Μέρες πριν είδα την ταινία Little Ashes του Πολ Μόρισον. Λόρκα, Νταλί, Μπουνιουέλ. Έτος 1919. Mια παρέα στη Φοιτητική Κατοικία του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, παιδιά που ούτε καν μπορούσαν να φανταστούν το μύθο που θα δημιουργούσαν, το πόσο θα χάραζαν την ιστορία της τέχνης. Ωραία ταινία, ατμοσφαιρική, αν και σε ορισμένα σημεία κάπως αμήχανη, τουλάχιστον ως προς την ερμηνεία του Ρόμπερτ Πάτινσον. Πώς να αναμετρηθείς με τον Σαλβαδόρ Νταλί χωρίς σε καταπιεί; Αντίθετα ο Χαβιέ Μπελτράν που υποδυόταν τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα ήταν εκπληκτικός!
Η σκηνή της εκτέλεσης του Λόρκα από τους φασίστες ήταν συγκλονιστική. Η ντουφεκιά, η πτώση, το πλάνο με το αγριολούλουδο, η εικόνα που ολοένα και θόλωνε καθώς ερχόταν το τέλος. Η ζωή και ο θάνατος, ένα λουλούδι μέσα από τα μάτια του προδομένου ποιητή.
Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, στην λαίλαπα του ισπανικού εμφυλίου.
Ένα πρωί, στις 19 Αυγούστου του 1936 μια χούφτα παρανοϊκοί, φασίστες Φρανκιστές, τον εκτέλεσαν σε έναν ελαιώνα, στην περιοχή της Γρανάδα. Ήταν 38 ετών. Κανείς ποτέ δεν έμαθε που τάφηκε. Πέθανε γιατί ήταν διαφορετικός. Γιατί δεν έμοιαζε με τους άλλους. Πέθανε γιατί κάποιοι έβαλαν στην ίδια ζυγαριά την ιδεολογία που τους τύφλωνε, με τη ζωή την ανεκτίμητη και μεθυσμένοι από τη κίβδηλη δύναμη που προσφέρει η βία νόμισαν ότι είχαν το δικαίωμα να αποφασίσουν ποιος είναι για ζωή και ποιος για θάνατο. Και πάτησαν τη σκανδάλη. Ο άντρας που έγραψε τη Γέρμα και το Ματωμένο Γάμο, έπεσε πρώτα στα γόνατα, λύγισε μα δεν έσπασε, έφυγε για να αφήσει τον ποιητή να ζήσει για πάντα. Μέσα από τις λέξεις. Τους την έσκασε. Αυτό που προσπάθησαν να ορίσουν με τη βία, τους ξέφυγε. Αυτό που νόμιζαν πως θα εκμηδενίσουν με τα όπλα, γιγαντώθηκε. Κι έζησε, τους νίκησε για πάντα.
Αργά τη νύχτα, ώρες αφότου είχα δει την ταινία, ασφαλής στα λευκά μου σεντόνια, στο ημίφως του δωματίου, θυμήθηκα. Το πένθος. Σκόρπιες φράσεις, από το Ματωμένο Γάμο: Τις κραυγές της μάνας. Την απόγνωση της ερωτευμένης γυναίκας: «Ακόμα και με όλα τα παιδιά του γιου σου πιασμένα στα μαλλιά μου και πάλι θα 'φευγα».
Μέσα στη νύχτα, ακόμα ασφαλής, θυμήθηκα κι ένα μικρό βιβλιαράκι του Μωρίς Μπλανσό: «Η Τρέλα της Ημέρας», από τις εκδόσεις Άγρα. Το είχα διαβάσει πολύ παλιά, μα η βία, το τουφέκι, αυτός ο παράλογος ήχος από το κλείστρο του όπλου, το λουλούδι μετά στα μάτια του ποιητή, το ξετρύπωσαν από τη μνήμη και το ανέσυραν:
«Λίγο αργότερα, ξέσπασε η τρέλα του κόσμου. Μ' έστησαν στον τοίχο όπως και πολλούς άλλους. Γιατί; Χωρίς λόγο. Τα τουφέκια δεν έριξαν. Είπα με το νου μου: Θεέ, τι κάνεις; Τότε, έπαψα να είμαι άφρων. Ο κόσμος κλυδωνίστηκε, έπειτα βρήκε πάλι την ισορροπία του».
Άσχετη φράση, κι όμως σχετική. Για τον παραλογισμό αυτού του κόσμου. Για την τρέλα που φέρνει βία. Φράση που θυμήθηκα ξαφνικά. Γιατί έτσι είναι τα βιβλία, τα διαβάζεις και δεν καταλαβαίνεις πόσο βαθιά πάνε και τρυπώνουν. Λέξεις που εισβάλουν μέσα σου και κρύβονται σε κάποια γωνιά της μνήμης. Φράσεις, ξόρκια που τα ψελλίζεις με τη μέσα σου φωνή διαβάζοντας και μετά τα ξεχνάς, τα προδίδεις. Για να τα θυμηθείς κάποια στιγμή, έτσι, χωρίς λόγο, και να έρθουν να κουμπώσουν στο μυαλό σου, να δέσουν με την πραγματικότητα, να γίνουν ένα με τις σκέψεις σου.
Άναψα το φως, σηκώθηκα, ανασφαλής πλέον, ανήσυχος και διπλοκλειδωμένος, έψαξα στη βιβλιοθήκη να βρω το μικρό βιβλιαράκι που μιλά για το παράλογο που σκάει ξαφνικά και σε ξαφνιάζει, σαν να σου σπάνε γυαλιά μπροστά στα μάτια:
«Η ζωή μου είναι καλύτερη άραγε από των άλλων; Μπορεί. Στέγη έχω, πολλοί δεν έχουν. Δεν είμαι λεπρός, δεν είμαι τυφλός, βλέπω τον κόσμο, μια αφάνταστη ευδαιμονία. Τη βλέπω αυτή την ημέρα, πέρα απ' αυτήν τίποτα δεν υπάρχει. Αυτό, ποιος θα μπορούσε να μου το στερήσει; Κι όταν αυτή η ημέρα θα χαθεί, θα χαθώ μαζί της – η σκέψη, η βεβαιότητα αυτή με συναρπάζει.
Ανθρώπους αγάπησα, κι αυτούς έχασα. Όταν με βρήκε το κακό, πήγα να τρελαθώ, γιατί είναι μια κόλαση αυτό. Την τρέλα μου όμως δεν την είδε ανθρώπου μάτι, η παραφροσύνη μου δεν έβγαινε στο φως, τρελή ήταν μόνον η μέσα ζωή μου. Φορές-φορές, μ' έπιανε μια λύσσα. Μου έλεγαν: γιατί είσαι τόσο ήρεμος; Εγώ όμως, από πάνω μέχρι κάτω καιγόμουν, τη νύχτα έτρεχα στους δρόμους κι έβγαζα ουρλιαχτά. Τη μέρα, εργαζόμουν ήμερα. (...) Δεν είμαι δειλός, δέχτηκα χτυπήματα. Κάποιος (ένας εξαγριωμένος) πήρε το χέρι μου και κάρφωσε εκεί το μαχαίρι του. Τι αίμα! Μετά, άρχισε να τρέμει. Μου πρόσφερε το χέρι του για να το καρφώσω στο τραπέζι ή στην πόρτα. Ο άνθρωπος, ένας τρελός, πίστευε πως είχε γίνει φίλος μου επειδή με είχε μαχαιρώσει. Μου έδινε τη γυναίκα του. Έτρεχε ξοπίσω μου στον δρόμο κραυγάζοντας “Είμαι καταραμένος, έρμαιο ανήθικου παραληρήματος, τ' ομολογώ”. Ένας αλλόκοτος τρελός. Εν τω μεταξύ, το αίμα έτρεχε πάνω στο μοναδικό κοστούμι μου».

Υ.Γ. Η βία είναι πάντα η ίδια. Απ' όπου κι αν προέρχεται, όπου κι αν βασίζεται για να βρει άλλοθι. Η βία είναι πάντα ένοχη. Εξωφρενικά παράλογη. Κι αυτοί που την ασκούν, σε όποιο όνομα κι αν ακούν, σε όποια ομάδα κι αν ψάχνουν να βρουν συνενοχή, σε όποια ιδεολογία κι αν σκύβουν ευλαβικά, είναι αδύναμοι. «Γιατί δύναμη και βία είναι πράγματα αντίθετα, όταν η μια επικρατεί απόλυτα, η άλλη απουσιάζει»*.

* Φράση από το δοκίμιο της Χάνα Άρεντ «Περί Βίας» (εκδ. Αλεξάνδρεια).