Χθες ξύπνησα στις 4:00 το πρωί έχοντας την αίσθηση πως είναι Παρασκευή. Ξημέρωνε, ευτυχώς, Σάββατο. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ ξανά, αλλά βαριόμουν και να σηκωθώ από το κρεβάτι. Έτσι, από το να πάρω το ποδήλατο και να πάω μια βόλτα στη θάλασσα, όπως κάνω συχνά όταν έχω αϋπνίες, προτίμησα το χιονισμένο Ουισκόνσιν. Ξεκίνησα να ξεφυλλίζω το Blankets, ένα εικονογραφημένο μυθιστόρημα του Craig Thompson (εκδ. ΚΨΜ), και τελικά κατέληξα να μην μπορώ να το αφήσω από τα χέρια μου μέχρι το μεσημέρι.


Στις 12:00 μ.μ. είχα διαβάσει τις 400 από τις περίπου 600 σελίδες αυτού του σπουδαίου graphic novel. Το απόγευμα διάβασα και τις υπόλοιπες 200. Απλά, συναρπαστικό! Ένας καταιγισμός από ασπρόμαυρα σκίτσα, τα οποία -τώρα που τα φέρνω ξανά στο νου- ήταν λες και είχαν όλα τα χρώματα που παρεμβάλλονται μεταξύ λευκού και μαύρου σε μια ονειρική παλέτα γεμάτη με έντονες αποχρώσεις. Ήταν τόσο δυνατά τα συναισθήματα, τόσο καθαρή η απεικόνισή τους στα πρόσωπα των ηρώων, που πραγματικά νιώθω σαν να είδα μια υπέροχη ταινία στην τεράστια οθόνη ενός σινεμά.


Το Blankets είναι αυτοβιογραφικό. Η ιστορία που αφηγείται ο Κρεγκ Τόμσον είναι η ζόρικη ενηλικίωσή του σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον που τον έκανε να νιώθει παράταιρος. Ο αυστηρός πατέρας, η θρησκόληπτη μητέρα, ο μικρότερος αδερφός που δεν τον άφηνε ποτέ μόνο, οι συμμαθητές που τον κορόιδευαν γιατί είχε πάνω του το στίγμα ενός παιδιού που αδυνατούσε να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα... Ο Κρεγκ έβρισκε διέξοδο στη ζωγραφική. Στο χαρτί σχεδίαζε όσα δεν μπορούσε να ζήσει. Μέχρι που γνώρισε το μεγάλο έρωτα στο πρόσωπο της Ράινα.

«Συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα να βρίσκομαι πουθενά αλλού. Για πρώτη φορά ήμουν ικανοποιημένος με το πού βρισκόμουν» (σελ. 442)



Ο ενήλικος Τόμσον, αντίθετα με τον μικρό Κρεγκ που ζωγράφιζε για να ξεφύγει, χρησιμοποίησε τα σκίτσα του για να επιστρέψει πίσω σε όλα όσα τον χάραξαν βαθιά όπως η μύτη του μολυβιού του το τρυφερό χαρτί της ακουαρέλας. Με τις εικόνες του δεν προσπάθησε να ωραιοποιήσει το παρελθόν του, αλλά να δημιουργήσει ένα πορτρέτο που θα εξέφραζε τους φόβους, τον πανικό, την απόγνωση που νιώθει κάποιος όταν δεν χωράει πουθενά. «Ένα πορτρέτο», όπως σημειώνει στον πρόλογο ο επιμελητής της έκδοσης Γιάννης Κουκουλάς, «φιλοτεχνημένο από τον ίδιο, μια αναδρομική αυτοπροσωπογραφία διόλου εξωραϊσμένη, μια απόπειρα καταγραφής ενός τραυματικού παρελθόντος ως κλειδί για το ξεπέρασμα των τραυμάτων, μια επώδυνη αναμέτρηση με τις πληγές που δεν έκλεισαν ποτέ, με στόχο, όχι την επούλωσή τους, αλλά τη λύτρωση της αυτογνωσίας. Το παρελθόν δεν σβήνει ποτέ. Ύψιστη ναρκισσιστική υποκρισία, εκ προοιμίου αποτυχημένη, η ψευδής ελπίδα να ρετουσάρεις το Πριν, για να διορθώσεις το Μετά. Το πορτρέτο δεν γερνά, μόνο αυτό του Ντόριαν Γκρέυ, εμείς γερνάμε και μαζί μας η εικόνα που έχουμε για το πορτρέτο μας. Όσο πιο γρήγορα το ολοκληρώσουμε στον καμβά του παρόντος μας, όσο περισσότερες πινελιές ακριβείας τού προσθέσουμε, όσο πιο πολλά χρώματα διαθέτουμε στην παλέτα μας, τόσο καλύτερα».


Στο πορτρέτο του Τόμσον μπορεί ο καθένας να βρει τα δικά του σκοτάδια (γιατί τα υπόγεια δεν είναι ποτέ στρωμένα με βελούδο), αλλά και να θυμηθεί πόσο μαγική είναι τελικά η επώδυνη διαδικασία ενηλικίωσης. Το Blankets ήταν ζόρικο και γι΄αυτό συγκλονιστικό, όπως η αληθινή ζωή που δεν σηκώνει πόζες. Θα το ξαναδιάβαζα! Γι' αυτό το χιόνι μέσα στο οποίο βυθίζονταν αγκαλιασμένοι οι ήρωες, για το παχύ σκοτάδι της νύχτας πριν τη χιονοθύελλα, για τη ζεστασιά μιας τρυφερής αγκαλιάς που κάνει το φόβο να υποχωρεί. Θα το ξαναδιάβαζα, για εκείνη την πρώτη ματιά του εφηβικού έρωτα, για τη σιωπή λίγο πριν το πρώτο φιλί, την εκκωφαντική απουσία κάθε ήχου όταν τα χείλη σμίγουν, την ελεύθερη πτώση του σώματος στο κενό...


...Για την αίσθηση ότι χάνεσαι μέσα στο άπειρο του άλλου και για το χάδι που σε ξυπνά και σε επαναφέρει στην πραγματικότητα. Μέχρι το επόμενο φιλί.