Η φίλη μου η Μ. ονειρεύεται συνέχεια '70s κοστούμια με ρόμβους και μεσάτα φορέματα με πουά που έχουν βγει κατευθείαν από τη δεκαετία του '50 ή του '60. Τη φαντάζομαι σε μια παστέλ κουζίνα εκείνης της εποχής: να διαβάζει όσο το κέικ ψήνεται στο φούρνο το Θάνατο του Τιμόθεου Κώνστα, καθισμένη φίνα (:-p) σ' ένα τραπέζι από φορμάικα, πλάι στο λαχανί ψυγείο της.


Η Μ. φυσικά έχει αδυναμία στον Γιάννη Μαρή. Τρελαίνεται για τις Μαρίδες: Όλες αυτές τις Μάρες, τις Σάρες, τις Τζούλιες, τις Ζανέτ, τις Ρόζες και τις Λόλες... Τις ηρωίδες του Μαρή που ζουν σε vintage (πια) σπίτια στην Κηφισιά, στο Κολωνάκι ή στο Παλαιό Φάληρο, κι έχουν όλες λίγο πειραγμένα νεύρα. Κορίτσια που τριγυρνούν στα σαλόνια με μεταξωτές ρόμπες ή τη βγάζουν στις βεράντες με τα φερ φορζέ παίζοντας κουμ-καν και μπιρίμπα. Τα καλοκαίρια νοικιάζουν καμπάνες στον Αστέρα, στη Βουλιαγμένη, στη Μύκονο και χορεύουν με διαβολεμένο κέφι στα νάιτ κλαμπ, με πλέιμποϊ σαν τον Κάρι Γκραντ, τον Λώρενς Ολίβιε, τον Νίκο Κούρκουλο. (Ή σαν το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη, αν κακοπέσουν).


Φέτος, χωρίς καμία επέτειο, ούτε από τη γέννηση ούτε από το θάνατο του Έλληνα Ζωρζ Σιμενόν, γέμισε ο τόπος με μαρίδες. Στο κατάστρωμα του πλοίου, στις παραλίες, στο μετρό και το τραμ, κάποιον θα πέτυχες να διαβάζει έναν Μαρή. Εκτός από την υπέροχη σειρά του Βήματος την οποία επιμελήθηκε η Ελένη Κεχαγιόγλου κι έχει πολύ ωραία εξώφυλλα (σχεδιασμένα από τον Γιάννη Καρλόπουλο), κυκλοφόρησαν κι άλλα τρία βιβλία: Ο 13ος επισκέπτης του Γιάννη Μαρή (εκδ. Άγρα), Ο κόσμος του Γιάννη Μαρή του Ανδρέα Αποστολίδη (εκδ. Άγρα) και η συλλογή διηγημάτων Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα σε επιμέλεια της Αθηνάς Κακούρη και του Κώστα Καλφόπουλο (εκδ. Καστανιώτη).


Το τελευταίο βιβλίο έχει τρομερό ενδιαφέρον καθώς 15 σύγχρονοι συγγραφείς αποτίουν φόρο τιμής στο μετρ της αστυνομικής λογοτεχνίας γράφοντας ο καθένας από ένα διήγημα με ήρωα τον αστυνόμο Μπέκα στο στυλ του Γιάννη Μαρή (1916-1979).

Γιατί όμως μας αρέσει ο Μαρής; Γιατί «πρόσφερε, καθαρή και σκέτη, την πολύτιμη αναψυχή στον αναγνώστη» εξηγεί η Αθηνά Κακούρη στον πρόλογο της έκδοσης. Και συνεχίζει: «Εχοντας δει στα νιάτα του πολλούς τάφους, επέλεξε συνειδητά να αποστρέψει το πρόσωπό του από κάθε διχοστασία, κάθε σκάλισμα πληγής, κάθε ρητορεία που θα ευνοούσε νέα τραύματα».

Υ.Γ. Επιτέλους, έμαθα ποιος σκότωσε τον Τιμόθεο Κώνστα!