Πολλά έχουν γραφτεί και ακόμα περισσότερα έχουν ειπωθεί για το φαινόμενο Τζίλιαν Φλιν. Τα βιβλία της παραμένουν για καιρό στην κορυφή της λίστας των αμερικανικών best sellers, ενώ τα κινηματογραφικά στούντιο ήδη έχουν προγραμματίσει τη μεταφορά των ιστοριών της στη μεγάλη οθόνη. Απορώ. Ή μάλλον όχι, δεν απορώ καθόλου, απλά υποκλίνομαι για ακόμη μία φορά στη δύναμη του σωστού μάρκετινγκ.

Προσωπικά, όπως θα καταλάβατε κι από τον τίτλο του ποστ, έχω σβήσει ήδη το ebook, έχω κάνει πλύση στομάχου, έχω κατεβάσει τη Λεοπάρδαλη του Νέσμπο από το ράφι και της ζητάω συγγνώμη και έχω στείλει το Kindle -καλού κακού- για εξορκισμό.

Το Gone Girl (στα ελληνικά: Το Κορίτσι που εξαφανίστηκε, εκδ. Μεταιχμιο, μτφ. Βάσια Τζανακάρη) είναι από τα πιο ανούσια βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ. Οι ήρωες αντιπαθητικοί, η ιστορία εξωφρενική, οι ανατροπές προβλέψιμες και το στυλ γραφής σαν περίληψη σαπουνόπερας σε εβδομαδιαίο τηλεοπτικό περιοδικό. Μια αστυνομική ιστορία η οποία θυμίζει b-movie. Ένα από αυτά τα απίστευτα ταινιάκια που βάζει το Star μετά τις τρεις τη νύχτα, τα οποία παρακολουθείς σαν λοβοτομημένος ως το τέλος, για να δεις μέχρι που μπορεί να φτάσει η κατάντια σου.

Λίγα λόγια για την ιστορία (αλλά λίγα για να μην παρασύρω κανέναν άτυχο και το διαβάσει): Ο Νικ Νταν, ένας απολυμένος δημοσιογράφος που έκανε κριτικές κινηματογράφου σε έντυπο της Νέας Υόρκης, επιστρέφει μαζί με τη σύζυγό του Έιμι, στην πολιτεία που μεγάλωσε, το Μιζούρι. Χτυπημένοι από την οικονομική ύφεση του 2008, βλέπουν το γάμο τους να βαλτώνει. Ένα πρωί ο Νικ επιστρέφει σπίτι και ανακαλύπτει ότι η Έιμι έχει εξαφανιστεί. Οι έρευνες αρχίζουν, ολόκληρη η Αμερική γεμίζει με φωτογραφίες της αγνοούμενης, τα κανάλια ακολουθούν το σύντροφό της παντού και η αστυνομία τον υποπτεύεται. Τι έχει συμβεί στην Έιμι; Και γιατί ο Νικ είναι τόσο απαθής;

Πολλές φορές φλέρταρα έντονα με την ιδέα να παρατήσω το βιβλίο, αλλά δεν το έκανα. Συνέχισα να το διαβάζω, ελπίζοντας ότι στη συνέχεια θα στρώσει. Γινόταν όλο και χειρότερο. Η πλοκή είναι γεμάτη αντιφάσεις, οι ήρωές της Φλιν είναι καρικατούρες και το τρίτο μέρος μοιάζει λες και γράφτηκε στο πόδι. Φτηνό χιούμορ, τηλεοπτική αισθητική, βαρετές ατάκες και ακατάσχετη φλυαρία. Η Τζίλιαν Φλιν την πάτησε κανονικά: τα κοινωνικά σχόλια που αποπειράθηκε να κάνει για την οικονομική κρίση την εξέθεσαν φρικτά. Μοιάζει με μικρομέγαλο που πετάγεται στις συζητήσεις των μεγάλων για να αναμασήσει τα κλισέ που άκουσε το μεσημέρι στην εκπομπή της Όπρα Γουίνφρι. Κι αυτά, τα μεταφέρει μπερδεμένα.

Υ.Γ. Δεν ξέρω πως είναι τα υπόλοιπα βιβλία της. Και δεν έχω καμία διάθεση να μάθω. Ποτέ.  

Διαβάζεις κάτι τούβλα με 800+ σελίδες και ...τρέχουν σαν το νερό. Και πιάνεις κάτι μικρά των τριακοσίων και δεν προχωρούν με τίποτα. Το μυθιστόρημα Η κούφια βελόνα από τη σειρά Αρσέν Λουπέν του Μωρίς Λεμπλάν (εκδ. Άγρα) ήταν μια άσκηση πειθαρχίας. Βαρέθηκα φρικτά. Τόσο που προτιμούσα να χαζεύω άσκοπα στο internet, να παίζω με τις πέτρες στην παραλία ή να διαβάζω στα κρυφά διάφορα διηγήματα της Αγκάθα Κρίστι.

Στις τελευταίες 80 σελίδες δεν έβλεπα την ώρα να αρχίσω ένα page-turner (π.χ. ένας Νέσμπο πάντα σώζει τις καταστάσεις). Όχι πως Η κούφια βελόνα δεν έχει καλή πλοκή, αντιθέτως, διαρκώς συμβαίνουν πράγματα, ψιλοανατροπές, όμως δεν είναι αυτό που λέμε: ένα νουάρ μυθιστόρημα εποχής που σου κόβει την ανάσα, όπως οι ατμοσφαιρικές ιστορίες του Σέρλοκ Χολμς.

Η αθωότητα του Ισίδωρου Μπωτρελέ σου δίνει στα νεύρα, ο Αρσέν Λουπέν είναι πιο γραφικός κι από χωριό της γαλλικής εξοχής, ενώ οι περιγραφές των «ξεπεσμένων αρχοντικών και πύργων» που μου έκαναν κλικ στο οπισθόφυλλο δεν είναι τόσο ωραίες ώστε να σε βάλουν μέσα στο σκηνικό. Βεβαίως το βιβλίο έχει «κάτι». Αυτή την ατμόσφαιρα των αστυνομικών μυθιστορημάτων των αρχών του περασμένου αιώνα.

Η ιστορία για κάποιον που θέλει να δοκιμάσει την τύχη του έχει ως εξής: Ένας διαρρήκτης μποβ βιβέρ και η ομάδα κακοποιών του μπαίνουν μέσα στην άγρια νύχτα στον πύργο του κόμη ντε Ζεβρ. Από εκεί κλέβουν τέσσερις πίνακες του Ρούμπενς και τους αντικαθιστούν με πλαστούς. Η ανιψιά του κόμη πυροβολεί από το παράθυρο του σαλονιού τον Αρσέν Λουπέν που προσπαθεί να διαφύγει. Λίγο μετά εκείνη εξαφανίζεται και το πτώμα της βρίσκεται ύστερα από μέρες σε ένα ποτάμι. Το κεφάλι της είναι τόσο παραμορφωμένο που δεν αναγνωρίζεται. Ο ερασιτέχνης ντετέκτιβ Ισίδωρος Μπωτρελέ, υποδυόμενος τον δημοσιογράφο, αναλαμβάνει δράση και με τις έρευνές του αποκαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου όπως φαίνονται...

Πίσω από την κλοπή των έργων τέχνης κρύβεται το σχέδιο του Αρσέν Λουπέν να αποκτήσει το μυστικό της Κούφιας Βελόνας (για είκοσι αιώνες περνούσε από χέρι σε χέρι σε αυτοκράτορες και βασιλείς: από τον Ιούλιο Καίσαρα μέχρι τον Λουδοβίκο τον 14ο) και όλων εκείνων των στοιχείων που θα τον βοηθήσουν να «ξεκλειδώσει» έναν αμύθητο θησαυρό.

Υ.Γ. Με τούτα και μ΄εκείνα βρέθηκα να διαβάζω το Gone Girl της Τζίλιαν Φλιν (στα ελληνικά Το κορίτσι που εξαφανίστηκε, εκδ. Μεταίχμιο). Ήμουν ανάμεσα στο The Killing (το βιβλίο που βασίστηκε στη δανέζικη σειρά) και στη Λεοπάρδαλη του Νέσμπο, όμως τελικά νίκησε η Αμερικανίδα σεναριογράφος για την οποία λέγονται και γράφονται πολλά.

Υ.Γ. Όλες οι φωτογραφίες είναι από το δάσος της Στροφυλιάς, την παραλία Καλόγρια και το χωριό Γιανισκάρι στο νομό Αχαΐας.



Υπάρχουν μερικά βιβλία που δεν θες να τελειώσουν. Τα διαβάζεις και ταξιδεύεις. Δένεσαι με τους ήρωες, κατανοείς τα ελαττώματά τους, μοιράζεσαι τις αγωνίες τους, ερωτεύεσαι μαζί τους, ποθείς, ζηλεύεις, μεθάς από τη σαμπάνια τους, γεύεσαι τον καπνό του τσιγάρου τους μετά από μια νύχτα γεμάτη απολαύσεις. Οι Μέρες Αλεξάνδρειας του Δημήτρη Στεφανάκη (εκδ. Ψυχογιός) είναι ένα από αυτά τα βιβλία. Ένα καλογραμμένο, χορταστικό μυθιστόρημα που αποτυπώνει μια ολόκληρη εποχή, τη ζωή στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια από τις αρχές μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα. Σε 724 σελίδες, ο συγγραφέας καταφέρνει να διηγηθεί την ιστορία μιας οικογένειας Ελλήνων καπνοβιομηχάνων. Ο αυτοδημιούργητος Αντώνης Χάραμης, η αριστοκρατική μα κλεπτομανής σύζυγός του Δάφνη και τα δυο τους παιδιά, ο Κωστής που θα διαδεχτεί τον πατέρα και ο Μάχος ο οποίος θα μπλέξει στα γρανάζια της χιτλερικής Γερμανίας. Γύρω τους ένα γαϊτανάκι από ανθρώπους που μπαινοβγαίνουν στη ζωή τους και ορίζουν τη μοίρα τους. Οι σημαντικότεροι είναι δύο: ο Λιβανέζος Ελιάς Χούρι, ένας μπον βιβέρ που κινεί τα νήματα στον επιχειρηματικό κόσμο της πόλης και χρωστά την εξουσία του στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, αλλά και η Γαλλοελβετίδα Υβέτ Σαντόν -η μετρέσα του Αντώνη- μια υπέρκομψη γυναίκα που ισορροπεί μεταξύ της καλής κοινωνίας και του αλεξανδρινού υποκόσμου. Οι δυο τους απολαμβάνουν μια κοσμοπολίτικη ζωή, είναι μέλη στις πιο chic λέσχες της πόλης και κάνουν λαμπερές εμφανίσεις στις δεξιώσεις της καλής κοινωνίας. Παράλληλα διοικούν κρυφά έναν πολυτελή οίκο ανοχής σε μια μεγαλοπρεπή βίλα πλάι στη θάλασσα. Από εκεί περνούν οι πιο ισχυροί άνθρωποι της Αλεξάνδρειας για να απολαύσουν την εξωτική ομορφιά δύο κοριτσιών από την Κωνσταντινούπολη.

Έρωτας, σκάνδαλα, πολιτική, κατασκοπεία, εμπορικές συμφωνίες και στο φόντο η ιστορία: οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η μικρασιατική καταστροφή, η ρήξη του βασιλιά Κωνσταντίνου 'Α και του Ελευθέριου Βενιζέλου, η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία και η παρακμή της Αλεξάνδρειας μετά το τέλος του πολέμου. Ο Στεφανάκης αφηγείται τα γεγονότα χωρίς να βαραίνει τον αναγνώστη με λεπτομέρειες και ημερομηνίες. Άλλοτε στέκεται σε ιστορικά συμβάντα και άλλοτε τα προσπερνά με μια σύντομη αναφορά, πάντα όμως τα ενσωματώνει στην καθημερινότητα των ηρώων του. Η επίσκεψη του Βενιζέλου στην Αλεξάνδρεια το 1915 γίνεται η αφορμή για να μιλήσει ο συγγραφέας για την κόντρα μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών (η οποία μεταφέρθηκε από τον Ελλαδικό χώρο στο εργοστάσιο του Αντώνη ή στα μαγαζιά της ελληνικής παροικίας). Ενώ η ζωή των αγοριών της οικογένειας που έχουν πάει στη Γερμανία για σπουδές, τον βοηθά να καταγράψει την άνοδο του ναζισμού.

Η ιστορία του Μάχου, ο οποίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το πατρικό σπίτι και να «εξοριστεί» στο Μόναχο εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Στεφανάκης στο πρόσωπο του δευτερότοκου γιου του καπνοβιομηχάνου Αντώνη Χάραμη, φωτίζει όλες τις αντιφάσεις και την υποκρισία του ναζισμού. Ένας ομοφυλόφιλος άντρας, μετανάστης στη Γερμανία του '30, γιος ενός επιχειρηματία που συνεργάζεται στενά με τους Βρετανούς κι έχει Εβραία νύφη, ανεβαίνει τις βαθμίδες ενός καθεστώτος που κυνηγά ανελέητα τους Εβραίους, τους ομοφυλόφιλους και μάχεται την Αγγλία. Οι επιστολές που έστελνε στη μητέρα του ο Μάχος είναι ενδεικτικές του πως ένα μεγάλο κομμάτι της αριστοκρατίας θαμπώθηκε τότε από τη σκοτεινή γοητεία του Χίτλερ, ο οποίος έκρυβε την φρικιαστική του ατζέντα πίσω από υποσχέσεις για εξυγίανση της διεφθαρμένης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Ωστόσο, όλα τα πρόσωπα επισκιάζονται από την αληθινή ηρωίδα του βιβλίου που δεν είναι άλλη από την ίδια την Αλεξάνδρεια. Μια διπρόσωπη, αισθησιακή πόλη, που αναζητά το φλερτ στα κοσμικά σαλόνια των πιο εντυπωσιακών επαύλεων, αλλά και την ηδονή σε σκοτεινές οκέλες, πάνω στα σκληρά σεντόνια μιας Αιγύπτιας πόρνης. Εδώ η κλασική μουσική που ακούγεται από κατάφυτους κήπους γεμάτους αρχαία αγάλματα στο Καρτιέ Γκρεκ μπλέκεται με τη φωνή του μουεζίνη που καλεί τους πιστούς για προσευχή στον Αλλάχ. Τα καραβάνια της ερήμου διασταυρώνονται με εντυπωσιακές Ρολς Ρόις. Η πνιγηρή αμμοθύελλα που έρχεται από την καυτή έρημο υποχωρεί από το δροσερό βοριαδάκι της Μεσογείου. Η πόλη βομβαρδίζεται το βράδυ από τα ιταλικά μαχητικά του άξονα και το πρωί απολαμβάνει τη θερινή ραστώνη σε χρυσαφένιες αμμουδιές, ενώ η μπάντα στην προκυμαία παίζει τζαζ. Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο με κοσμοπολίτικες περιγραφές, ξενοδοχεία με πολυελαίους και κατάφωτες σάλες, υπέροχα σπίτια και εστιατόρια... Ένας κόσμος που εξαφανίστηκε όταν παρήκμασαν οι ναυτικές αυτοκρατορίες, οι οποίες αποτελούσαν το θεμέλιο του κοσμοπολιτισμού. Όπως κάποια στιγμή λέει εύστοχα ο Λιβανέζος Ελιάς «κανείς μας δεν συμπαθούσε τους Εγγλέζους. Χωρίς αυτούς όμως άνθρωποι σαν κι εμάς δεν θα είχαν καμία τύχη στη Μεσόγειο». Η ομορφιά της Αλεξάνδρειας ξέφτισε όταν η πόλη έφυγε από τη σφαίρα επιρροής της Βρετανίας. Ο εθνικισμός φούντωσε, ο Νάσερ εθνικοποίησε κάθε εργοστάσιο που δεν ανήκε σε Αιγύπτιο και οι άλλοτε πανίσχυρες οικογένειες που δεν είχαν προνοήσει να εγκαταλείψουν την πόλη εγκαίρως έχασαν τα πάντα. Τα παλάτια τους αποδείχτηκε ότι ήταν χτισμένα στην άμμο... 



Πάει καιρός που έχω τελειώσει Το σπίτι του Τεμένους του Κάντερ Αμπντολάχ (εκδ. Καστανιώτη). Δεν ήθελα να γράψω γι' αυτό αμέσως. Το επέλεξα μετά το κόμικ Persepolis της Μαργιάν Σατραπί και ήταν μια απίστευτη έκπληξη. Το ερωτεύθηκα από την πρώτη σελίδα. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό βιβλίο, τόσο καλογραμμένο και συγκλονιστικό που εύκολα θα το έβαζα μέσα σε μια λίστα με τα καλύτερα που έχω διαβάσει ποτέ.

Δεν είναι μονάχα η ιστορία που ο βραβευμένος Ιρανός συγγραφέας, ο οποίος τα τελευταία 23 χρόνια ζει εξόριστος στην Ολλανδία, αφηγείται αριστοτεχνικά, σαν ένα άγριο παραμύθι που σε στοιχειώνει. Είναι οι δυνατοί ήρωες, οι μαγικές περιγραφές των ιρανικών τοπίων και της μυστικιστικής καθημερινότητας σε ένα τέμενος. Ο τυφλός μουεζίνης που φτιάχνει στα υπόγεια κεραμικά δοχεία, ο γιος του που γίνεται κομμουνιστής αντάρτης στα βουνά, οι δύο γιαγιάδες που πλένουν τον άβουλο ιμάμη πριν την προσευχή και εγκαταλείπουν το σπίτι για να πάνε να πεθάνουν στη Μέκκα... Ο επαναστάτης Χαλχάλ που όταν παίρνει την εξουσία σκορπίζει το θάνατο, η Σαύρα, το ανάπηρο παιδί του, η Ζινάτ η οποία έμεινε χήρα κι έγινε δήμιος βασανίζοντας με φανατισμό γυναίκες που δεν φορούσαν σωστά τη μπούργκα. Και πάνω απ' όλους ο Αγάς Τζαν, ο αρχηγός της φαμίλιας και του τεμένους. Ένας ακέραιος, καλός άνθρωπος που βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα. Ένα γέρικο δέντρο που λυγίζει σοφά στον άνεμο για να μην σπάσει. Ο Αγάς Τζαν για μένα συμβολίζει ό,τι καλύτερο κρύβει μέσα του ο άνθρωπος, που όσο κι αν τον τυραννούν οι αντιξοότητες της ζωής, τα άγρια γυρίσματα της ιστορίας, καταφέρνει να λάμψει, να αναστηθεί και να χτίσει από την αρχή όσα οι άλλοι γκρεμίζουν.

Το μυθιστόρημα ουσιαστικά καταγράφει την ιστορία της Ιρανικής Επανάστασης, από τον διωγμό του σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί, το 1979, και την άνοδο του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Ο Κάντερ Αμπντολάχ φωτογραφίζει τη βιαιότητα της επανάστασης και την κυριαρχία ενός θεοκρατικού καθεστώτος, το οποίο εκδίωξε άγρια ακόμα και εκείνους που το στήριξαν για να έρθει στην εξουσία. Η ζωή στο φιλήσυχο τέμενος ανατρέπεται και μέσα στην αυλή του τα μέλη μιας οικογένειας διχάζονται όπως ολόκληρο το Ιράν. Αδερφός καρφώνει αδερφό, μάνα γυρίζει την πλάτη στο παιδί της, συγγενείς γίνονται εχθροί, άνθρωποι που μέχρι χθες έτρωγαν στο ίδιο πιάτο περνούν σε αντίπαλα στρατόπεδα. Παρόλα αυτά δεν είναι ένα βιβλίο για τον φανατισμό, είναι ένα μυθιστόρημα που μιλά με τον πιο ζόρικο τρόπο για την αγάπη. Όχι την ερωτική, αλλά την ανθρώπινη. Αυτή που σηκώνει γέφυρες κι ανοίγει δρόμους, ακόμα κι όταν όλα γύρω σου καταρρέουν.

Είχα καιρό να κλάψω με βιβλίο. Και μου συνέβη στο πιο λάθος μέρος, στη μέση μιας παραλίας γεμάτης κόσμο. Η σκηνή που ο Αγάς Τζαν ψάχνει μέσα στην άγρια νύχτα τάφο για τον εκτελεσμένο γιο του είναι κάτι παραπάνω από συγκλονιστική. Στα χωριά που μεγάλωσε, στη μικρή του πατρίδα, οι συγχωριανοί του τον πετροβολούν, τα σκυλιά αλυχτούν στο πέρασμά του και τον κατατρέχουν. Οι πόρτες κλείνουν για τον άλλοτε πανίσχυρο κι αξιοσέβαστο άντρα και η γη που αγάπησε αρνείται να φιλοξενήσει τον... άτιμο γιο του, ο οποίος εκτελέστηκε ως εχθρός του καθεστώτος και δεν έχει δικαίωμα ούτε στις τιμές της ταφής.

Το τέλος είναι λυτρωτικό και όμορφο σαν την άνοιξη που έρχεται φορτωμένη με άνθη κερασιάς και απίστευτες ευωδιές για να μας κάνει να ξεχάσουμε τις καταιγίδες του χειμώνα. Σαν μια βασανισμένη χώρα που έχει μάθει να επουλώνει τις άσχημες πληγές της, να σηκώνει το κεφάλι ψηλά και να προχωρά με θάρρος προς το αβέβαιο μέλλον της.

Υ.Γ. Το ψευδώνυμο Κάντερ Αμπντολάχ προέκυψε από το συνδυασμό των ονομάτων δυο εκτελεσθέντων Κούρδων φίλων του. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε μία ενδιαφέρουσα συνέντευξη που παραχώρησε ο συγγραφέας στην εφημερίδα Το Βήμα.