Έρχεται πάντα αθόρυβα. Ούτε βήματα ούτε κουδουνάκι στο λουρί. Δεν κουνάει ποτέ την ουρά. Δεν θέλει χάδια. Δεν ξεροκαταπίνει με προσμονή όταν ανοίγεις το ψυγείο. Δεν γαβγίζει ούτε ξύνει την πόρτα με τα νύχια του για να τον πας βόλτα. Κουλουριάζεται σαν κόμπος στο στομάχι και σε τρομοκρατεί, χωρίς καν να σου δείχνει τα δόντια.

Πάνε χρόνια τώρα που έρχεται ξαφνικά κάποια βράδια και μου τραβά το σεντόνι. Ξαπλώνει με τη μουσούδα του στο διπλανό μαξιλάρι. Με κοιτάει στα μάτια. Πάνε χρόνια πια που δεν με τρομάζει. Μοιάζει με κουτάβι όταν σταματάω να παριστάνω πως δεν τον θυμάμαι. Βάζει την ουρά στα σκέλια όταν παύω να τον ταΐζω.



Γι' αυτόν ακριβώς τον σκύλο μιλά και ο Μάθιου Τζόνστον στα δύο βιβλία του «Είχα έναν μαύρο σκύλο» και «Συντροφιά με τον μαύρο σκύλο που τον λένε κατάθλιψη» (εκδόσεις Διόπτρα). Creative director σε διαφημιστικές εταιρείες στην Αυστραλία, το Σαν Φραντζίσκο και τη Νέα Υόρκη, ο συγγραφέας-illustrator δείχνει μέσα σε λίγα λεπτά με πολύ απλές εικόνες, όσα θα καταλάβαινε κάποιος διαβάζοντας για καιρό τα τετράδια του Λακάν ή τον Νευρωτικό άνθρωπο της Κάρεν Χόρνεϊ. Πρόκειται για μία σειρά από σκίτσα που εξηγούν πώς θρέφει κανείς τον μαύρο σκύλο του με κακές σκέψεις, αρνητισμό, προχειρότητα, πλήξη.



Υποφέροντας χρόνια ο ίδιος ο Τζόνστον από κατάθλιψη κατάφερε να εξημερώσει «τον μαύρο σκύλο του» -όπως χαρακτηριστικά ονόμαζε τις κρίσεις μελαγχολίας του ο Ουίνστον Τσώρτσιλ- καταφεύγοντας στη δημιουργικότητα. Ο άντρας που απεικονίζεται στο βιβλίο ενεργοποιεί τη φαντασία, το χιούμορ, τις πιο κρυφές του δυνάμεις για να πετάξει μακριά το ξύλο-δόλωμα που θα κάνει το σιωπηλό θηρίο να φύγει τρέχοντας.



Το πρώτο βήμα για να απαλλαγείς από τον μαύρο σκύλο σου, όπως λέει ο συγγραφέας συχνά στις συνεντεύξεις του, είναι να σταματήσεις να τον ταΐζεις. Η σχεδόν μονομανής άρνησή σου να αναμασάς τη μιζέρια με την οποία προσπαθούν να σε μπουκώσουν, είναι από τα πιο ισχυρά όπλα που έχεις. Σε ό,τι με αφορά, ήταν αρκετό να συνειδητοποιήσω ότι δεν υπάρχουν πρόχειρες μέρες. Κάθε στιγμή είναι μια ευκαιρία για να ανακαλύψεις δυο τρεις μικρές χαρές που θα κάνουν τον μαύρο σκύλο να το βάλει στα πόδια. Τσαγιέρες και κρυστάλλινα ποτήρια, λοιπόν, ακόμα κι αν έχεις ξυπνήσει μόνος. Βόλτες με το ποδήλατο αν έχεις αϋπνίες. Σινεμά χωρίς παρέα, αν δεν έτυχε να κανονίσεις κάτι. Σπιτικά cocktails για να αποζημιώσεις τον εαυτό σου μετά από μια ζόρικη μέρα στο γραφείο. Κι ένα βιβλίο στην τσάντα πάντα. Μην τυχόν και ξυπνήσει πεινασμένος... Γιατί ο μαύρος σκύλος του Τσώρτσιλ δεν αγαπά καθόλου τα βιβλία. Ξέρει ότι παντού μπορεί να σε βρει, αλλά όχι εκεί. Στις σελίδες χάνει τα ίχνη σου. Γλιστράει στις λέξεις και στις εικόνες που αυτές φτιάχνουν. Τρομάζει στο θρόισμα του χαρτιού και στη «μουσική» ενός κόσμου όπου δεν μπορεί να εισέλθει.