Όταν δεν μπορώ να διαλέξω το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσω, ξεκινώ ένα του Ζωρζ Σιμενόν. Ο Μαιγκρέ πάντα μού φτιάχνει το κέφι. Το στυλ του Σιμενόν μού πάει πολύ. Οι περιγραφές του με ταξιδεύουν. Δεν είναι τόσο η πλοκή των αστυνομικών του ιστοριών, όσο ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τη ζωή ο ήρωάς του. Ο Μαιγκρέ είναι ένας ντετέκτιβ μπον-βιβέρ, λατρεύει το καλό κρασί, τις αυθεντικές γεύσεις, τη μεσημεριανή σιέστα σε υπέροχες αυλές, τις βόλτες στο ηλιόλουστο Παρίσι... Ένας άνθρωπος που απολαμβάνει τις μικρές χαρές της καθημερινότητας. Ανάμεσα στις έρευνες για κάποιο έγκλημα, ξεκλέβει χρόνο για να πιει έναν ζεστό καφέ σε κάποιο μικρό καφενείο, να καπνίσει την πίπα του ακούγοντας τζαζ στα μπιστρό, να κάνει έναν περίπατο σε μια γειτονιά που δεν έχει ξαναδεί.

Στο μυθιστόρημα Ο Μαιγκρέ στη Νέα Υόρκη (μετάφραση Αργυρώ Μακάρωφ - εκδόσεις Άγρα) ο διάσημος επιθεωρητής έχει βγει στη σύνταξη και ζει σε μια αγροικία στη γαλλική εξοχή. Φροντίζει τον κήπο, ίσως διατηρεί κι ένα μποστάνι με λαχανικά, παίζει μπιλότ στο καφενείο του χωριού, σε ένα μικρό μεταλλικό τραπέζι κάτω από μια μουριά με παχιά σκιά. «Είναι ευτυχισμένος! Στις εφημερίδες δεν διαβάζει πια ούτε το αστυνομικό ρεπορτάζ ούτε τις περιγραφές των εγκλημάτων. [...] Χαίρεται στο έπακρο τη σύνταξη και το σπίτι που με τόση αγάπη έχει φτιάξει κι επιπλώσει. Ένα σπίτι έτσι όπως ακριβώς το ονειρευόταν σε όλη του την καριέρα, ένα σπίτι στην εξοχή όπου ευωδιάζουν τα ώριμα φρούτα, το φρεσκοκουρεμένο χορτάρι, η παρκετίνη, για να μη μιλήσουμε για το ραγού που σιγοψήνεται – και μα τον Θεό, η κυρία Μαιγκρέ φτιάχνει εξαιρετικό ραγού».

Ένα πρωί τον επισκέπτονται με μια μαύρη πολυτελή λιμουζίνα ένας νεαρός φοιτητής κι ένας ηλικιωμένος συμβολαιογράφος. Οι δύο άγνωστοι ζητούν τη βοήθειά του για να προστατεύσουν έναν εκατομμυριούχο άντρα στη Νέα Υόρκη (τον πατέρα του νεαρού φοιτητή), ο οποίος κινδυνεύει θανάσιμα. Ο γιος έχει παρατηρήσει ότι η συμπεριφορά του πατέρα του έχει αλλάξει κατά την απουσία του: του στέλνει μακροσκελή τρυφερά γράμματα από τα οποία ο νεαρός διαισθάνεται ότι ο πατέρας του φοβάται κάτι ή κάποιον που δεν κατονομάζει. Ο συμβολαιογράφος επιβεβαιώνει τις ανησυχίες του φοιτητή και ζητά από τον Μαιγκρέ να τον συνοδεύσει στη Νέα Υόρκη για να διαλευκάνει το μυστήριο.

Ο επιθεωρητής, αν και συνταξιούχος, μετά από πίεση δέχεται να αναλάβει την υπόθεση, αφού θέλει να γνωρίσει τη λαμπερή μητρόπολη που δεν έχει ποτέ επισκεφθεί. Επιβιβάζεται σε ένα υπερωκεάνιο, σε καμπίνα της πρώτης θέσης, και μαζί με τον νεαρό κληρονόμο απολαμβάνει το μακρινό ταξίδι. Όταν το πλοίο φτάνει στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, κι ενώ προσεγγίζει τον Υγειονομικό Έλεγχο, ο Μαιγκρέ ανακαλύπτει ότι ο δεκαεννιάχρονος Ζαν Μωρά έχει γίνει άφαντος. Ούτε αποσκευές ούτε ίχνη πίσω του, σαν να τον κατάπιε η θάλασσα.

Ενοχλημένος από την αγένεια του αγοριού, εξαιτίας του οποίου άφησε την ησυχία της αγροικίας του κι έφτασε στην άλλη άκρη του κόσμου για να το βοηθήσει, επιβιβάζεται σε ένα ταξί έξω από το τελωνείο και διασχίζει έξαλλος τις γειτονιές της Νέας Υόρκης. Η πρώτη εντύπωση από την μεγαλούπολη είναι κακή: Οι φτωχογειτονιές γύρω από το λιμάνι τον καταθλίβουν, μουντά κτίρια, πολυκοσμία, βρώμικοι δρόμοι, μια αίσθηση παρακμής... Καθώς το ταξί μπαίνει στην καρδιά του Μανχάταν, ο Μαιγκρέ κοιτάζοντας τους ουρανοξύστες από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, είναι πια σίγουρος: μισεί αυτή την πόλη. Νιώθει πως έμπλεξε σε μια περιπέτεια. Ότι παρασύρθηκε από ένα ανώριμο, κακομαθημένο πλουσιόπαιδο και την πάτησε σαν άπειρος ντετέκτιβ που μόλις ανέλαβε την πρώτη του υπόθεση.

Το ταξί σταματά μπροστά από ένα πολυτελές ξενοδοχείο, ο Μαιγκρέ αποβιβάζεται και παρατηρεί τον κόσμο που περνά: άντρες με κοστούμια και δερμάτινους χαρτοφύλακες και καλοντυμένες γυναίκες με κομψούς σινιόν κότσους, τυλιγμένες στα ακριβά πανωφόρια τους, χαζεύουν τις λαμπερές βιτρίνες των μπουτίκ. Όπως θα μάθει αργότερα βρίσκεται στη θρυλική 5η Λεωφόρο. Ο ντετέκτιβ κλείνει ένα δωμάτιο στη ρεσεψιόν και ζητά να συναντήσει τον Τζων Μωρά, τον πάμπλουτο πατέρα του νεαρού που τον οδήγησε στη Νέα Υόρκη. Ο γραμματέας του Μωρά, ένας κομψός τριαντάρης τον υποδέχεται παγερά στη σουίτα όπου ζει μόνιμα ο εκατομμυριούχος άντρας. Εκνευρισμένος ο Μαιγκρέ επιμένει να δει τον πατέρα και να του αποκαλύψει τους λόγους του ταξιδιού του. Ο γραμματέας τον απομακρύνει αυστηρά, εξηγώντας του ότι για να τον δει κάποιος θα πρέπει να έχει κλείσει ραντεβού καιρό πριν, αφού όπως όλοι γνωρίζουν είναι από τους ακριβοθώρητους και πιο ισχυρούς άντρες της Αμερικής.

Ο Μαιγκρέ τελικά μετά από επιμονή συναντά τον πατέρα και εκπλήσσεται δυσάρεστα όταν ανακαλύπτει ότι εκείνος αντιδρά πολύ ψυχρά στη μυστηριώδη εξαφάνιση του γιου του. Τι συμβαίνει; Πώς είναι δυνατόν να έκανε ένα τόσο μακρινό ταξίδι εξαιτίας τους και να βιώνει τέτοια επιθετικότητα; Μετά από μέρες οι δύο άντρες, ο Μωρά και ο γραμματέας του, προσπαθούν να τον απομακρύνουν. Του ζητούν να εγκαταλείψει το ξενοδοχείο και γιατί όχι και τη Νέα Υόρκη. Είναι ξεκάθαροι: δεν υπάρχει υπόθεση. Ο έμπειρος ντετέκτιβ παρασύρθηκε από τα καπρίτσια ενός νεαρού αγοριού. Ταπεινωμένος, αλλά δύσπιστος, ο Μαιγκρέ αφήνει πίσω του τη σουίτα πέντε αστέρων που του είχε κλείσει ο Μωρά και νοικιάζει ένα δωμάτιο σε μια μικρή πανσιόν. Από εκεί θα αρχίσει τις έρευνες για το παρελθόν του πάμπλουτου άντρα, προσπαθώντας να διαλευκάνει μια επικίνδυνη υπόθεση στην οποία όποιος εμπλέκεται βρίσκεται νεκρός.

Υ.Γ. Διάβασα τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου στην παραλία, κάνοντας το πρώτο μπάνιο του καλοκαιριού. Ο Σιμενόν είναι πάντα απολαυστικός. Τα βιβλία του μου δημιουργούν μια υπέροχη αίσθηση ανεμελιάς. Ευτυχώς υπάρχουν πολλά δικά του που δεν έχω διαβάσει ακόμα.