Mια καταιγίδα μέσα στον καύσωνα. Η αίσθηση της απειλής λίγο πριν ξεσπάσει το μπουρίνι: Με τα σύννεφα να μαυρίζουν στον ορίζοντα και ένας ξαφνικός αέρας που σπρώχνει τη σκοτεινή θάλασσα στα βράχια. Οι πρώτοι κεραυνοί και μετά η βροχή. Μια δυνατή βροχή που σαρώνει τα πάντα.


Σε ένα τέτοιο σκηνικό, στις φετινές διακοπές, διάβασα τη Ρεβέκκα της Δάφνης Ντι Μωριέ (εκδόσεις Καστανιώτη). Ένα απολαυστικό μυθιστόρημα γεμάτο με εικόνες σαν αυτή. Με το επιβλητικό Μάντερλεϊ, έναν πύργο χτισμένο πλάι σε έναν γκρεμό με θέα στη θάλασσα, κάπου στην αγγλική εξοχή, να πρωταγωνιστεί. Η συγγραφέας χτίζει λέξη-λέξη ένα ζοφερό κόσμο με ξεχασμένα μισάνοιχτα παράθυρα που φέρνουν το νερό της βροχής σε μπροκάρ καναπέδες, πατώματα που τρίζουν, μισάνοιχτες πόρτες σε σκοτεινά δωμάτια γεμάτα μυστικά, με μια απίστευτη ομίχλη που βγαίνει από τη θάλασσα και τυλίγει το σπίτι και με παράξενους υπηρέτες που ψιθυρίζουν σαν σκιές στους διαδρόμους και μετά χάνονται.

Η ηρωίδα (δεν αναφέρεται ποτέ το όνομά της), ένα νεαρό κορίτσι που πληρώνεται για να κάνει συντροφιά σε μια δύστροπη κοσμική κουτσομπόλα, γνωρίζει σε ένα ξενοδοχείο στη Γαλλική Ριβιέρα τον Μάξιμ Ντε Γουίντερ. Έναν bon viveur που έχει χάσει πρόσφατα τη γυναίκα του (πνίγηκε με το μικρό της σκάφος στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του Μάντερλεϊ) και ταξιδεύει μόνος για να ξεχάσει. Τις ημέρες της διαμονής τους ερωτεύονται κι εκείνος  την ώρα του αποχωρισμού τής ζητά να τον παντρευτεί και να τον ακολουθήσει στο αριστοκρατικό του σπίτι.

Όταν το ζευγάρι φτάνει στον πύργο μια μανιασμένη βροχή χτυπά το ανοιχτό τους σπορ αμάξι. Εκείνη με βρεγμένα μαλλιά και λασπωμένα παπούτσια, ταλαιπωρημένη από το ταξίδι, περνά το κατώφλι και σε ένα τεράστιο σαλόνι με κρυστάλλινους πολυελαίους και μια επιβλητική σκάλα, γνωρίζει το προσωπικό του σπιτιού και τη μοχθηρή οικονόμο του, την κυρία Ντάμβερς.

Οι πρώτες μέρες κυλούν αδέξια. Η νεαρή κυρία τα κάνει όλα λάθος. Κάθε ώρα που περνάει αδυνατεί να σταθεί στο ύψος της ως νέα οικοδέσποινα του θρυλικού πύργου. Η μαυροντυμένη κυρία Ντάμβερς την παρακολουθεί αυστηρά και της υπενθυμίζει διαρκώς με τη στάση της ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει τη Ρεβέκκα, την προηγούμενη σύζυγο του Μάξιμ.

Η Ρεβέκκα είναι παντού. Σαν φάντασμα. Η απουσία της κάνει τόσο εκκωφαντικό θόρυβο μέσα στο σπίτι που το νεαρό κορίτσι ασφυκτιά. Οι υπηρέτες γελούν κρυφά με την αδεξιότητά της, ο Μάξιμ χαμένος στις σκέψεις του δείχνει να μην έχει ξεπεράσει την προηγούμενη σύζυγό του και η απειλητική κυρία Ντάβερς, η οποία αδυνατεί να την αποδεχτεί, κάνει τα πάντα για να την εξουθενώσει ψυχολογικά. Η ηρωίδα, ανυπεράσπιστη, περιφέρεται σαν ξένη μέσα στο τεράστιο σπίτι. Πιασμένη σε μια ποντικοπαγίδα. Κάθε πόρτα που ανοίγει, κάθε συρτάρι, την οδηγεί όλο και πιο βαθιά στην απόγνωση.

Το βιβλίο κυλάει μέχρι τη μέση με αυτή την αίσθηση της απειλής, χωρίς ιδιαίτερη πλοκή, δημιουργώντας όμως στον αναγνώστη μια απίστευτη αγωνία. Η Ρεβέκκα της Μωριέ είναι τρομακτική, όχι με τον τρόπο ενός θρίλερ, αλλά με την επιβλητικότητα μιας ταινίας του Χίτσκοκ. (Άλλωστε το μυθιστόρημα έχει μεταφερθεί από τον ίδιο στη μεγάλη οθόνη το 1940, δύο μόλις χρόνια μετά την έκδοσή του). Οι περιγραφές του σπιτιού και των δωματίων, της φύσης γύρω από αυτό, είναι μοναδικές. Όπως και η καθημερινή ιεροτελεστία: το πρωινό κάτω από τα δέντρα του κήπου, το απογευματινό τσάι στη βιβλιοθήκη με το αναμμένο τζάκι, οι βόλτες στη θάλασσα πλάι στο ερειπωμένο σπιτάκι που χρησιμοποιούσε η Ρεβέκκα για να απομονώνεται τα καλοκαίρια και τώρα μοιάζει στοιχειωμένο.

Από τη μέση του βιβλίου και μετά, στη δεξίωση που παραθέτει ο Μάξιμ για να συστήσει τη νεαρή του σύζυγο στο αριστοκρατικό του περιβάλλον, η πλοκή γίνεται καταιγιστική. Τα γεγονότα και οι αποκαλύψεις κάνουν την αγωνία να μεγαλώνει. Μέχρι την τελική ανατροπή.

Η ταινία του Χίτσκοκ είναι έξοχη! Μεταφέρει με απόλυτη ακρίβεια και επιτυχία τόσο τη ζοφερή ατμόσφαιρα όσο και τους χώρους που περιγράφονται στο βιβλίο. Πολλές από τις σκηνές σου μένουν στο μυαλό για καιρό. Ειδικά το βλέμμα της τρομακτικής κυρίας Ντάμβερς.

Kάντε κλικ εδώ για να δείτε την ταινία:  



Κάπου στη Νέα Υόρκη, σε ένα σπίτι με κόκκινα τούβλα και μαύρες σιδερένιες σκάλες υπηρεσίας, ζει ένα κορίτσι που κάνει πάντα αυτό που θέλει. Λίγο αδέξια με όλα εκείνα που οι κανονικοί άνθρωποι διεκπεραιώνουν καθημερινά χωρίς να πελαγώνουν, βρίσκει τον τρόπο να επιβάλλει το στυλ της. Ψάχνει διαρκώς έκπληκτη το κλειδί της στη μαύρη μικρή της τσάντα ή αναζητά τη γάτα της που το σκάει απ' το παράθυρο του μπάνιου και αλητεύει στα ξένα διαμερίσματα. Βάζει μουσική δυνατά, χορεύει όταν οι άλλοι κοιμούνται και όλη της η ζωή χωράει σε μια μόνο βαλίτσα. Τα πρωινά με το ένα και μοναδικό βραδινό της φόρεμα σουλατσάρει στις λεωφόρους του Μανχάταν και καταλήγει πάντα στις βιτρίνες των Tiffany's να χαζεύει ζαλισμένη τα διαμάντια.
  

Χθες βράδυ στο σπίτι μιας φίλης, σε μια υπέροχη πράσινη ταράτσα κάπου στου Μακρυγιάννη, είδαμε ξανά σε home cinema το Breakfast at Tiffany's. Mία ταινία που όπως και η ηρωίδα της, η Χόλι Γκολάιτλι, συμβολίζει την απόλυτη ανεμελιά. Το να κάνεις ό,τι σου έρθει στο κεφάλι αρκεί να το κάνεις με το δικό σου τρόπο. Να ζεις αδέξια, να αρνείσαι να μεγαλώσεις, να βλέπεις την ευτυχία εκεί όπου όλοι βλέπουν μια εκκρεμότητα.


Η Χόλι, την οποία ενσάρκωσε καταπληκτικά στη μεγάλη οθόνη η Όντρεϊ Χέπμπορν (πήρε το ρόλο μέσα από τα χέρια της Μέριλιν Μονρόε), τα γράφει όλα στα παλιά της παπούτσια και αναζητά στο δικό της κόσμο αυτό που ο αληθινός δεν μπορεί να της προσφέρει: μια άφατη ευτυχία. Μια ευτυχία που όπως πολύ σωστά πιστεύει ο δημιουργός της Τρούμαν Καπότε «κρύβεται πάντα στα πιο απίθανα μέρη».

Υ.Γ. Η μάσκα της Όντρεϊ Χέπμπορν πωλείται εδώ: www.vandekaartshop.nl και το πορτραίτο της που έχει δημιουργηθεί από ταινίες παλιού φιλμ εδώ: www.iri5.com


Κοτόπουλα δεμένα πισθάγκωνα που κυλιούνται ηδονικά σε τρυφερές σως πορτοκαλιού. Καυτά μπούτια βουτηγμένα σε μια κολασμένη μαρινάδα με προκλητικά μυρωδικά και ξεπουπουλιασμένες φτερούγες παναρισμένες αισθησιακά με πάπρικα, αυγό και λιωμένη φρυγανιά.... Το Fifty Shades Of Chicken -που υπογράφει ένας σεφ με το ψευδώνυμο FL Fowler- είναι ένα βιβλίο μαγειρικής για εθισμένους στο food porn. Πρόκειται για μία παρωδία του Fifty Shades Of Grey με 50 συνταγές για κοτόπουλο εμπνευσμένες από τη διάσημη πια τριλογία (που έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 40 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο).

Για το βιβλίο της E.L.James δεν έχω άποψη. Ούτε το διάβασα και φυσικά ούτε πρόκειται να το διαβάσω. Ακόμα κι αν με δέσουν με χειροπέδες ή με απειλήσουν με μαστίγια. Την παρωδία του όμως, με το μαζοχιστικό κοτόπουλο που καμαρώνει στο εξώφυλλο, τη βρίσκω brilliant! Είναι λες και βγήκε από ταινία του Γούντι Άλεν. 

«Το Fifty Shades of Grey ξύπνησε κάτι μέσα μου που δεν μπόρεσα ποτέ μέχρι τώρα να εκφράσω. Και μια μέρα, εκεί που έδενα τα μπουτάκια ενός κοτόπουλου για να το ψήσω, συνειδητοποίησα γιατί μερικές σκηνές του βιβλίου μου είχαν φανεί τόσο οικείες. Φαίνεται πως τελικά είμαι εθισμένος στο bonding εδώ και χρόνια: πάνω στα κοτόπουλα όμως» εξομολογείται ο/η (;) συγγραφέας.





Υ.Γ. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Clarkson Potter στις 13 Νοεμβρίου. Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ εδώ: www.fiftyshadesofchicken.com



Η Τρέλα του Πινοτσέτ του Λουίς Σεπούλβεδα (εκδόσεις Opera) είναι ένα μικρό βιβλίο που αν και μιλάει για το παρελθόν είναι τόσο επίκαιρο, γιατί αποκαλύπτει πώς στήνεται ο μηχανισμός παραχάραξης της αλήθειας και ένα κράτος συμμαχεί με την αδικία στο όνομα των αγορών. Μέσα από είκοσι δύο άρθρα ο Χιλιανός συγγραφέας καταγράφει τη μάχη που δόθηκε ώστε να μην τιμωρηθεί ο αιμοσταγής δικτάτορας Αουγκούστο Πινοτσέτ για τα εγκλήματα που διέπραξε στη Χιλή από το 1973 έως το 1990.

Αυτός ο μηχανισμός, λοιπόν, είχε στηθεί άψογα: Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες έστρωσαν το χαλί στον Πινοτσέτ ώστε να οδηγήσει τη Χιλή στα νύχια του Μίλτον Φρίντμαν και των οικονομικών δολοφόνων της Σχολής του Σικάγο. Οι Αμερικανοί χρηματοδοτούσαν ΜΜΕ και πολιτικούς αντιπάλους του Αλιέντε συνεισφέροντας σε μία εκστρατεία εσωτερικής αποσταθεροποίησης. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973 έγινε το τελικό χτύπημα: Τα τανκς και τα μαχητικά αεροσκάφη περικύκλωσαν από ξηράς και αέρος το προεδρικό μέγαρο. Σε μια επίδειξη απίστευτης βίας ο Πινοτσέτ βομβάρδισε το κτίριο (και συμβολικά την ίδια τη δημοκρατία) και οδήγησε τον Σαλβαδόρ Αλιέντε στην αυτοκτονία. Με άγριους βασανισμούς ο δικτάτορας άνοιξε το δρόμο στους νεοφιλελεύθερους για να στήσουν το οικονομικό τους πείραμα στην πλάτη του χιλιανού λαού. «Τον Οκτώβριο του 1973, τουλάχιστον 72 άνθρωποι δολοφονήθηκαν από το λεγόμενο Καραβάνι του Θανάτου. Τους πρώτους έξι μήνες της κυβέρνησης Πινοτσέτ εκτελέστηκαν τουλάχιστον χίλια άτομα, και ακόμα τουλάχιστον δύο χιλιάδες τα επόμενα δεκαέξι χρόνια, σύμφωνα με την έκθεση Ρέτιγκ. Περίπου 30.000 υποχρεώθηκαν να φύγουν από τη χώρα, ενώ δεκάδες χιλιάδες συνελήφθησαν και βασανίστηκαν, σύμφωνα με τις έρευνες τις επιτροπής Βάλεχ το 2004. Ένα νέο σύνταγμα εγκρίθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1980 από μία αντικανονική και μη δημοκρατική διαδικασία, που χαρακτηρίστηκε από απουσία εκλογικών καταλόγων, και ο στρατηγός Πινοτσέτ έγινε πρόεδρος του κράτους για μία οκταετή θητεία» (πηγή: Wikipedia).

Το 1973 ο βραβευμένος με νόμπελ Αμερικανός οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν ως σύμβουλος του δικτάτορα Αουγκούστο Πινοτσέτ προβάρισε στην πράξη το σχέδιό του, εφαρμόζοντας τις «θεραπείες σοκ» που δίδασκε στους μαθητές του στο πανεπιστήμιο του Σικάγου. Οι πολίτες της Χιλής σαστισμένοι από το πραξικόπημα και από τον υπερπληθωρισμό που είχε πλήξει την οικονομία τους, δέχθηκαν ένα κύμα αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που σάρωσε τα πάντα γύρω τους. «Ο Φρίντμαν συμβούλεψε τον Πινοτσέτ να προχωρήσει σε έναν καταιγιστικό μετασχηματισμό της οικονομίας: μείωση φόρων, ελεύθερο εμπόριο, ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών υπηρεσιών, περιστολή των κοινωνικών δαπανών και απορρύθμιση. Τελικά, οι Χιλιανοί είδαν ακόμα και τα δημόσια σχολεία τους να αντικαθίστανται από χρηματοδοτούμενα με κουπόνια ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ήταν η πιο ακραία καπιταλιστική μεταμόρφωση που επιχειρήθηκε ποτέ και έγινε γνωστή ως η "επανάσταση της σχολής του Σικάγου", καθώς πολλοί από τους οικονομολόγους του Πινοτσέτ είχαν υπάρξει φοιτητές του Φρίντμαν στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Ο Φρίντμαν πρόβλεψε ότι η ταχύτητα, το εύρος και η αιφνιδιαστική επιβολή των οικονομικών αλλαγών θα προκαλούσαν στον πληθυσμό ψυχολογικές αντιδράσεις οι οποίες ''θα διευκόλυναν την προσαρμογή''. Επινόησε δε την ακόλουθη φράση για αυτή την οδυνηρή τακτική: οικονομική ''θεραπεία-σοκ''. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, όποτε οι κυβερνήσεις επέβαλλαν σαρωτικά προγράμματα προώθησης της ελεύθερης αγοράς, η θεραπεία-σοκ (ή αγωγή-σοκ) ήταν η μέθοδος που επέλεγαν» (πηγή: Το Δόγμα του Σοκ, Ναόμι Κλάιν).

Όταν ο Πινοτσέτ συνελήφθη το 2000 σε κλινική του Λονδίνου (μετά από διεθνές ένταλμα που είχε εκδώσει η Ισπανία εις βάρος του με κατηγορίες για μαζικές δολοφονίες και βασανιστήρια των πολιτικών του αντιπάλων) -ενώ λίγες ημέρες πριν είχε πάρει το τσάι του με τη νεοφιλελεύθερη Μάργκαρετ Θάτσερ- ξέσπασε μία νέα θύελλα που δίχασε τη Χιλή: Υπήρχαν εκείνοι που ήθελαν να μην σκαλίσει κανείς το παρελθόν ώστε να μην διασαλευθεί η οικονομία και εκείνοι που με τις πληγές τους ακόμα ανοιχτές αποζητούσαν ηθική δικαίωση. Πολλοί μίλησαν τότε δημόσια για τη δημιουργία ενός κοινωνικού ρήγματος στη Χιλιανή κοινωνία. Προτιμούσαν να θαφτεί η αλήθεια. Ο Λουίς Σεπούλβεδα δεν ήταν ένας από αυτούς: «Μα θα μπορούσε να μην υπάρχει ρήγμα σε μία κοινωνία που δεν γνωρίζει πού βρίσκονται περίπου 3000 μέλη της, που είδε να της στερούν τα θεμελιώδη της δικαιώματα επί 16 χρόνια, που βίωσε τον τρόμο, τα βασανιστήρια, την αδικία, τη δολοφονία των αντιφρονούντων εντός και εκτός συνόρων, την εξορία εκατοντάδων χιλιάδων, σαν μια καταστροφή στην οποία δεν υπήρχε δύναμη ικανή να της αντισταθεί, κι ίσως ήταν μάταιο να της αντισταθεί, αφού κάτι τέτοιες καταστροφές είναι εξοπλισμένες με διαρκή ατιμωρησία; Πώς είναι δυνατόν ο κύριος Γκονθάλεθ (σημ. και πολλοί άλλοι) να μην είδε το ρήγμα μιας κοινωνίας που επί 13 χρόνια έζησε με την καθημερινή συσκότιση, τη σχεδόν μόνιμη απαγόρευση συγκέντρωσης άνω των τριών ατόμων που μπορούσε να εκληφθεί για ανατρεπτική πράξη, το φόβο ως μόνιμο ρυθμιστή οποιασδήποτε κοινωνικής εκδήλωσης, τη σιωπή ως την καλύτερη μορφή επιβίωσης, το χαφιεδισμό σαν πατριωτική αρετή, την ασύστολη απάθεια του “Κάτι θα είναι” ή “Κάτι θα έχει κάνει” που σκέπαζε σαν μανδύας τα πτώματα στους δρόμους του Σαντιάγο; Είναι εκπληκτικό που ο κύριος Γκονθάλεθ, ένας σοσιαλιστής (κι εγώ είμαι σοσιαλιστής, αλλά σοσιαλιστής όπως ο Αλιέντε), δεν αντιλαμβάνεται πως η καταστολή όλων των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων, η κατάργηση της εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, η εμπορευματοποίηση των ηθικών ευθυνών του Κράτους προκαλούν (όχι μόνο στη Χιλιανή κοινωνία, αλλά σε κάθε κοινωνία) ρήγματα που, όταν δεν γεφυρώνονται με τον καιρό, μπορεί να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες».

Με μια σειρά από άρθρα λοιπόν, τα περισσότερα από τα οποία συμπεριλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο, ο Λουίς Σεπούλβεδα έδωσε τη μάχη του για να λάμψει η αλήθεια με το όπλο που διαθέτει ένας συγγραφέας: την πένα του. Τα κείμενα αυτά τότε έκανα το γύρο του κόσμου, δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες, περιοδικά και στο διαδίκτυο, με ένα μόνο στόχο: την ηθική αποκατάσταση των θυμάτων του Πινοτσέτ.

Όμως νίκησαν οι αγορές. Ο Πινοτσέτ αθωώθηκε στις αρχές του 2005 από το ανώτατο δικαστήριο της Χιλής. Γιατί η κοινωνική δικαιοσύνη, η ηθική, η ιστορική μνήμη, δεν είναι φαίνεται εδάφη στα οποία καρποφορούν οι αγορές. Στο όνομα της οικονομικής σταθερότητας παραχαράσσονται τα βιβλία της ιστορίας, στοχοποιούνται ως ταραχοποιά στοιχεία όσοι τολμούν να θυμούνται, βιάζεται η αλήθεια και δίνεται άσυλο στους εγκληματίες. Οι αγορές ανθίζουν με το κουκούλωμα.

Η ιστορία αν και παλιά, είναι τόσο επίκαιρη. Αφού καθώς όλα δείχνουν το πείραμα του Φρίντμαν μεταφέρθηκε από τη Λατινική Αμερική στον Ευρωπαϊκό Νότο. Στη Χιλή χρειάστηκαν ένα δικτάτορα, εδώ όμως τα κατάφεραν με τους δημοκράτες. Το κράτος απαξιώθηκε εν καιρώ ειρήνης. Τι να τα κάνεις τα τανκς άραγε όταν έχεις στα χέρια σου πανίσχυρα οικονομικά όπλα; Όταν έχεις πείσει έναν ολόκληρο λαό ότι του αξίζει να τιμωρηθεί γιατί είναι διεφθαρμένος; Όταν με όπλο τη στάση πληρωμών εκβιάζεις μια ολόκληρη κοινωνία που ούτως ή άλλως έχει αρχίσει πλέον και στερείται τα φάρμακα;  

Υ.Γ. Η φράση του Λουίς Σεπούλβεδα στον τίτλο είναι από συνέντευξη του συγγραφέα στην εφημερίδα Το Βήμα. Για να τη διαβάσετε κάντε κλικ εδώ.  


Οι αφίσες της Εθνικής Λυρικής Σκηνής πάντα μου φτιάχνουν το κέφι. Έχουν χιούμορ, στυλ και μια μοντέρνα ελαφρότητα που μου αρέσει πολύ. Σαν να πηγαίνεις με σκισμένο τζην στην όπερα. Θα τις έβλεπα σε έναν γυμνό τοίχο του σπιτιού μου. Σαν έργα τέχνης. Άλλωστε τι καλύτερο από μια αφίσα που όταν περάσει πια ο καιρός της θεωρείται συλλεκτική;

Οι φετινές αφίσες για την καλλιτεχνική περίοδο 2012-13:  






Οι αφίσες που μου αρέσουν περισσότερο από τις άλλες χρονιές:


Η πιο αγαπημένη μου, φυσικά, είναι η Τόσκα. Θα την έβαζα στην κουζίνα, πάνω από τον πάγκο με το ξύλο κοπής.  



























Η φίλη μου η Μ. ονειρεύεται συνέχεια '70s κοστούμια με ρόμβους και μεσάτα φορέματα με πουά που έχουν βγει κατευθείαν από τη δεκαετία του '50 ή του '60. Τη φαντάζομαι σε μια παστέλ κουζίνα εκείνης της εποχής: να διαβάζει όσο το κέικ ψήνεται στο φούρνο το Θάνατο του Τιμόθεου Κώνστα, καθισμένη φίνα (:-p) σ' ένα τραπέζι από φορμάικα, πλάι στο λαχανί ψυγείο της.


Η Μ. φυσικά έχει αδυναμία στον Γιάννη Μαρή. Τρελαίνεται για τις Μαρίδες: Όλες αυτές τις Μάρες, τις Σάρες, τις Τζούλιες, τις Ζανέτ, τις Ρόζες και τις Λόλες... Τις ηρωίδες του Μαρή που ζουν σε vintage (πια) σπίτια στην Κηφισιά, στο Κολωνάκι ή στο Παλαιό Φάληρο, κι έχουν όλες λίγο πειραγμένα νεύρα. Κορίτσια που τριγυρνούν στα σαλόνια με μεταξωτές ρόμπες ή τη βγάζουν στις βεράντες με τα φερ φορζέ παίζοντας κουμ-καν και μπιρίμπα. Τα καλοκαίρια νοικιάζουν καμπάνες στον Αστέρα, στη Βουλιαγμένη, στη Μύκονο και χορεύουν με διαβολεμένο κέφι στα νάιτ κλαμπ, με πλέιμποϊ σαν τον Κάρι Γκραντ, τον Λώρενς Ολίβιε, τον Νίκο Κούρκουλο. (Ή σαν το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη, αν κακοπέσουν).


Φέτος, χωρίς καμία επέτειο, ούτε από τη γέννηση ούτε από το θάνατο του Έλληνα Ζωρζ Σιμενόν, γέμισε ο τόπος με μαρίδες. Στο κατάστρωμα του πλοίου, στις παραλίες, στο μετρό και το τραμ, κάποιον θα πέτυχες να διαβάζει έναν Μαρή. Εκτός από την υπέροχη σειρά του Βήματος την οποία επιμελήθηκε η Ελένη Κεχαγιόγλου κι έχει πολύ ωραία εξώφυλλα (σχεδιασμένα από τον Γιάννη Καρλόπουλο), κυκλοφόρησαν κι άλλα τρία βιβλία: Ο 13ος επισκέπτης του Γιάννη Μαρή (εκδ. Άγρα), Ο κόσμος του Γιάννη Μαρή του Ανδρέα Αποστολίδη (εκδ. Άγρα) και η συλλογή διηγημάτων Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα σε επιμέλεια της Αθηνάς Κακούρη και του Κώστα Καλφόπουλο (εκδ. Καστανιώτη).


Το τελευταίο βιβλίο έχει τρομερό ενδιαφέρον καθώς 15 σύγχρονοι συγγραφείς αποτίουν φόρο τιμής στο μετρ της αστυνομικής λογοτεχνίας γράφοντας ο καθένας από ένα διήγημα με ήρωα τον αστυνόμο Μπέκα στο στυλ του Γιάννη Μαρή (1916-1979).

Γιατί όμως μας αρέσει ο Μαρής; Γιατί «πρόσφερε, καθαρή και σκέτη, την πολύτιμη αναψυχή στον αναγνώστη» εξηγεί η Αθηνά Κακούρη στον πρόλογο της έκδοσης. Και συνεχίζει: «Εχοντας δει στα νιάτα του πολλούς τάφους, επέλεξε συνειδητά να αποστρέψει το πρόσωπό του από κάθε διχοστασία, κάθε σκάλισμα πληγής, κάθε ρητορεία που θα ευνοούσε νέα τραύματα».

Υ.Γ. Επιτέλους, έμαθα ποιος σκότωσε τον Τιμόθεο Κώνστα!  


Ίσως, μάλλον, επειδή αυτές τις μέρες ξενυχτάω στα γραφεία, ονειρεύομαι διαρκώς κρεβάτια. Με πολλά αφράτα μαξιλάρια και παπλώματα. Με λευκά σεντόνια που μυρίζουν ένα ελαφρύ άρωμα από παιδικό μαλακτικό ρούχων. Κι ένα φωτισμένο κομοδίνο στο πλάι, φορτωμένο με τα βιβλία που θες οπωσδήποτε να αρχίσεις όταν τελειώσεις το καταπληκτικό που διαβάζεις τώρα. Λίγο να μουτρώσει ο ουρανός και φτιάχνω κατευθείαν τη χειμωνιάτικη εικόνα: Σάββατο πρωί. Να ξυπνάω και να μην έχω κανονίσει τίποτα. Να φτιάχνω γαλλικό καφέ και να μυρίζει όλο το σπίτι. Στο κρεβάτι, το πάπλωμα σαν φωλιά και να διαβάζω εκεί μέχρι το μεσημέρι, με τη βροχή να ακούγεται από το μισάνοιχτο παράθυρο.

Για το κομοδίνο μου φέτος, λοιπόν, έχω φτιάξει την εξής λίστα με τα βιβλία που θα κυκλοφορήσουν τους επόμενους μήνες:
  • Point Omega του Ντον ΝτεΛίλλο (εκδ. Εστία).
  • Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ σε μετάφραση Άρη Μπερλή (εκδ. Άγρα).
  • Το δεύτερο μέρος της τριλογίας για τη δολοφονία του Ούλοφ Πάλμε, τη συνέχεια του Ένας ατελείωτος σουηδικός χειμώνας του Λέιφ Πέρσον (εκδ. Ψυχογιός).
  • Τον Χιονάνθρωπο του Τζο Νέσμπο (εκδ. Μεταίχμιο).
  • Το Τρίτο Ράιχ του Ρομπέρτο Μπολάνιο (εκδ. Άγρα).
  • Το 1Q84 του Μουρακάμι (εκδ. Ψυχογιός). Έχω διαβάσει το μισό στα αγγλικά. 
  • Το αστυνομικό θρίλερ της Σουηδής Καμίλα Λέκμπεργκ Σε ζωντανή μετάδοση (εκδ. Μεταίχμιο).
  • Το Υπέροχοι απόκληροι του Λέοναρντ Κοέν (εκδ. Κέδρος).
  • Το νέο βιβλίο του Φίλιπ Κερ για ένα έγκλημα στην Πράγα. (εκδ. Κέδρος).
  • Τις Διακοπές του Μαιγκρέ του Ζορζ Σιμενόν (εκδ. Άγρα).
  • Την Εικοστή έβδομη πολιτεία του Τζόναθαν Φράνζεν (εκδ. Ψυχογιός).

Στη στοίβα αυτή φυσικά θα μπαινοβγαίνουν διαρκώς κι άλλα πολλά βιβλία. Καινούρια και παλαιότερα που ανακαλύπτω αδιάβαστα στο πίσω μέρος των ραφιών και ξαφνικά τα ερωτεύομαι.

Υ.Γ. Καλό (βροχερό) φθινόπωρο!  



Χθες το πρωί όταν έφτασα στο γραφείο μαζί με την αλληλογραφία μου βρήκα κι ένα φάκελο μ' αυτό το βιβλίο: 22/11/63, Stephen King (εκδόσεις Bell). Ήξερα ότι θα κυκλοφορήσει, αλλά δεν το περίμενα τόσο σύντομα.

Το προηγούμενο βράδυ κοιτώντας τις λίστες με τον προγραμματισμό των εκδόσεων για τη νέα σεζόν είχα ενθουσιαστεί με την ιδέα ενός (αλλόκοτου) νέου Στίβεν Κινγκ. Ενός μυθιστορήματος που θα εξιστορούσε τα γεγονότα πριν από τη δολοφονία του Προέδρου των ΗΠΑ Τζον Κένεντι, με το γνωστό, μοναδικό στυλάκι του βασιλιά της science fiction. Εκρηκτικός συνδυασμός.

Πανευτυχής ονειρευόμουν χιλιάδες λανγκολιάρς να κατασπαράζουν σαν σκόροι το ροζ Chanel ταγέρ της Τζάκι Κένεντι. Γιγαντιαία μεταλλαγμένα χταπόδια με φονικά πλοκάμια να εμφανίζονται από το πουθενά στο Ντάλας και να αρπάζουν από την κάντιλακ τον Τζακ. Δεν έπεσα και πολύ έξω. Ο γνωστός τρομο-σουρεαλισμός του Κινγκ. Αν εξαιρέσουμε τα πλοκάμια και τα λανγκολίαρς που δεν υπάρχουν εδώ, το νέο βιβλίο του απ' όσα έχω διαβάσει στον ξένο τύπο είναι brilliant: Παντρεύει την επιστημονική φαντασία με την αληθινή ιστορία. Ο Τζέιμς Ελρόι και η παλιοπαρέα από το παρακράτος της Αμερικής, δηλαδή, σε μια περιπέτεια με χωροχρονικά ταξίδια, μαύρες τρύπες, μυστικές πύλες που σε οδηγούν πίσω στο χρόνο και κβαντικά παραληρήματα.

Η υπόθεση: Ένας νεαρός καθηγητής από το Μέιν ανακαλύπτει μια πύλη που τον οδηγεί πίσω στο 1958. Εκεί, φορώντας ρεπούμπλικα στο κεφάλι, οδηγώντας ένα μεγάλο Φορντ και χορεύοντας φοξ-τροτ με ζουμερά κορίτσια, κάπου δίπλα στον Ντον Ντρέιπερ (λέμε τώρα), αποφασίζει να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να αποτρέψει τη δολοφονία του Κένεντι. Το Mad Men, το Αμερικανικό Ταμπλόιντ και η τρέλα του Κινγκ στο ίδιο μίξερ. Γουστάρω ήδη!

Y.Γ. Το βιβλίο 837 σελίδων έχει προτεινόμενη λιανική τιμή (μόνο) € 12.

Y.Γ. 2: Σήμερα το πρωί μιλούσα στο Twitter με τον Βασίλειο Δρόλια, ο οποίος μου είπε ότι πέρυσι το είχε διαβάσει στα αγγλικά και το βρήκε απολαυστικό. Κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε την άποψή του στο blog Ficciones.

Η Τριλογία του Βερολίνου του Φίλιπ Κερ που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος σε έναν τόμο είναι απολαυστική. Περιλαμβάνει τρία μυθιστορήματα (Οι Βιολέτες του Μάρτη, Ο Χλομός Εγκληματίας και το Γερμανικό Ρέκβιεμ) τα οποία χρονικά ακολουθούν το ένα το άλλο κι έχουν όλα ήρωα τον ντετέκτιβ Μπέρνι Γκούντερ. Η ιστορία του πρώτου μυθιστορήματος (1936) διαδραματίζεται την περίοδο που ο Χίτλερ αρχίζει να γιγαντώνεται, του δεύτερου (1938) την εποχή της απόλυτης κυριαρχίας του και του τρίτου (1947) της κατάρρευσής του.


Οι Βιολέτες του Μάρτη είναι μια γρήγορη και γεμάτη ανατροπές νουάρ περιπέτεια στο Βερολίνο του 1936. Ο Μπέρνι Γκούντερ, ένας πρώην αστυνομικός που αηδιασμένος από το φασιστικό καθεστώς της εθνικοσοσιαλιστικής κυβέρνησης παραιτήθηκε κι έγινε ιδιωτικός ερευνητής, μας μεταφέρει μέσα από τις διηγήσεις του στη γερμανική μητρόπολη λίγο πριν από τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων. Μια πόλη με γκρίζα κτίρια, βροχερούς δρόμους και Οαμήχανους ανθρώπους που βλέπουν από τη μια μέρα στην άλλη τους εθνικιστές να παίρνουν τα ηνία σε όλους τους τομείς και την εξουσία του Φύρερ να γιγαντώνεται. Το Βερολίνο αλλάζει, ο φόβος γεννιέται στον απόηχο της τζαζ και των ξέφρενων πάρτι στα καμπαρέ που αποτελούν πια παρελθόν. Η πόλη βυθίζεται σιγά σιγά στην παράνοια του φασισμού. Ο Χίτλερ ετοιμάζεται για πόλεμο. Χτίζει αυτοκινητόδρομους, στέλνει Εβραίους, ομοφυλόφιλους και αντικαθεστωτικούς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκπαιδεύει βασανιστές σε ειδικές σχολές στο Νταχάου. Άνθρωποι εξαφανίζονται ξαφνικά μέσα στη νύχτα. Πτώματα που δεν αναγνωρίζονται ποτέ ξεβράζονται στις όχθες του ποταμού. Στα εστιατόρια και στα καφέ τα ραδιόφωνα έχουν επιταχθεί δια νόμου για να παίζουν τις ομιλίες του Γκέμπελς ή τα διαγγέλματα του Χίτλερ. Στις κολόνες των δρόμων έχουν στηθεί μεγάφωνα, ενώ κυβερνητικές ομάδες ραδιοελεγκτών γυρίζουν από πόρτα σε πόρτα για να τσεκάρουν ότι όλοι οι πολίτες θα ακούσουν κάθε λέξη από την προπαγάνδα. Τα δυστοπικά μυθιστορήματα ωχριούν μπροστά στον κόσμο που έχει οραματιστεί ο ψυχασθενής Χίτλερ και η στρατιά των διεφθαρμένων υπηκόων του.



Σε αυτό το περιβάλλον ο αντιδραστικός Μπέρνι Γκούντερ προσλαμβάνεται από τον εκατομμυριούχο επιχειρηματία Χέρμαν Σιξ για να διαλευκάνει την κλοπή ενός διαμαντένιου κολιέ. Το κόσμημα βρισκόταν στο σπίτι της κόρης του Σιξ, η οποία απανθρακώθηκε μαζί με το σύζυγό της. Η κληρονόμος Γκρέτε και ο Πολ Πφαρ (επιφανές μέλος της Γκεστάπο) ήταν νεκροί στο κρεβάτι τους με μια σφαίρα στο κεφάλι ο καθένας και το χρηματοκιβώτιό τους άδειο (χωρίς να έχει παραβιαστεί με εκρηκτικά). Το σπίτι ολοσχερώς καμένο ώστε να καλυφθούν τα ίχνη. Ο Γκούντερ αναλαμβάνει να εντοπίσει το διαμαντένιο κολιέ, αλλά όχι να ανακατευθεί στις οικογενειακές τους υποθέσεις, όπως του ζητά αυστηρά ο επιχειρηματίας Χέρμαν Σιξ. Ψάχνοντας, ο ντετέκτιβ μπλέκεται σε μια ιστορία όπου είναι αναμεμειγμένος ο ίδιος ο πρωθυπουργός Χέρμαν Γκέρινγκ, η Γκεστάπο και ο αρχηγός της Χίμλερ, ένας ομοφυλόφιλος εκβιαστής που χρησιμοποιούσε ο Γκέρινγκ για τις βρομοδουλειές του, αλλά και οι φατρίες του γερμανικού υποκόσμου (βιαστές, φονιάδες, κλέφτες, μαστροποί, έμποροι ναρκωτικών και βαποράκια) πάνω στις οποίες στηρίχτηκε το οικοδόμημα του ναζισμού.



Το βιβλίο διαβάζεται με κομμένη την ανάσα. Οι περιγραφές του σε μεταφέρουν από τα σκοτεινά και δύσοσμα στενά του Βερολίνου, στα σαλόνια με τις μπροκάρ κουρτίνες και τα τεράστια πορτραίτα του Χίτλερ (όπου το αυγό του φιδιού επωαζόταν πάνω σε βελούδινους καναπέδες). Κι από τα υπόγεια της Γκεστάπο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου εκατομμύρια άνθρωποι μαρτύρησαν. Η γραφή του Κερ, γεμάτη κυνικά σχόλια και μαύρο χιούμορ, βοηθά ώστε να μη σε βαραίνουν οι φρικτές ιστορίες που περιγράφει. Ενώ οι διαρκείς ανατροπές σε κρατούν σε εγρήγορση. Ένα επιπλέον στοιχείο του βιβλίου, κατά τη γνώμη μου το πιο δυνατό, είναι ότι ιστορικά πρόσωπα εμπλέκονται στην πλοκή, φωτίζοντας τη διαφθορά του χιτλερικού καθεστώτος: Ένα κοκτέιλ από αμόρφωτους εθνικιστές-πιόνια, σαδιστές τραμπούκους, πρώην κατάδικους, μεγαλομανείς αξιωματικούς, bon viveur εκβιαστές, άπληστους επιχειρηματίες και βρόμικους πολιτικούς.


Κόντρα σε όλους εκείνους που στοχοποίησαν τη ζωή μας. Που βάφτισαν το φετινό Σεπτέμβρη «τραγικό». Που φόρτωσαν με φόβο το φθινόπωρο. Κόντρα σε όποιον προσπαθεί να μας αρπάξει το θάρρος, βάζουμε ασπίδα τις μικρές μας χαρές. Τις στιγμές εκείνες που φωτίζουν τη ζωή μας. Τις βόλτες με το ποδήλατο, μετά το γραφείο, στο δροσερό αεράκι της νύχτας. Τα θερινά σινεμά για να δούμε τη νέα ταινία του Γούντι Άλεν. Τους πρωινούς ζεστούς καφέδες στις βεράντες. 


Τις συναυλίες και τις παραστάσεις στο Ηρώδειο. Τα απογεύματα στις πλατείες. Τις νέες εκθέσεις στα μουσεία και τις γκαλερί. Τα βιβλία που διαβάζουμε στο κρεβάτι.


Απέναντι στην τρομοκρατία υψώνουμε τις επιθυμίες μας. Και αντιστεκόμαστε στη μιζέρια κάνοντας νέα σχέδια για το χειμώνα: Να ονειρεύεσαι θέατρα το Σαββατόβραδο, να βγαίνεις από το φουαγιέ κουμπώνοντας το ζεστό σου μαύρο παλτό. Να πίνεις ένα ακόμα ποτό συζητώντας για το έργο. Να αναρωτιέσαι αν θα προλάβεις την κουζίνα ανοιχτή στο αγαπημένο σου εστιατόριο. Να κοιτάς το πρόγραμμα της Λυρικής Σκηνής για τη νέα σεζόν και να νιώθεις αισιοδοξία που ακόμα και μέσα σε όλη αυτή τη θλίψη γίνονται πράγματα στην τέχνη. Πράγματα που σου θυμίζουν ότι είσαι άνθρωπος. Με δυο λόγια, ακόμα κι αν δεν μπορείς πια να κάνεις τίποτα απ' αυτά να μην σταματήσεις να τα ονειρεύεσαι. Γιατί οι άνθρωποι που ονειρεύονται κάποια στιγμή αντιδρούν. Διεκδικούν. Έχουν το θάρρος να παλέψουν για ό,τι τους ανήκει. Για όσα θέλουν. Ή για εκείνα που δεν μπορούν πια να απολαύσουν.