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου) ένιωσα πολλές φορές σαν να κρυφοκοίταζα τη ζωή μου. Ζορίστηκα σε κάποια κεφάλαια, είναι αλήθεια. Ταυτίστηκα δυστυχώς με τον Άντονι. Και λέω δυστυχώς γιατί ο ήρωας του Χάξλεϋ είναι ένα τοξικό -κατά βάση δειλό- πλάσμα που έβαλε ασπίδα και αντί να βγει στη ζωή, περιχαρακώθηκε σε έναν κόσμο ιδεών, γεμάτο βιβλία. Μια τέλεια απομόνωση στην καρδιά του Λονδίνου. Το μυθιστόρημα αφηγείται την πορεία ενηλικίωσης ενός παιδιού που σε πολύ μικρή ηλικία χάνει τη μητέρα του και θωρακίζεται με έναν εστέτ κυνισμό απέναντι στην πραγματικότητα. Την ιστορία ενός γέρου κάτω των τριάντα που όπως ο Μπέντζαμιν Μπάτον γίνεται όλο και πιο νέος, ανάλαφρος, μεγαλώνοντας.

«Αν συμπεριφέρεσαι σαν γέρος, το σώμα σου θα συμπεριφέρεται σαν σώμα γέρου, θα σκέφτεσαι και θα αισθάνεσαι γέρος».

Αλαζόνας, σνομπ, ειρωνικός, επιθετικός, αντικοινωνικός, αφιερώνεται με εμμονική προσήλωση στα βιβλία του και αντιμετωπίζει με προχειρότητα τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρέφεται. Αδιαφορεί για όσα εκείνοι σκέφτονται, τους ακούει μόνο για να επιβεβαιώσει τις δικές του απόψεις, και άρα χάνει τη μαγεία που έχει πάντα να σου δώσει ο άλλος αν σταματήσεις να τον βλέπεις αποκλειστικά και μόνο μέσα από τα δικά σου φίλτρα. Ο Άντονι πληγώνει τους γύρω του, είτε αδιαφορώντας επί της ουσίας γι αυτούς είτε παίζοντας με τα αισθήματά τους για να ικανοποιήσει τις νευρώσεις του. Φτάνοντας στη μέση ηλικία συμφιλιώνεται με τα παιδικά του τραύματα και ανακαλύπτει επώδυνα και μέσα από ένα τραγικό λάθος ότι η άρνησή του να ζήσει δεν ήταν πνευματική υπεροχή αλλά αδυναμία.

«Εσένα σε κακομεταχειρίστηκαν;» τη ρώτησε.
Η Μαίρη Άμπερλεϊ ένευσε. «Φρικτά. Λίγα παιδιά αγαπήθηκαν όσο εγώ. Κυριολεκτικά μού άλλαξαν τα φώτα στην αγάπη. Με έκαναν πνευματικά ανάπηρη. Μου πήρε χρόνια μέχρι να ξεπεράσω τη παραμόρφωση».

Η αφήγηση της ιστορίας δεν είναι γραμμική, ο Χάξλεϋ πηγαίνει μπρος πίσω, περιγράφοντας διάσπαρτα γεγονότα από τη ζωή του ήρωά του. Από το 1933 βρισκόμαστε στο 1926, από εκεί στο 1934, μετά πίσω στο 1902 και πάει λέγοντας. Κοινό σημείο αναφοράς τους είναι ο ίδιος ο Άντονι και οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του: οι ερωμένες του (μητέρα και κόρη), ο παιδικός του φίλος και το κορίτσι του, ο πατέρας του και γενικότερα ο αριστοκρατικός κοινωνικός κύκλος του ήρωα, άνθρωποι που περνούν τη ζωή τους σε κοσμικά πάρτι, απολαμβάνοντας την ανεμελιά της καθημερινότητας ανάμεσα σε δύο πολέμους. Πρόκειται για σπασμένες εικόνες που φωτίζουν το χαρακτήρα του Άντονι, όπως «σπασμένες» είναι και οι αναμνήσεις ενός ανθρώπου που κάνει μια αναδρομή της πορείας του. Ανάμεσα στα γεγονότα αυτά παρεμβάλλονται κάποια δοκιμιακού χαρακτήρα σύντομα κεφάλαια με τις απόψεις του Άντονι (και φυσικά τις σκέψεις του ίδιου του συγγραφέα) που έχουν σχέση με τη φιλοσοφία, τη θρησκεία, τη βία στην πολιτική, την ποίηση και κατά βάση με τον Πασιφισμό, στο κίνημα του οποίου ο ίδιος ο Χάξλεϋ προσχώρησε το Νοέμβριο του 1936.

Ο Άντονι, ανακαλύπτει αργά την αληθινή ζωή και αποδέχεται σαν άλλος Λύκος της Στέπας τις χίλιες δυο διαφορετικές πτυχές του και τις άπειρες δυνατότητες που προσφέρει η αληθινή ζωή σε έναν απολύτως συνειδητό άνθρωπο.

«Ε, εγώ δεν εκτιμώ την προσήλωση σε έναν σκοπό αποκλειστικά. Εγώ εκτιμώ την πολλαπλότητα. Θεωρώ καθήκον του καθενός να αναπτύσσει όλες του τις δυνατότητες – όλες ανεξαιρέτως. Όχι να μένει βλακωδώς προσκολλημένος σε μία. Προσήλωση!» επανέλαβε. «Προσήλωση έχουν τα μύδια. Προσήλωση έχουν τα μυρμήγκια».

Υ.Γ. Όλα τα αποσπάσματα που παρατίθενται στο κείμενο είναι από τον Τυφλό Λυτρωτή.