Ποιος είναι ο μυστηριώδης τύπος με το λευκό κοστούμι που πίνει σαμπάνια στη βιβλιοθήκη, ενώ έξω, στους γαλάζιους κήπους της τεράστιας βίλας του μεθά με δροσερά κοκτέιλς όλη η αριστοκρατία της Νέας Υόρκης; Κανείς δεν ξέρει. Είναι πρώην κατάσκοπος των Γερμανών, πράκτορας, λαθρέμπορος, νονός της μαφίας με ματωμένα χρήματα ή απλώς ένας άντρας που έχασε για πάντα εκείνη που αγαπούσε; Ένας βαθιά πληγωμένος άνθρωπος που αρνείται να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα και προσπαθεί απεγνωσμένα να χτίσει τον κόσμο ξανά ή ένα κακομαθημένο παιδί που δεν θα μεγαλώσει ποτέ και αδυνατεί να αποδεχτεί την ήττα του;
Ο Γκάτσμπυ γνώρισε την Νταίζη όταν ήταν φτωχός. Τίποτα στον αέρα του δεν πρόδιδε την ταπεινή καταγωγή του. Όταν εκείνος έφυγε για τον πόλεμο, ορκίστηκε μέσα του να γίνει πλούσιος, για να είναι αντάξιος της Νταίζη. Και τα κατάφερε. Επινόησε τον ...εαυτό του: ένα νεόπλουτο κοσμοπολίτη με ιδιαίτερο στυλ, τις ρίζες του οποίου όλοι αγνοούσαν. Ο κόσμος πήγαινε στα πάρτυ του μα δεν ήξερε ποιος πραγματικά ήταν κι από πού προερχόταν η περιουσία του. Φήμες ακολουθούσαν το όνομά του: Καθένας έλεγε για εκείνον ό,τι ήθελε, έτσι που η πραγματικότητα είχε για τα καλά κρυφτεί μέσα σε ένα σύννεφο από παρερμηνείες. Το μόνο που ενδιέφερε τον Γκάτσμπυ ήταν η αγάπη της Νταίζη. Εκείνη όμως είχε παντρευτεί ήδη τον Τομ Μπιουκάναν, έναν αλαζονικό, πλούσιο, νεαρό πολίστα, κι είχαν μαζί ένα παιδί.

«Δεν μπορείς να φέρεις πίσω το παρελθόν» τόλμησα να πω.
«Να φέρεις πίσω το παρελθόν;» φώναξε εκείνος δύσπιστα. «Μπορείς και παραμπορείς μάλιστα!».
Κοίταξε γύρω του άγρια, σάμπως το παρελθόν να παραμόνευε εκεί, μες στη σκιά του σπιτιού του – έτσι ν' άπλωνε το χέρι του, θα 'το φτανε.
«Θα φτιάξω τα πάντα ακριβώς όπως ήταν» είπε κουνώντας αποφασιστικά το κεφάλι του. «Θα δει!».
Άρχισε να λέει πολλά για το παρελθόν κι έβγαλα το συμπέρασμα πως ήθελε να επανορθώσει κάτι, ίσως κάποια ιδέα του που τον είχε κάνει να ερωτευθεί την Νταίζη. Η ζωή του από τότε ήταν μπερδεμένη κι άταχτη, μα, αν μπορούσε έστω και μια φορά να ξαναγυρίσει σ΄ένα νέο σημείο εκκίνησης και να περάσει πάλι απ' όλα αυτά σιγά σιγά, θα μπορούσε ν' ανακαλύψει ποιο ήταν αυτό το πράγμα...

Ο Γκάτσμπυ είναι εμμονή. Απ' όλους τους απεγνωσμένους ήρωες της λογοτεχνίας, ο πιο αγαπημένος. Αμέτρητες φορές έχω ονειρευτεί τη ζωή του: τη βίλα του, τη λαμπερή κίτρινη Rolls Royce του, τα κοστούμια και τον παραμυθένιο κήπο του στο Λονγκ Άιλαντ. Έχω ερωτευθεί την Νταίζη, έχω μεθύσει με τα κοκτέιλ του, έχω ταξιδέψει μαζί του στους δρόμους του Μανχάταν...
Ίσως γιατί συμβολίζει το κομμάτι του έρωτα που σέβομαι πιο πολύ: το ανικανοποίητο.

Η αλήθεια ήταν πως ότι ο Τζέυ Γκάτσμπυ του Ουέστ Εγκ στο Λονγκ Άιλαντ ξεπήδησε απ' την πλατωνική ιδέα του εαυτού του. Ήταν ένας γιος του Θεού -φράση που, αν σημαίνει κάτι, σημαίνει ακριβώς αυτό- κι έπρεπε να ασχοληθεί με τη δουλειά του Πατέρα Του, υπηρετώντας μια απέραντη, βάρβαρη, εκπορνευμένη και φανταχτερή ομορφιά. Έτσι σκαρφίστηκε το είδος του Τζέυ Γκάτσμπυ που θα μπορούσε ίσως να σκαρφιστεί ένα δεκαεφτάχρονο αγόρι και σ' αυτή την ιδέα έμεινε πιστός ως το τέλος.

Ο υπέροχος Γκάτσμπυ παίζει και χάνει. Όπως όλοι όσοι ποντάρουν τα πάντα στον έρωτα. Ή στην ψευδαίσθησή του. Ξοδεύει και ξοδεύεται μέχρι τέλους αναζητώντας την εξιδανικευμένη εικόνα της Νταίζη, αποζητώντας λίγη από την προσοχή της. Οργανώνει λαμπερούς χορούς, φωταγωγεί το σπίτι του, χτίζει το μύθο του και μετά αποσύρεται, συναισθηματικά ανίσχυρος να διαχειριστεί την αληθινή ζωή, παρατηρώντας από μακριά τα πάντα μέχρι να εμφανιστεί εκείνη.

Μουσική ερχόταν απ' το σπίτι του γείτονα τις καλοκαιρινές νύχτες. Μες στους γαλάζιους κήπους του άντρες και κορίτσια πηγαινοέρχονταν σαν πεταλουδίτσες ανάμεσα σε ψιθυρισμούς, σε σαμπάνια κι αστέρια. Στην παλίρροια του απογεύματος έβλεπα τους καλεσμένους του να κάνουν βουτιές απ' το ύψος της εξέδρας του ή να λιάζονται πάνω στην καυτή άμμο της παραλίας του, ενώ οι δύο του βενζινάκατοι έσκιζαν τα νερά του Περάσματος τραβώντας πίσω τους σκιέρ πάνω από καταρράχτες αφρού. (...) Στην κεντρική αίθουσα είχε στηθεί ένα μπαρ με πραγματικά μπρούτζινο κάγκελο κι ήταν εφοδιασμένο με τζιν και με διάφορα ποτά τόσον καιρό ξεχασμένα, ώστε ήταν αδύνατον, λόγω της νεαρής τους ηλικίας, να ξεχωρίσουν το ένα απ' το άλλο οι περισσότεροι απ' τους θηλυκούς καλεσμένους του.
Στις εφτά η ώρα έχει φτάσει η ορχήστρα -όχι πέντ' έξι όργανα μόνο, μα ένα ολόκληρο σύνολο από όμποε και τρομπόνια και σαξόφωνα και βιόλες και κόρνες και φλάουτα και κρουστά, ψηλά και χαμηλά. Οι τελευταίοι κολυμβητές έχουν γυρίσει πια απ' την ακρογιαλιά και αλλάζουν στα πάνω πατώματα, τ' αμάξια απ' τη Νέα Υόρκη έχουν παρκάρει σε πέντε σειρές και ήδη οι αίθουσες και τα σαλόνια κι οι βεράντες έχουν γεμίσει με φανταχτερά χρώματα και με παράξενες καινούριες κομμώσεις και με μαντίλες που ξεπερνούν τα καστιλιάνικα όνειρα. Το μπαρ σε πλήρη οργασμό και δίσκοι με κοκτέιλ γυροφέρνουν σαν κύμα στον κήπο απ' έξω, ωσότου ζωντανεύει η ατμόσφαιρα με κουβέντες και γέλια, με τυχαία υπονοούμενα και συστάσεις που ξεχνιούνται αυτοστιγμεί κι ενθουσιαστικές γνωριμίες ανάμεσα σε γυναίκες που δεν είχαν ακούσει ποτέ τα ονόματα η μία της άλλης.

Στη μια μεριά ο Γκάτσμπυ, στη φωταγωγημένη βίλα του, μόνος μέσα στο μεθυσμένο πλήθος, και στην άλλη ακτή του κόλπου, ακριβώς απέναντι, η Νταίζη στην έπαυλη των Μπιουκάναν. Εγκλωβισμένη σε ένα δυστυχισμένο γάμο, ανέχεται τη διπλή ζωή του συζύγου της για να μη χάσει τις ανέσεις της καλής ζωής που της προσφέρει. Εκείνη ξέρει καλά που βαδίζει, καθοδηγείται από τις πραγματικές της ανάγκες. Αντιθέτως, ο Γκάτσμπυ ονειροβατεί, απολύτως χαμένος μέσα στον κόσμο, ξένος ανάμεσα σε ξένους, ακολουθεί τα χνάρια μιας ουτοπίας, η οποία αντί να ξεκαθαρίζει με τα χρόνια γίνεται όλο και πιο σκοτεινή. Και τον τυλίγει σαν την πνιγηρή ομίχλη που βγαίνει από τον κόλπο του Γουέστ Έγκ τα χαράματα και απλώνεται γύρω από την κατάλευκη έπαυλή του. Ο Γκάτσμπυ ζει έχοντας πίστη σ΄αυτή την ουτοπία. Μέχρι το τέλος.

Θα πρέπει να υπήρξαν στιγμές, ακόμα κι εκείνο το απόγευμα, που η Νταίζη πέταγε σαν άχρηστα τα όνειρά του – όχι από δικό της λάθος, μα επειδή έφταιγε η τεράστια ζωτικότητα των ψευδαισθήσεών του, που την είχαν ξεπεράσει, είχαν ξεπεράσει το καθετί. Είχε ριχτεί μέσα στην αυταπάτη μ΄ένα δημιουργικό πάθος, προσθέτοντας της όλη την ώρα κάτι νέο, στολίζοντάς την με κάθε ελαφρύ φτερό που έβγαινε στο δρόμο του. Καμιά φωτιά, ούτε και καμιά δροσιά, δεν μπορεί να αναμετρηθεί μ' ό,τι ένας άνθρωπος μπορεί ν' αποθηκεύσει μες στη στοιχειωμένη καρδιά του.

Οι περιγραφές από τη δεκαετία του '20, είναι μαγικές. Όπως άλλωστε σε όλα τα βιβλία του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Είναι λες και η τζαζ πλημμυρίζει κάθε σελίδα τους, από την πρώτη μέχρι την τελευταία. Έχω διαβάσει το βιβλίο πάρα πολλές φορές (εκδόσεις Πατάκη). Και πάντα με μαγεύει το ίδιο. Φέτος το διάβασα ξανά, με αφορμή την ταινία του Μπαζ Λούρμαν που θα προβληθεί το Μάιο του 2013. Αν και φανατικός του φιλμ με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ (1974), βρίσκω το τρέιλερ της νέας ταινίας μαγικό. Και το εύρημα του σκηνοθέτη να ντύσει τις σκηνές με σύγχρονη μουσική (Jack White και Jay Z), όπως έκανε και στο Moulin Rouge, με γεμίζει ανυπομονησία. Το ίδιο ανυπόμονα περίμενα και την έκδοση του Υπέροχου Γκάτσμπυ από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση του Άρη Μπερλή.



















To trailer της ταινίας με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο.  


Το τραγούδι Love Is Blindness (ερμηνεία: Jack White)
 από το soundtrack της νέας ταινίας. 


To trailer της ταινίας του 1974 με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ.

Υ.Γ. Το μυστήριο του Γκάτσμπυ συνοψίζεται τέλεια σε μια φράση του Γιώργου Χειμωνά: «Κανείς να μη μάθει πώς ζήσαμε, κανείς να μην ξέρει από πού ερχόμαστε και προπαντός, κανείς να μη μάθει ποτέ, πώς πεθάναμε». Ουσιαστικά ο Γκάτσμπυ έκρυψε για τα καλά τον αληθινό εαυτό του πίσω από μια εικόνα που ο ίδιος έφτιαξε. Μια εικόνα πάνω στην οποία όλοι αντανακλούσαν τη δίψα τους για κάτι πρωτόγνωρο, ξεχωριστό.