Ξεχνάμε εύκολα, είναι γεγονός. Και ως εκ τούτου είναι ακόμα πιο εύκολο να ξεγελάσουμε τη συλλογική μας συνείδηση και να αθωώσουμε τον εαυτό μας για καθετί που γίνεται στραβά σ΄αυτή τη χώρα. Αντιθέτως, θέλει μεγάλο κόπο και τεράστια αποθέματα θάρρους για να αντισταθούμε σε αυτό που ο Πασκάλ Μπρυκνέρ αποκαλεί «πειρασμό της αθωότητας». Από το οπισθόφυλλο ήδη του ομότιτλου βιβλίου του (εκδ. Αστάρτη) ο Γάλλος συγγραφέας μας προειδοποιούσε πριν από είκοσι σχεδόν χρόνια -στις εποχές της ξέφρενης ανάπτυξης- για τους κινδύνους που κρύβει ο παιδισμός και η θυματοποίηση όταν αυτές ανάγονται σε πολιτική στάση: «Είναι πολύ δύσκολο να είσαι ελεύθερος, κύριος και δημιουργός του πεπρωμένου σου. Η υπευθυνότητα είναι ένα αβάσταχτο φορτίο· μας αλυσοδένει με τις συνέπειες των πράξεών μας. Πώς να απολαύσουμε την ανεξαρτησία μας αποφεύγοντας τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται; Είτε υιοθετώντας την αμεριμνησία και τον εγωισμό του παιδιού είτε φορώντας το μανδύα του θύματος. Ο παιδισμός και η θυματοποίηση είναι οι δύο μεγάλες ασθένειες του σύγχρονου ατόμου».

Σελίν: «Όλοι οι άλλοι είναι ένοχοι, εκτός από εμένα»
Το ίδιο ακριβώς μοντέλο, αυτό ενός πολίτη-θύματος που ξεσπά βίαια σαν κακομαθημένο παιδί το οποίο διεκδικεί τυφλά το δίκιο του και παλεύει όχι χτίζοντας αλλά καταστρέφοντας, καταγράφει στο βιβλίο του Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία (εκδ. Επίκεντρο) ο δημοσιογράφος και καθηγητής Δημήτρης Ψυχογιός. Η προσέγγιση του συγγραφέα, αν και συχνά ενοχλητική σαν βελόνα σε πουπουλένιο μαξιλάρι, έχει μεγάλο ενδιαφέρον ως προς την ερμηνεία της ταυτότητας του μέσου Νεοέλληνα: Ένα συνονθύλευμα μαγκιάς που από την κοινή γνώμη θεωρείται ένδειξη δύναμης, τυφλού και άκριτου «πατριωτισμού» (ή εθνικισμού;) που καλλιεργήθηκε στα σχολεία, έλλειψης παιδείας, τηλεοπτικού χαβαλέ και ταυτόχρονα σε κάποιες περιπτώσεις λαμογιάς (κάπου να τρυπώσουμε, να βολευτούμε). Αυτός ο πολίτης που έχει πάντα δίκιο, όταν ξεσπά η κρίση και χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του, εξαγριώνεται. Εκφράζει όμως το θυμό του διαφορετικά: Άλλος ψηφίζει Χρυσή Αυγή, άλλος κατεβαίνει στο Σύνταγμα για να κάψει ό,τι δεν έκαψε η ύφεση, άλλος πετάει μολότοφ, άλλος ξημεροβραδιάζεται στο Facebook κάνοντας επιθέσεις σε οποιονδήποτε έχει διαφορετική πολιτική άποψη από τη δική του, άλλος οργανώνει καταλήψεις σε δημόσια κτίρια ή κλείνει δρόμους, άλλος κάνει πάρτι με την απόδραση του Ξηρού έχοντας στο θολωμένο μυαλό του κάτι από το V for Vendetta των Άλαν Μουρ και Ντέιβιντ Λόιντ... Ή μένει παθητικός όπως πάντα να χειροκροτεί από τον καναπέ του όσα συμβαίνουν, ελπίζοντας εκδικητικά να καούν όλα για να ηρεμήσει.

Διαβάζοντας το βιβλίο του κ. Ψυχογιού στην αρχή θύμωσα, αφού ο συγγραφέας ούτε λίγο ούτε πολύ αντιμετωπίζει ως πολιτική βία τις διαδηλώσεις, απαξιώνοντας το μοναδικό όπλο ενός λαού που στερείται πια βασικά κοινωνικά αγαθά όπως η υγεία. Χρειάστηκε να διαβάσω ξανά το πρώτο μέρος, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί και τον βασικό κορμό του βιβλίου (σημ.: το δεύτερο αποτελείται από άρθρα που έχει δημοσιεύσει ο συγγραφέας τα τελευταία χρόνια στις εφημερίδες), για να βγάλω τις παρωπίδες και την άμυνα που με κεκτημένη ταχύτητα αναπτύσσουμε στα χρόνια της κρίσης. Ξαναδιαβάζοντας, αυτή τη φορά θυμήθηκα και κατάλαβα τι και ποιους εννοεί: Τον αρχισυνδικαλιστή της ΔΕΗ (video) για παράδειγμα που μπουκάρει -με τις κάμερες να τον ακολουθούν- σαν καουμπόι στο γραφείο της διοίκησης, δίνοντας λαϊκή απογευματινή παράσταση στα δελτία ειδήσεων και στο Youtube. Ή τις εξαγριωμένες φοιτήτριες των ΤΕΙ Πάτρας (video) που μιλούσαν απαράδεκτα στον πρόεδρο, τον οποίο κρατούσαν όμηρο σε κάποια αίθουσα συσκέψεων. Τον θερμοκέφαλο που έβαλε φωτιά στο Αττικόν (video), σε ένα μνημείο αρχιτεκτονικής που οικοδομήθηκε από τον Αλέξανδρο Νικολούδη σε σχέδια του Ερνστ Τσίλλερ. Τον (;) εμπρηστή της Marfin (video) που οδήγησε στο θάνατο τρεις ανθρώπους (η μία εκ των θυμάτων ήταν έγκυος). Τον ηλίθιο που έκανε πλιάτσικο στα καταστήματα της διαλυμένης Αθήνας (video) το Δεκέμβρη του 2008 και δοκίμαζε να δει ποια γυαλιά του πήγαιναν πιο πολύ.
Τον ξέρουμε αυτόν τον τύπο ανθρώπου, τον έχουμε πετύχει στο δρόμο μας πολλές φορές. Κι άλλες τόσες τον έχουμε δει να επιδίδεται σε λαϊκές υστερίες στα κανάλια, στην ουρά της εφορίας, στα ταξί, στο γήπεδο, στα ριάλιτι σόου, στις φοιτητικές συνελεύσεις, στα σωματεία, στα αγροτικά μπλόκα, στα κλεισμένα λιμάνια... Καταγγέλλει το χάος σπέρνοντας χάος, καπελώνοντας κάθε προσπάθεια του συνόλου να διεκδικήσει με τον σωστό τρόπο τα δικαιώματά του. Είναι ο έξαλλος Ελληναράς που προκαλούσε αλλεργία στο Μάνο Χατζιδάκι, όπως περιγράφει στο βιβλίο του Το τελευταίο Τέταρτο ο Τάκης Θεοδωρόπουλος (εκδ. Πόλις).
Τον ίδιο τύπο, αν και λίγο διαφορετικό, τον συναντούμε και στο βιβλίο του κ. Ψυχογιού που βοηθά να κατανοήσουμε γιατί η κοινή γνώμη αποδέχεται σιωπηρά ή υπερθεματίζει τη βία (τρομοκρατία, συνδικαλιστικός τσαμπουκάς καφενείου, αναρχία, εμπρηστικές επιθέσεις, διαρκείς καταλήψεις κ.ά).

Κατά τον καθηγητή, οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια (οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης, το αίσθημα της αδικίας, η ανασφάλεια από την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας, η αγανάκτηση που γεννά η διαφθορά του πολιτικού συστήματος, η διαπλοκή ακόμα και των συνδικαλιστών με την επιχειρηματική ελίτ, τα ατιμώρητα σκάνδαλα και ο χορός εκατομμυρίων) ήταν μόνο η αφορμή που οδήγησαν το Νεοέλληνα να στραφεί στη βία (είτε να την ασκήσει, είτε να τη δικαιολογήσει, είτε να την ανεχτεί, είτε να τη χειροκροτήσει, είτε να την προσπεράσει απαθής, είτε να την μετατρέψει σε αφορμή για λίγο ακόμα χαβαλέ στα social media). Η οικονομική κρίση όμως ήταν η αφορμή, όχι η αιτία. Δεν γέννησε το μνημόνιο τη βία. Προϋπήρχε στο γονίδιο μας. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος: «την αιτία πρέπει να την αναζητήσουμε σε κάτι μόνιμο, στην κουλτούρα της χώρας μας: η πολιτική βία διαιωνίζεται στην ελληνική κοινωνία επειδή αποθεώνεται η πολεμική βία των πραγματικών ή φανταστικών προγόνων μας. Πρόκειται για φαινόμενο που συνδέεται αλλά δεν ταυτίζεται με τον εθνικισμό, για αγωνιστική ανάγνωση της Ιστορίας που η Δεξιά αναδεικνύει ως “πολεμική αρετή των Ελλήνων” και η Αριστερά ως “αντιστασιακό ήθος του ελληνισμού”».

Το κλειδί είναι η Ιστορία;
Μια αναδρομή στο παρελθόν μας -αντίστοιχης οπτικής είναι και αυτή που κάνει ο καθηγητής Κώστας Κωστής στο βιβλίο του Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας: Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους 18ος-21ος αιώνας (εκδ. Πόλις)- αποδεικνύει ότι οι ρίζες του προβλήματος βρίσκονται πιο βαθιά. Σύμφωνα με τον κ. Ψυχογιό: «Ο “δρόμος”, η πολιτική βία στη χώρα μας (όπως και το πελατειακό κράτος και άλλα δεινά), έρχεται από μακριά, δεν είναι γέννημα της Μεταπολίτευσης όπως ισχυρίζονται δεξιοί πολιτικοί, ιστορικοί και δημοσιολόγοι, που ξεχνούν τη δικτατορία και τη βία του μετεμφυλιακού κράτους. Η συγκρουσιακή κουλτούρα καλλιεργείται ήδη από το σχολείο, με την ανάγνωση της ελληνικής ιστορίας ως αλυσίδα “αδιαπραγμάτευτων” αγώνων του έθνους που ξεκινούν από το Μαραθώνα και φθάνουν ως σήμερα. [...] Δυστυχώς, έχουμε τόσο πολύ, για τόσο πολλές δεκαετίες, εξοικειωθεί με την ακραία πολιτική βία, ώστε ο μεν “δρόμος”, η διάχυτη μαζική βία θεωρείται αυτονόητη, η δε τρομοκρατία απασχολεί (και φοβίζει) μόνο αυτούς που αισθάνονται ότι αποτελούν στόχο της. [...] Η χώρα μας έχει εξαιρετικά βίαιες πολιτικές παραδόσεις. Όλη η ιστορία της από τις αρχές του 20ου αιώνα ως το 1974 είναι ιστορία πραξικοπημάτων, δικτατοριών, εμφυλίων πολέμων, διχασμών, εξεγέρσεων. Είμαστε η μοναδική χώρα της Ευρώπης όπου έγινε εμφύλιος πόλεμος μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η μοναδική όπου έγινε δικτατορία – αλλά και μετά τη δικτατορία συνεχίσαμε αυτή τη βίαιη παράδοση. [...] Η ρητορική του μίσους είναι ο αυτονόητος τρόπος πολιτικής έκφρασης – και αυτό το ξεχείλισμα της πολιτικής βίας έχει πολιτισμικές ρίζες, συνδέεται με την αντίληψη της ελληνικής ιστορίας ως πολεμικής αφήγησης και με την καλλιέργεια της ανάγκης ηρώων και ηρωισμών. [...] Αλλά κοινωνίες που έχουν ανάγκη να αναβαπτίζονται συνεχώς στη βία, είναι προβληματικές κοινωνίες, δεν είναι δημιουργικές, δεν θα πάνε μπροστά».

Ο αντίλογος
Υπάρχουν κάποιες στιγμές που το βιβλίο κατά τη γνώμη μου χάνει έδαφος. Μια από αυτές είναι όταν ο συγγραφέας βαφτίζει τους Έλληνες ως το βιαιότερο λαό της Ευρώπης. Αρκεί κανείς να θυμηθεί τις διαδηλώσεις στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 2011 (video) ή τις φωτιές και τα οδοφράγματα με αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα στα προάστια του Παρισιού το 2007 (video), για νιώσει πόσο ισοπεδωτικές είναι οι συγκρίσεις του βιβλίου. Ο αναγνώστης μάλιστα θα πρέπει να δεχτεί ως δεδομένα όσα αναφέρονται στις σελίδες του, αφού ο κ. Ψυχογιός δεν έχει προσθέσει στο κείμενό του παραπομπές, πηγές, σημειώσεις με στοιχεία, μια σχετική βιβλιογραφία κ.ά. που να αποδεικνύουν ότι όλα αυτά βασίζονται σε μια ενδελεχή έρευνα και όχι στην έτσι κι αλλιώς σεβαστή εμπειρία του. Κάποιες στιγμές στην προσπάθειά του να πείσει τον αναγνώστη δείχνει να χάνει την αντικειμενικότητά του. Πολλοί θα μπορούσαν να κλείσουν το βιβλίο στο σημείο όπου ο συγγραφέας για παράδειγμα αναφέρεται στις Σκουριές, εστιάζοντας μονάχα στην επίθεση άγνωστων κουκουλοφόρων (video), χωρίς να κάνει καμία αναφορά στη βία με την οποία έχουν έρθει αντιμέτωποι οι πολίτες της περιοχής (video). Διότι όταν μιλάς για πολιτική βία δεν είναι δυνατόν να μην αφιερώνεις λίγες γραμμές αν όχι ένα κεφάλαιο και στη βία που εισπράττει ο πολίτης: από τα άδικα μέτρα, από την αστυνομοκρατία, από τον παραλογισμό μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής που τσαλαπατά τη δημοκρατία «δημοκρατικά».

Φτάνοντας στο τελευταίο κεφάλαιο όπου ο κ. Ψυχογιός καταγράφει την προσωπική ιστορία του -κατά τη διάρκεια της Χούντας υπήρξε ο ίδιος βομβιστής (αντιμετωπιζόταν μάλιστα από τη CIA ως πιθανός αρχηγός της 17 Νοέμβρη)- όλα κουμπώνουν. Ο συγγραφέας με αυτό το βιβλίο σε καμία περίπτωση δεν λέει να σταματήσει ο κόσμος να διεκδικεί το δίκιο του, αλλά να σταματήσει να το χάνει μέσω της βίας. Σωστά. Οι πολίτες όταν παραδίδονται στη βία αποδυναμώνονται. Είναι καιρός να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους όχι μέσω της καταστροφής, αλλά με ευρηματικούς τρόπους. Στρέφοντας την οργή τους σε δίκτυα αλληλεγγύης θα καταφέρουν να τη μεταμορφώσουν σε λογικά αιτήματα και σε μια πολύ πιο δυναμική μορφή διαμαρτυρίας που και στο εξωτερικό θα ακουστεί γρηγορότερα και δεν θα δίνει δικαιώματα καταστολής καταλύοντας δια της βίας τους δημοκρατικούς θεσμούς.

«Ο μόνος τρόπος να γίνουμε άνθρωποι»
Η βία δεν είναι ελληνική μάστιγα, είναι παγκόσμια. Τη συναντούμε όπου υπάρχουν άνθρωποι. Τα ίδια έγραφε, άλλωστε, το 1995 και ο Πασκάλ Μπρυκνέρ στο δοκίμιό του Ο πειρασμός της αθωότητας: «Το άτομο είναι μια εύθραυστη δομή που στηρίζεται σε ορισμένα υπόβαθρα: την υλική ευμάρεια, το Κράτος δικαίου και πρόνοιας, την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Αφαιρέστε έστω κι ένα από αυτά τα βάθρα, και το άτομο κλονίζεται, καταρρέει. [...] Οι μειονότητες, όπως και οι καταπιεσμένοι λαοί, δεν έχουν παρά μόνο ένα -αλλά ιερότατο- δικαίωμα: το δικαίωμα να πάψουν να είναι καταπιεσμένοι και να ξαναγίνουν τα υποκείμενα της Ιστορίας τους· κι εμείς δεν έχουμε απέναντί τους παρά ένα -αλλά απόλυτο- καθήκον: να τους συμπαρασταθούμε. Εντούτοις, το γεγονός πως μια κατηγορία ανθρώπων υπήρξε υπόδουλη δεν της προσδίδει καμία μεταφυσική ανωτερότητα. Η άποψη σύμφωνα με την οποία αυτός που υπέστη την εκμετάλλευση έχει πάντα δίκιο, ακόμα κι όταν εκτρέπεται στην τυφλή βία, δεν είναι πια αποδεκτή. [...] Πρέπει να αφήσουμε ανοιχτή την πύλη για την εξέγερση, έστω κι αν πρόκειται για μια στενή πύλη. Κάθε απειλούμενο άτομο ή μειονότητα έχει το απαράγραπτο δικαίωμα της αντίστασης, και οφείλουμε να χαιρετίζουμε τις μύριες προσπάθειες των αδικημένων και ταπεινωμένων να ξεφύγουν από την εξευτελιστική τους κατάσταση, να ανακτήσουν την αξιοπρέπειά τους. Έχουμε πάντα δίκιο να επαναστατούμε, όταν αυτός είναι ο μόνος τρόπος να γίνουμε άνθρωποι. [...] Όμως το δικαίωμα της εξέγερσης εμπεριέχει το καθήκον της εναντίωσης στην τρομοκρατία και το δεσποτισμό ως μεθόδους διακυβέρνησης, και οι παρενθέσεις του χάους και της απολυταρχίας που χαρακτηρίζουν τους πολέμους και τις επαναστάσεις, πρέπει να κλείνουν όσο το δυνατόν συντομότερα».