Το προφίλ που είχα στο κοινωνικό δίκτυο ως Lou Read (στη συνέχεια Λου Ριντ) δυστυχώς από εχθές δεν υφίσταται. Η νέα πολιτική του Facebook δεν επιτρέπει το log in σε κάποιους bloggers ή απλούς χρήστες που δεν επιθυμούν να δώσουν το όνομα που αναγράφεται στην ταυτότητά τους. Ως εκ τούτου δημιούργησα μία νέα σελίδα στην οποία θα μπορούμε να επικοινωνούμε: www.facebook.com/BlogLouRead

Θα χαρώ να τα λέμε καθημερινά και εκεί για να μοιραζόμαστε όλα αυτά τα νόστιμα που ξετρελαίνουν όλους εμάς τους αχόρταγους βιβλιοφάγους: φωτογραφίες bookporn με καφέδες και κέικ καρότου, πρόστυχους σελιδοδείκτες, άρθρα, βιβλιοπαρουσιάσεις, απόψεις για όσα διαβάσαμε, (εξομολογήσεις για όσα παρατήσαμε) και φυσικά λίστες, λίστες και λίστες με όσα θέλουμε να αγοράσουμε, να ανταλλάξουμε, να δανειστούμε ή να επιτάξουμε τάχα για λίγο από τις βιβλιοθήκες των φίλων μας.

YΓ.: Είχα υποσχεθεί δημόσια αυτό το φθινόπωρο να δείξω αυτοσυγκράτηση, να κάνω book detox και να μην παρασυρθώ σε βουλιμικές αποβάσεις στα βιβλιοπωλεία. Όπως βλέπετε στη φωτογραφία τα... κατάφερα πάλι μια χαρά. :-/


«Δεν είμαστε τυφλοί, είμαστε απλά άνθρωποι. Ζούμε σε μια ευμετάβλητη πραγματικότητα και προσπαθούμε να προσαρμοστούμε σ' αυτήν όπως τα φύκια που πάλλονται στο παραμικρό θαλάσσιο ρεύμα».

Αυτή η φράση από το αριστουργηματικό μυθιστόρημα Ο Γατόπαρδος του Τζουζέπε Τομάζι, δούκα της Πάλμα και πρίγκιπα ντι Λαμπεντούζα (εκδ. Bell, μτφρ. Μαρία Σπυριδοπούλου), συνοψίζει ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας. Την ιστορία μιας αέναης προσαρμογής, ενός αγώνα να πάμε μπροστά κάνοντας δυο βήματα πίσω. Οι άνθρωποι μαθαίνουμε να συμβιβαζόμαστε, όπως τα δέντρα λυγίζουν τα κλαδιά τους στον άνεμο για να μην σπάσουν. Τρομάζουμε μπροστά στο καινούριο και οχυρωνόμαστε στο παλιό. Και μια μέρα, είτε σταματάμε να παλεύουμε μάταια το νέο και ακολουθούμε τις εξελίξεις -γιατί κατανοούμε τους όρους του παιχνιδιού όπως ακριβώς κάνει και ο ήρωας του βιβλίου-, είτε αποδεχόμαστε την ήττα μας.

Ο Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα αφηγείται την ιστορία ενός μεγάλου κοινωνικού μετασχηματισμού. Η πλοκή τοποθετείται το Μάιο του 1860, την εποχή της απόβασης του Γκαριμπάλντι στη Σικελία που οδήγησε στην ένωση του νησιού με την Ιταλία. Η αριστοκρατία υπό τη διακυβέρνηση του Φραγκίσκου Β' των δύο Σικελιών αδυνατεί να ελέγξει το τεράστιο κύμα δυσαρέσκειας της αναδυόμενης αστικής τάξης, η οποία θέλει απεγνωσμένα πια να απαλλαγεί από τη δυναστεία των Βουρβώνων. Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε τα γεγονότα μέσα από τα μάτια του Ντον Φαμπρίτσιο, πρίγκιπα ντι Σαλίνα, αρχηγού μιας εκ των ισχυρότερων οικογενειών του τόπου.

Η Σικελία είναι μια μικρογραφία του κόσμου, το χρονικό πλαίσιο δεν έχει σημασία, θα μπορούσε τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο (και στην υπέροχη ταινία του Λουκίνο Βισκόντι) να εκτυλίσσονται τηρουμένων των αναλογίων σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου, οποιαδήποτε μεταβατική περίοδο. Άλλωστε οι άνθρωποι αντιδρούν πάντα το ίδιο τρομαγμένα όταν ο τροχός της ιστορίας πάρει στροφή. Σε κάθε μετασχηματισμό που βιώνει η ανθρωπότητα, μετά από πολέμους, επαναστάσεις, σπουδαίες ανακαλύψεις που τα ανατρέπουν όλα, ο άνθρωπος χρειάζεται να αλλάξει για να μην πεθάνει μαζί με το παλιό, να γίνει καινούριος για να μην ξεπεραστεί.

Ο Ντον Φαμπρίτσιο ντι Σαλίνα, αν και αρχικά σαστίζει με τα γεγονότα που οδηγούν σε κοινωνική ανατροπή, αποδέχεται ότι είναι ανίσχυρος να συγκρατήσει το ρεύμα και έξυπνα τελικά ακολουθεί τη ροή του «ποταμού». «Ανήκω σε μια κακότυχη γενιά, στο μεταίχμιο ανάμεσα στην παλιά και τη νέα εποχή και νιώθω άβολα και με τις δύο» παραδέχεται προς το τέλος. Καταλύτης στην προσαρμογή του είναι ο ανιψιός του Τανκρέτι, ξεπεσμένος ευγενής χωρίς καμία προσωπική περιουσία πέρα από τον τίτλο του. Ο φιλόδοξος νεαρός, που στην ταινία του Βισκόντι υποδύεται ο Αλέν Ντελόν, παρά την αριστοκρατική του καταγωγή ανεβαίνει στα βουνά για να στηρίξει τον ανταρτοπόλεμο των Πιεμοντέζων κατά του βασιλιά Φραγκίσκου Β'. Λίγο πριν φύγει λέει στον πρίγκιπα: «Αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα ν' αλλάξουν». Κι αυτά τα λόγια είναι τελικά που εκφράζουν απόλυτα σε μια μόνο πρόταση ολόκληρο το νόημα του μυθιστορήματος.

Πέρα από την αξία του βιβλίου σε ιστορικό επίπεδο, αφού καταγράφει με ακρίβεια τη σύγκρουση του παλαιού με τον καινούριο κόσμο, υπάρχει και η λογοτεχνική. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό κείμενο, ένα αληθινό έργο τέχνης. Οι περιγραφές του Σικελού συγγραφέα, ο οποίος δεν είδε ποτέ το μυθιστόρημά του να εκδίδεται, συνθέτουν έναν ζωγραφικό πίνακα, τις λεπτομέρειες του οποίου δύσκολα ξεχνάς: Η εντυπωσιακή έπαυλη του οίκου Σαλίνα με τις συγκλονιστικές νωπογραφίες στην οροφή. Τα χρυσοποίκιλτα σαλόνια με τις βελούδινες κουρτίνες και τις φθαρμένες ταπετσαρίες. Οι βεράντες που βλέπουν στην άνυδρη σικελική γη. Αυτός ο μαγικός κήπος με τις ακακίες και τα εσπεριδοειδή που διαχέουν σε όλο το κτήμα «την ερωτική μυρωδιά των πρώτων πορτοκαλανθών τους». Τα στρωμένα τραπέζια με όλους τους θησαυρούς της Μεσογείου. Τα αριστοκρατικά κορίτσια με φορέματα γεμάτα ολάνθιστα λουλούδια που τραγουδούν διάσημες άριες γύρω από το πιάνο, σε δωμάτια τα οποία μυρίζουν άνοιξη, ενώ έξω μαίνεται η επανάσταση. Διαβάζεις και παρασύρεσαι. Έχεις αυτήν την υπέροχη «αίσθηση της αιώνιας παιδικής ηλικίας». Ακολουθείς τους ήρωες σε ξερούς ελαιώνες, στέκεσαι και κοιτάς την αγριεμένη θάλασσα πλάι σε μια φραγκοσυκιά που αγέρωχη αιωρείται πάνω απ' τον γκρεμό, ταξιδεύεις με μαύρες άμαξες που αφήνουν πίσω τους ένα σύννεφο σκόνης. Στιγμές σπάνιας ομορφιάς ενός κόσμου που βιώνει τους τελευταίους του σπασμούς πριν πεθάνει για να δώσει τη θέση τους σε ένα νέο πιο ευέλικτο, πιο δίκαιο μα πιο άξεστο και πεζό.

Το πιο απολαυστικό για μένα κομμάτι του βιβλίου ήταν οι περιγραφές της ακαταμάχητης έλξης μεταξύ του αριστοκρατικού ανιψιού του πρίγκιπα ντι Σαλίνα, του ατίθασου Τανκρέτι και της άξεστης αλλά πανέμορφης χωριατοπούλας, της Αντζέλικα. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την αταίριαστη ένωσή τους για να υπογραμμίσει το πάντρεμα των τάξεων, δημιουργώντας τελικά ένα αληθινό ποίημα για την παραζάλη του έρωτα: τις κοφτερές ματιές, τα αναπάντεχα χάδια, την ελεύθερη πτώση του σώματος στο κενό μετά το πρώτο φιλί...

«Έτσι, στέκονταν εκεί μέσα σφιχταγκαλιασμένοι, ακίνητοι και αθώοι, παρηγορώντας ο ένας τον άλλον. (...) Μια μέρα, όχι το μυαλό του Τανκρέτι, που ήταν εντελώς αμέτοχο σ' αυτό, αλλά όλο του το αίμα αποφάσισε να δώσει ένα τέλος σε τούτο το μαρτύριο. Ήταν το πρωί που η Αντζέλικα του είχε πει με όλη τη γοητευτική πονηριά της: “Είμαι η μαθητευόμενή σου”, θυμίζοντάς του με την ξεκάθαρη αυτή πρόκληση την πρώτη φορά που είχαν σμίξει οι πόθοι τους. Με αναστατωμένα μαλλιά, η γυναίκα ήταν έτοιμη να παραδοθεί προσφέροντας τον εαυτό της, ενώ το αρσενικό ήταν έτοιμο να υπερνικήσει τον άντρα, όταν το υπόκωφο βουητό της μεγάλης καμπάνας της εκκλησίας έπεσε σχεδόν κατακόρυφα πάνω στα ξαπλωμένα κορμιά, προσθέτοντας έναν ακόμη αναστεναγμό στους δικούς τους. Τα ενωμένα χείλη αναγκάστηκαν να ξεκολλήσουν και να χαμογελάσουν. Συνήλθαν. Την επόμενη ο Τανκρέτι έφυγε. (...) Όταν γέρασαν και απέκτησαν την ανώφελη πια σύνεση, η σκέψη τους επέστρεφε σε κείνες τις μέρες με επίμονη νοσταλγία: ήταν η εποχή του άσβεστου πόθου, που παρέμενε ζωντανός γιατί διαρκώς καταπιεζόταν, τότε που είχαν στη διάθεσή τους αναρίθμητες κλίνες και πάντα τις απέρριπταν, η εποχή της αισθησιακής διέγερσης η οποία, ακριβώς επειδή χαλιναγωγούνταν, μετουσιωνόταν έστω και για λίγο σε παραίτηση, δηλαδή αληθινή αγάπη».

Δείτε τo τρέιλερ της ταινίας The Leopard (Il Gattopardo) του Λουκίνο Βισκόντι: