Kαρυστιάνη λοιπόν δεν είχα διαβάσει ποτέ. Παρά την επιμονή πολλών γνωστών μου που είχαν ενθουσιαστεί με τη γραφή της στη «Μικρά Αγγλία» ή στα «Σακιά». Τα τελευταία της διηγήματά με τίτλο «Καιρός σκεπτικός» που εκδόθηκαν πρόσφατα, όπως όλα της τα λογοτεχνικά βιβλία από τον Καστανιώτη, μου τα χάρισε μία πολύ καλή μου φίλη. Τα διάβασε μέσα σε μια νύχτα και μου τα έδωσε. Γιατί έκλαψε με το Θεριό.
Κι έκλαψα κι εγώ με το Θεριό. Και με πολλά ακόμα. Όχι γιατί είναι συγκινητικά, αλλά ακριβώς το αντίθετο, γιατί είναι κοφτά και γραμμένα τόσο όμορφα που φτάνουν μέχρι την ψυχή.
Η Καρυστιάνη είναι αυτό που λέμε κλασική. Σ' αυτά τα διηγήματα μιλά για ανθρώπους αληθινούς, για όσους κρύβονται πίσω από τις κλειστές πόρτες του διπλανού σπιτιού, για όλους αυτούς που προσπερνούμε στο μετρό χωρίς καν να φανταζόμαστε τι ιστορίες κουβαλάνε. Πόσα ζόρια, πόσες χαρές βάζουν στη ζυγαριά για να ισορροπήσουν. Για ανθρώπους πίσω από τα νούμερα και τις στατιστικές, πίσω από τις δόσεις, τις οικονομικές αναλύσεις: Για όλους εμάς που προσπαθούμε να επιβιώσουμε. Κόντρα στον καιρό τον δύσκολο. Τον σκεπτικό.
«Με το Καιρός Σκεπτικός επέστρεψα ξανά μετά από χρόνια στα διηγήματα», εξηγεί η ίδια η Ιωάννα Καρυστιάνη σε πρόσφατη συνέντευξή της στη Lifo «αυτό έγινε γιατί όσα ζούμε μου επέβαλαν τον χαρακτήρα του επείγοντος και η μικρή φόρμα ανταποκρίνεται στα γρήγορα. Ένιωθα καταπλακωμένη από ποσά, τόσα τα χρέη, τόσα τα ελλείμματα, τα πανωτόκια, οι μίζες, οι φευγάτες καταθέσεις, οι φόροι, τα χαράτσια, οι δόσεις, αμάν-αμάν η δόση, μη χάσουμε τη δόση, πάνω απ’ όλα η δόση. Ξέφυγα, λοιπόν, στα κλεφτά, με απλές ιστορίες εδώ κι εκεί, σε γειτονιές κι επαρχίες, με ήρωες που μοχθούν και ποθούν και πενθούν και πορεύονται μονάχοι, ερήμην του πολιτικού συστήματος».
Όλες οι ιστορίες, εννιά τον αριθμό, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Διαδραματίζονται στα Χριστούγεννα εν καιρώ κρίσης. Και μας διδάσκουν με τον πιο τρυφερό τρόπο μόνο αυτό: πώς το καλό που έχουμε μέσα μας μπορεί να μας ξελασπώσει όταν τα πράγματα ζορίζουν αληθινά.
Ήταν ένα ωραίο τριήμερο με την Καρυστιάνη. Μελαγχολικό και γι' αυτό βαθιά ανθρώπινο. Ήσυχο όπως η αλήθεια που όταν κάτσει μέσα μας μας γαληνεύει.


Υ.Γ. «Είχε πάνω της όλα τα καλύτερα του χωριού. Στα μάτια της τα φουντούκια του. Στα μάγουλά της τα μήλα του. Στα χείλη της τα κεράσια του. Στο γέλιο της το γουργούρισμα του νερού στα δυο ποτάμια, Σκουμπίν και Μελόζα. Στα μπράτσα της τις λυγαριές που ανθίζουν στις όχθες». 
Μα υπάρχει καλύτερη αρχή από τούτες εδώ τις φράσεις για έναν κρυφό έρωτα, όπως αυτός που περιγράφεται στο διήγημα Μπάρδο; «Στα μπράτσα της τις λυγαριές που ανθίζουν στις όχθες». Και στην ψυχή, λεβάντα, θα συμπλήρωνα εγώ.