Οι βόλτες για να αγοράσω βιβλία είναι ενικού αριθμού. Πάντα. Όταν πηγαίνω σε ένα βιβλιοπωλείο δεν θέλω παρέα. Είναι μια μικρή πολυτέλεια που προσφέρω στον εαυτό μου. Κλέβω λίγο χρόνο, παίρνω το ποδήλατο και βγαίνω έξω σαν τουρίστας.


Είναι μεγάλη απόλαυση: Να τριγυρνάς στην πόλη μόνος. Να σταματάς και να χαζεύεις. Να παρατηρείς, όσα πραγματικά το βλέμμα δεν προφταίνει όταν οδηγείς: Τους ανθρώπους που σου φαίνονται πιο όμορφοι όταν δεν βιάζεσαι, που τους χαμογελάς και ανθίζουν σαν λουλούδια. Τις πασχαλιές που έχουν βάψει μοβ την Αθήνα. Το γιασεμί που σκαρφαλώνει στα κάγκελα και μυρίζει τόσο που νιώθεις πως θα μεθύσεις. Τα κτίρια της πόλης. Τα μικρά μπαλκονάκια των γκρίζων πολυκατοικιών φορτωμένα με δεκάδες γλάστρες – μικρές τροπικές ζούγκλες σε δύο τετραγωνικά. Τα νεοκλασικά, τις πόρτες με τα περίτεχνα μπρούτζινα ρόπτρα και τις στέγες με τα ακροκέραμα.


Να περνάς με το ποδήλατο μπροστά από ωραίες βιτρίνες (στα Brooks Brothers στην οδό Αμερικής έχουν ανεβάσει ένα μεγάλο, παλιό ασπρόμαυρο εξώφυλλο του περιοδικού Life, δίπλα σε κάτι κοστούμια με '50s γραμμές σαν αυτά που φοράνε οι πρωταγωνιστές του Mad Men). Nα κάθεσαι σε ένα σκαλάκι, κάτω από ανοιχτά παράθυρα με τα στόρια τραβηγμένα και τις κουρτίνες να ανεμίζουν στο ανοιξιάτικο αεράκι και να απολαμβάνεις τις μυρωδιές των φαγητών, να αφουγκράζεσαι τα σκόρπια λόγια, τις μουσικές... Να φαντάζεσαι τις μικρές καθημερινές ιστορίες όσων ζουν εκεί, ιστορίες που δεν θα σου διηγηθεί ποτέ κανείς.


Σήμερα ήταν μια τέτοια μέρα. Μια ωραία μέρα. Με βόλτες στον Εθνικό Κήπο κάτω από τα δέντρα και διάβασμα ξαπλωμένος στο γρασίδι.


Δηλαδή, όχι ακριβώς διάβασμα, τρεις φράσεις και ονειροπόληση. Είχα πάρει μαζί μου το βιβλίο που διαβάζω αυτές τις ημέρες, το ατμοσφαιρικό «Ένα μπλουζ για τη Ζέλντα» του βραβευμένου με Γκονκούρ Ζιλ Λερουά (εκδ. Μεταίχμιο). Μια υπέροχη μυθιστορηματική βιογραφία της Ζέλντα Φιτζέραλντ. Δεν μπόρεσα να συγκεντρωθώ βεβαίως, ζήτημα να διάβασα δέκα σελίδες. Χιλιάδες πράγματα μου αποσπούσαν την προσοχή: Δυο σπουργίτια που φλέρταραν μια ανάσα μακριά, ένας γάτος που έκανε ακροβατικά πάνω σε ένα γέρικο πλατάνι, μια παρέα Ισπανών που περνούσε γελώντας, τα κλαδιά των δέντρων που έμοιαζαν σαν να χορεύουν στον άνεμο.


Τα μυθιστορήματα, για ανθρώπους σαν εμένα που δεν μπορούν εύκολα να συγκεντρωθούν στο βιβλίο αν δεν υπάρχουν ιδανικές συνθήκες, δεν είναι κατάλληλα για τέτοιες βόλτες. Απαιτούν συγκέντρωση που όταν είσαι έξω δεν γίνεται να έχεις. Η ποίηση είναι προτιμότερη. Έτσι πήγα στο βιβλιοπωλείο Ianos για να αγοράσω τις «Φωτιές» της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (εκδ. Χατζηνικολή). 


«Προϊόν μιας κρίσης πάθους», γράφει στον πρόλογο η ίδια η συγγραφέας, «το Φωτιές έχει τη μορφή μιας συλλογής ερωτικών ποιημάτων ή, αν το προτιμάτε, λυρικών πεζών, με άξονα μια ορισμένη αντίληψη για τον έρωτα. Σαν τέτοιο, το έργο δεν απαιτεί σχόλια. Ο απόλυτος έρωτας που επιβάλλεται στο θύμα του μαζί, σαν αρρώστια και σαν προορισμός, υπήρξε πάντοτε ένα θέμα πείρας και ένα από τα πιο τετριμμένα λογοτεχνικά θέματα. Το πολύ-πολύ να υπενθυμίζαμε πως κάθε έρωτας βιωμένος, όπως αυτός από τον οποίο βγήκε το βιβλίο, πλέκεται, ξεπλέκεται κατόπιν, μέσα σε μια δεδομένη κατάσταση, και όπως αυτή η πλοκή γίνεται με τη συνεργασία ενός πολυσύνθετου κράματος από συναισθήματα και περιστάσεις που σ' ένα μυθιστόρημα θα σχημάτιζαν την υπόθεση της αφήγησης και σ' ένα ποίημα συνιστούν το σημείο από το οποίο ξεκινά το τραγούδι. Στο Φωτιές, αυτά τα συναισθήματα και αυτές οι συνθήκες εκφράζονται άλλοτε άμεσα, αλλά αρκετά κρυπτογραφημένα, από αποσπασματικές σκέψεις που στην αρχή, οι περισσότερες τουλάχιστον, αποτελούσαν σημειώσεις ενός προσωπικού ημερολογίου, και άλλοτε αντίθετα έμμεσα, μέσα από αφηγήσεις που δανείζομαι από το θρύλο ή απ' την Ιστορία και που προορίζονται να χρησιμεύσουν στον ποιητή σαν στηρίγματα δια μέσου του χρόνου».
Το βιβλίο το ήξερα, αλλά δεν το είχα διαβάσει ποτέ. Πριν μέρες μια ανάρτηση στο blog Πανδοχείο το έβαλε πρώτο πρώτο στη λίστα με τα βιβλία που θέλω να αγοράσω.
Πέρασα όλο το μεσημέρι διαβάζοντάς το στη σκιά των δέντρων. Καθισμένος, σε ένα απόμερο τραπέζι, στην ήσυχη αυλή του Νομισματικού Μουσείου στην Πανεπιστημίου, με ένα ποτήρι Μοσχοφίλερο και μια δροσερή σαλάτα, ψαρεύοντας λέξεις και σκόρπιες φράσεις από τις «Φωτιές» της ερωτευμένης Γιουρσενάρ.


«Ανάμεσά μας υπάρχει κάτι περισσότερο από ένας απλός έρωτας: υπάρχει μια συνενοχή».

«Τα μαλλιά σου, τα χέρια σου, το χαμόγελό σου από μακριά μού θυμίζουν κάποιον που λατρεύω. Αλλά ποιόν λοιπόν; Μου θυμίζουν εσένα».


«Πού να σωθώ; Γεμίζεις τον κόσμο. Μόνο μέσα σε σένα μπορώ να σε αποφύγω».

«Το οινόπνευμα ξεμεθά. Μετά από λίγες γουλιές κονιάκ δεν σε σκέφτομαι πια».


«Τίποτα δεν έχω να φοβηθώ. Έχω φθάσει στον πάτο. Δεν μπορώ να πέσω πιο χαμηλά από την καρδιά σου».

«Όταν παύουν να σ' αγαπούν γίνεσαι αόρατος. Δεν αντιλαμβάνεσαι πια πως έχω ένα κορμί».


«Όταν τα χάνω όλα, μου μένει μόνο ο Θεός. Όταν χάνω το δρόμο του Θεού σε ξαναβρίσκω. Δεν μπορούμε νά 'χομε, μονομιάς, την απέραντη νύχτα μαζί με τον ήλιο».

Στο γυρισμό, κατηφορίζοντας με το ποδήλατο από την πλατεία Καρύτση προς το Μοναστηράκι, περνώντας μέσα από τα στενάκια του Ψυρρή, άκουγα τις πένθιμες καμπάνες να χτυπούν και σταμάτησα να προσκυνήσω τον επιτάφιο των Αγίων Ασωμάτων, στο μικρό πέτρινο εκκλησάκι πλάι στο σταθμό του Θησείου...


Άναψα κερί, έξω στην αυλή, πλάι σε δύο κομψές κυρίες που έλεγαν ότι ο Θεός μάς έχει εγκαταλείψει, και θυμήθηκα μια ακόμα φράση της Γιουρσενάρ που διάβαζα λίγο πριν...
«Υποφέρω τις ελλείψεις σου. Υπομένομε τις ελλείψεις του Θεού. Υποφέρω από την έλλειψή σου. Υπομένομε την έλλειψη του Θεού».


Διάβαζα στο site του περιοδικού New Yorker για μία τελευταία έρευνα που εξηγεί ότι τα βιβλία, περισσότερο από τα video games, τη μουσική και τις τηλεοπτικές σειρές, βοηθούν τους εφήβους να αποφύγουν την κατάθλιψη.
Φυσικά, μιλάμε για την προδιάθεση, γιατί αν κάποιος έχει κατάθλιψη ένα βιβλίο δεν αρκεί για να την αντιμετωπίσει, όπως άλλωστε επισημαίνει και ο δρ. Μπράιαν Πρίμακ -αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ (ΗΠΑ)- ο οποίος δημοσίευσε την εν λόγω μελέτη. (Περισσότερες πληροφορίες σχετικά θα βρείτε εδώ και εδώ).
Το διάβασμα δεν είναι φάρμακο, είναι απόλαυση, είναι ταξίδι. Για να αφεθεί κάποιος να τον απορροφήσει ένα βιβλίο σημαίνει ότι έχει και τη διάθεση και την ανάγκη να το κάνει, άρα δεν υποφέρει από το σαρωτικό κύμα της κατάθλιψης που παγώνει κάθε επιθυμία και όρεξη για ζωή.
Αυτή η έρευνα όμως με έβαλε σε σκέψεις: Γιατί διαβάζουμε;
Προσωπικά, επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Όπως έγραψα και σε ένα κείμενο που αφορούσε το blog, το οποίο δημοσιεύθηκε στο site της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σερρών, η πραγματικότητα είχε πάντα λιγότερη βαρύτητα μέσα μου από όσα φανταζόμουν. Υπό αυτή την έννοια όταν άρχισα να διαβάζω συστηματικά λογοτεχνία απελευθερώθηκα. Αισθάνθηκα ότι βρήκα το δρόμο μου. Καλοκαίρι, στα δεκαεφτά, μετά από έναν έρωτα για μια εικόνα. Ένα πάθος ανολοκλήρωτο, άρα απεγνωσμένο για πάντα. Ένα trompe l' oeil του νου που με διάλυσε και μου έδωσε την ευκαιρία να βγω από το κουκούλι της εφηβείας. Ουσιαστικά όλα ήταν μόνο στο μυαλό μου. Αλλά, τελικά, και τι δεν είναι; Τα βιβλία τότε έγιναν η μήτρα. Για να γεννηθώ ξανά. Στις υπογραμμισμένες παραγράφους με κόκκινο στυλό, στις τσακισμένες σελίδες, στις σημειώσεις που κρατούσα στο πλάι του κειμένου... Εκεί, πάνω στις λέξεις, έχτιζα σιγά σιγά τη νέα μου ζωή.
Πέρασαν χρόνια. Άλλαξαν πολλά. Σχεδόν όλα. Όμως κάτι έμεινε σταθερό και αναλλοίωτο: η αγάπη για τα βιβλία. Η μάλλον όχι μόνο η αγάπη. Η ανάγκη. Γιατί χωρίς τα διαβάσματα η ζωή είναι σκέτη ζωή. Τα βιβλία έγιναν η δεύτερη φύση μου. Ό,τι κι αν είναι αυτό το συγκεχυμένο πράγμα με τις χιλιάδες πτυχές που μεταβάλλονται διαρκώς, νιώθω να το γνωρίζω καλύτερα όταν μια φράση φωτίζει μέσα μου έναν ολόκληρο κόσμο που δεν γνώριζα πως υπήρχε. Όταν ανοίγονται μπροστά μου δρόμοι και ταξιδεύω χωρίς να σηκωθώ ούτε στιγμή από τον καναπέ. Όταν τα λόγια ενός ξένου, καταφέρνουν να ερμηνεύσουν και να ανασύρουν όσα για χρόνια κρύβονταν στα απύθμενα σκοτάδια του υποσυνειδήτου. Ως δια μαγείας...



Το Λίμπερτυ Μπαρ του Ζορζ Σιμενόν (εκδ. Άγρα) έφερε το καλοκαίρι πριν την ώρα του. Με ταξίδεψε στο γαλλικό νότο από την πρώτη κιόλας σελίδα. Λίγο οι ανοιξιάτικες λιακάδες, λίγο η μαγεία του τοπίου που έφερνα και ξαναέφερνα στο νου, δεν ήθελα και πολύ για να ξεμυαλιστώ. Και δεν ήμουν ο μόνος. Ακόμα κι ο επιθεωρητής Μαιγκρέ, σ' αυτό το βιβλίο, παρασύρθηκε τόσο από την ατμόσφαιρα της Ριβιέρας που δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και να διαλευκάνει το έγκλημα για το οποίο τον είχαν καλέσει από το Παρίσι.


«Στην αρχή της υπόθεσης ο Μαιγκρέ είχε την έντονη αίσθηση πως βρισκόταν σε διακοπές. Όταν κατέβηκε απ' το τρένο, ο μισός σταθμός της Αντίμπ λουζόταν σ' έναν ήλιο τόσο εκτυφλωτικό, που τους ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν τους έβλεπε κανείς σαν σκιές. Σκιές που φορούσαν καπελάκια ψάθινα κι άσπρα παντελόνια και βαστούσαν ρακέτες του τέννις. Ο αέρας βούιζε. Στην άκρη της αποβάθρας υπήρχαν φοίνικες, κάκτοι και πέρα από τον φωτεινό σηματοδότη απλωνόταν η γαλάζια θάλασσα».
Η ζέστη, τα παγάκια που έλιωναν στο ποτό του, η αντηλιά, οι μεθυστικές μυρωδιές της φύσης... Όλα συνηγορούσαν και τον οδηγούσαν από την κίνηση στην αδράνεια, στη ραστώνη, τη φυσική κατάσταση αυτού του τόπου.
Στο τελευταίο βιβλίο του Σιμενόν που εκδόθηκε στην Ελλάδα (από τα πρώτα μυθιστορήματα που έγραψε ο Βέλγος συγγραφέας με ήρωα τον Μαιγκρέ) ο βασικός πρωταγωνιστής είναι η Κυανή Ακτή. Η Ριβιέρα των μύθων και των χιλιοειπωμένων ιστοριών που δεν χορταίνεις ν' ακούς. Εκείνη των παλιών ασπρόμαυρων φωτογραφιών. Της μπουρζουαζίας και των συγγραφέων. Η Ριβιέρα που τόσο ωραία έχει περιγράψει ο Φιτζέραλντ στο μυθιστόρημα «Τρυφερή είναι η νύχτα» (εκδ. Πατάκη) ή η Φρανσουάζ Σαγκάν στο «Καλημέρα Θλίψη» (εκδ. Ζαχαρόπουλος). Ο επίγειος παράδεισος με το δροσερό γαλάζιο και τις καταπράσινες πλαγιές γεμάτες ελιές, μουριές, κυπαρίσσια και δάφνες. Η Μεσόγειος των απολαύσεων. Με τα γεύματα σε βεράντες που αιωρούνται πάνω από το γκρεμό. Τα κοκτέιλ πάρτυ πλάι σε πισίνες με διάφανα, κρυστάλλινα νερά. Τις βόλτες σε φιδογυριστούς δρόμους στο χείλος του γκρεμού με ξέσκεπα διθέσια αυτοκίνητα, τα οποία παίρνουν τις στροφές σαν θηλυκά που λικνίζονται με χάρη.
Ένας τόπος μαγικός, ζωντανός καμβάς, με κύματα που σκάνε στα βράχια και σύννεφα που χάνονται στον ανοιχτό ορίζοντα. Με ιστιοφόρα που αχνοφαίνονται στο ηλιοβασίλεμα. Ξενοδοχεία πνιγμένα στα πεύκα και βίλες χτισμένες δίπλα στην πλαζ. Με ηλικιωμένες κυρίες που τα απογεύματα παίζουν χαρτιά στο φερ φορζέ τραπέζι του κήπου, ενώ οι άντρες συζητούν πίνοντας ένα ακόμα μαρτίνι στη βεράντα. Την ίδια στιγμή οι νέοι με μπριγιαντίνη στο μαλλί και φορώντας κοστούμια λευκά, από ανάλαφρο λινό, ξεκινούν για τις Κάννες, όπου τους περιμένει μια νύχτα γεμάτη υποσχέσεις... Στα φωταγωγημένα καζίνο και τα night club της Κρουαζέτ. Καπνίζοντας, γελώντας, χορεύοντας. Φλερτάροντας με κορίτσια που έχουν βάλει τα καλά λουλουδάτα φορέματα τους και μερικές σταγόνες από το πιο μεθυστικό τους άρωμα στους καρπούς και πίσω από το λοβό των αυτιών.
Με λίγα λόγια ένα ειδυλλιακό περιβάλλον κατάλληλο για να κάνει κάποιος διακοπές και να απολαύσει την ανεμελιά του καλοκαιριού, όχι για να λύσει το μυστήριο μιας δολοφονίας. Ο επιθεωρητής Μαιγκρέ περιφέρεται στα ξενοδοχεία και τα μπαρ σαν παραφωνία, ντυμένος με το αυστηρό κοστούμι της δουλειάς, ανάμεσα σε ανθρώπους με καλοκαιρινά φαρδιά παντελόνια και μαρινιέρες. Διαρκώς προσπαθεί να καταπολεμήσει την ανάγκη του να τεμπελιάσει, να αφεθεί στο άχρονο σκηνικό που τον περιβάλλει. Βαριεστημένος κοντοστέκεται στα καφενεία και λίγο πριν αφεθεί στη γλυκιά απραξία, νιώθει τύψεις και επαναλαμβάνει διαρκώς στον εαυτό του «ο Ουίλιαμ Μπράουν δολοφονήθηκε» μήπως και αυτό καταφέρει να τον κινητοποιήσει. Πρώτα επισκέπτεται τη βίλα στην οποία βρέθηκε νεκρός ο Μπράουν. Πρόκειται για ένα κατάλευκο σπίτι στον παραλιακό δρόμο της Αντίμπ. Ένα σπίτι μπουρζουάδικο μα παραμελημένο, στο οποίο το θύμα ζούσε με τη νεότερη ερωμένη του και την ηλικιωμένη μητέρα της. Οι δύο γυναίκες που έχουν συλληφθεί από τη τοπική αστυνομία γιατί λίγο μετά το έγκλημα προσπαθούσαν αδέξια να το σκάσουν φορτωμένες με δυο βαλίτσες, εξηγούν στον επιθεωρητή ότι εκείνες εντόπισαν τον Μπράουν μαχαιρωμένο να χαροπαλεύει έξω από την πόρτα της βίλας. Όταν αυτός ξεψύχησε τον έθαψαν όπως όπως στην αυλή και από το φόβο μην μπλέξουν αποπειράθηκαν να το σκάσουν. Ο Μαιγκρέ δίνει εντολή να τις αποφυλακίσουν και οι δυο γυναίκες επιστρέφουν στη βίλα που ζούσαν τα τελευταία χρόνια με τον Μπράουν. Το θύμα υπήρξε κάποτε πάμπλουτος μεγιστάνας, με τεράστια περιουσία στην Αυστραλία. Μια δεκαετία πριν, κουρασμένος από την οικογενειακή ζωή, εγκαταλείπει τη σύζυγο και τους γιους του, καθώς και την επιτυχημένη επιχείρησή του, μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες που εξάγει μαλλί σε όλο τον κόσμο. Με πρόσχημα τις δουλειές επισκέπτεται την Ευρώπη και μαγεμένος από τη Ριβιέρα και τον κοσμοπολίτικο αέρα της αποφασίζει να μην επιστρέψει πίσω. Η οικογένεια αντιδρά και με αφορμή τις σπατάλες του -εκτός της άσωτης ζωής ενός μπον βιβέρ που απολάμβανε επί σειρά ετών, αγόρασε επιπλέον θαλαμηγό και βίλα στην Αντίμπ- του μπλοκάρουν νομικά την περιουσία. Το μόνο που του προσφέρει το δικαστήριο είναι το σπίτι που μένει στην Κυανή Ακτή με την ερωμένη του και της μητέρα της, αλλά και ένα συγκεκριμένο ποσό κάθε μήνα για τα έξοδά του. Ο Μπράουν, αλκοολικός πια ζει την παρακμή στη βίλα μαζί με τις δυο γυναίκες, αλλά κάθε δεκαπέντε ημέρες όταν τους τελειώνουν τα χρήματα εξαφανίζεται για να φέρει άλλα. Οι δυο γυναίκες δεν γνωρίζουν λεπτομέρειες για το παρελθόν του: ούτε πού βρίσκει τα χρήματα ούτε που πηγαίνει όταν φεύγει. Ο Μαιγκρέ ακολουθώντας τα τελευταία ίχνη του καταλήγει σε ένα εξαθλιωμένο αλλά ατμοσφαιρικό μπαρ στις Κάννες. Εκεί μία ευτραφής γριά, η Ζαζά, ιδιοκτήτρια του Λίμπερτυ μπαρ τον υποδέχεται και τον βοηθά να βρει την άκρη του νήματος. Ο Ουίλιαμ Μπράουν εδώ ξημεροβραδιαζόταν τις ημέρες που έφευγε από τη βίλα, πίνοντας μέχρι τελικής πτώσης με τη Ζαζά καθώς και με τη συντροφιά μίας νεαρής πόρνης, της Συλβί και του νταβατζή της, του Γιαν, ενός καμαρότου σε μια σουδική θαλαμηγό που ήταν μονίμως δεμένη στη μαρίνα των Καννών. Τόσο οι δύο γυναίκες στη βίλα, όσο και οι τρεις αυτοί άνθρωποι στο μπαρ έτρωγαν τα λεφτά του Ουίλιαμ Μπράουν κάθε μήνα από το επίδομα. Άρα δεν είχαν συμφέρον να τον σκοτώσουν. Ποιος το έκανε; Ο γιος του, ο Χάρρυ Μπράουν, που στο ενδιάμεσο έχει καταφθάσει για την κηδεία αντί να βοηθήσει, θα περιπλέξει τα πράγματα.
Πέρα από την αστυνομική ιστορία που έχει πολύ ενδιαφέρον, όπως πάντα οι ιστορίες που διηγείται ο Σιμενόν, το βιβλίο είναι σκέτη απόλαυση γιατί νιώθεις σαν να περπατάς ο ίδιος στα στενάκια της γαλλικής Ριβιέρας. Οι περιγραφές σε κάνουν και διψάς, τα ποτά σε δροσίζουν, το άρωμα της σαλάτας που ο Μαιγκρέ δοκίμασε στο μπαρ της Ζαζά σου μένει στο στόμα σαν ένα πιάτο που γεύτηκες εσύ. Δεν ξέρω για εσάς αλλά αυτό για μένα είναι μεγάλο δώρο. Να διαβάζεις ένα βιβλίο και να νιώθεις ότι βαδίζεις εκεί που περπάτησαν οι ήρωές του. Να ξέρεις ένα μέρος κι ας μην το έχεις επισκεφθεί ποτέ στ' αλήθεια ή να νιώθεις κάτι όχι επειδή το έζησες αλλά γιατί το διάβασες...

Υ.Γ. Πόσο στ' αλήθεια ζηλεύω αυτούς που απόλαυσαν τα μποέμ καλοκαίρια στη Ριβιέρα τη δεκαετία του '20 ή του '50. Πόσο θα ήθελα να παίζω μπιρίμπα με τη Ζέλντα και τον Φιτζέραλντ. Να πίνω κοκτέιλ με την κακομαθημένη Σεσίλ της Φρανσουάζ Σαγκάν. Να «περνώ τη ζωή διασκεδάζοντας, μ' εκείνο το δυνατό συναίσθημα της άγριας φυγής, μαζί μ' έναν τόνο λύπης, αλλά πάντα με το όνειρο και την ελπίδα κάποιας απόλαυσης -ευτυχίας ίσως- γύρω στο τέλος της επόμενης εβδομάδας, μπορεί τα μεσάνυχτα, σε μια μακρινή χώρα»* Και πόσο ωραίο θα ήταν στ' αλήθεια να είμαστε μαζί εκεί, ξανά είκοσι χρόνων, με τα μαλλιά σου πιασμένα ψηλά, τα χείλη κόκκινα, να χορεύουμε, ανέμελοι, σαν να μην υπάρχει αύριο...

* Απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του μυθιστορήματος «Όμορφοι και Καταραμένοι» του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (εκδ. Ερατώ), ενός υπέροχου χρονικού για τη γενιά της τζαζ.

ΒΙΒΛΙΟ: Μάσκες
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Λεονάρδο Παδούρα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Καστανιώτη

Η ζέστη που κατακυριεύει τα πάντα, μια παγωμένη μπύρα που την πίνεις μια κι έξω για να ξεδιψάσεις ή ένα μπουκάλι ρούμι που αδειάζει σίγα σιγά υπό τους ήχους της λάτιν, o καπνός ενός πούρου που σε μεθά... Ο Λεονάρδο Παδούρα στήνει ένα πολύ ενδιαφέρον αστυνομικό μυθιστόρημα που σε ταξιδεύει στην καρδιά της Κούβας. Σελίδα-σελίδα τριγυρίζεις στα σοκάκια της Αβάνας ανάμεσα σε παιδιά που παίζουν ποδόσφαιρο στις αλάνες, πλάι σε σπίτια από τσίγκο, αλλά και στις μεγάλες λεωφόρους με τις κλασικές βίλες που έχουν πολύχρωμα βιτρό και μπαλκόνια στολισμένα με περίτεχνα κάγκελα.
Ουσιαστικά η πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι η πόλη. Παράλληλα όμως το έγκλημα γίνεται το μέσο για να πέσουν οι μάσκες και να φανερωθεί το άλλο πρόσωπο της κουβανέζικης πρωτεύουσας: αυτό που κρύβεται πίσω από τη βιτρίνα ενός εξωτικού προορισμού, εκείνο που δεν φαίνεται στις πανέμορφες καρτ ποστάλ.
Ένα πρωί, μέσα στη ραστώνη του καλοκαιριού, με τη θερμοκρασία να αγγίζει από νωρίς τους 40 °C υπό σκιάν ένας διαβάτης ανακαλύπτει το πτώμα ενός τραβεστί στο δάσος της Αβάνας. Το θύμα φοράει κόκκινο κραγιόν, περούκα και είναι ντυμένος με μια μπλε τουαλέτα, ραμμένη για μία θεατρική παράσταση που δεν ανέβηκε ποτέ, εξαιτίας της λογοκρισίας του «καστρικού» καθεστώτος. Ο υπολοχαγός ανθρωποκτονιών Μάριο Κόντε, ήρωας του συγγραφέα σε έξι μυθιστορήματά του (σημ.: στα ελληνικά εκτός από τις «Μάσκες» κυκλοφορούν επίσης από τις εκδόσεις Καστανιώτη τα «Αντιός, Χεμινγουεϊ» και «Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη»), αναλαμβάνει απρόθυμα να εξιχνιάσει την υπόθεση. Βαριεστημένος, απογοητευμένος από τη δουλειά του, ο μποέμ αστυνομικός που γράφει διηγήματα και ξενυχτά πίνοντας ρούμι σε παράνομα μπαρ στημένα στην πίσω αυλή μιας φτωχογειτονιάς, νιώθει εντελώς έξω από τα νερά του. Μέσα στη ζέστη που τον καθηλώνει, καίγοντας την πόλη, αναγκάζεται να αναμετρηθεί με την ομοφοβία του και να εξερευνήσει έναν κόσμο που του φαίνεται ολότελα αλλόκοτος.
Η ταυτότητα του τραβεστί κρύβει ένα σκάνδαλο, αφού είναι γιος ενός επιφανούς διπλωμάτη, βετεράνου της Επανάστασης. Ο Αλέξης Αραγιάν, το θύμα, μεγαλωμένος σε μία από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες της Κούβας, ζούσε απομονωμένος -σχεδόν κρυμμένος- με τη γιαγιά και την παραδουλεύτρα. Οι γονείς του που δεν αποδέχτηκαν ποτέ τη σεξουαλική ροπή του μοναχογιού τους τον περιθωριοποίησαν. Ο ρατσισμός τον στιγμάτισε ακόμα και μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Μεγαλώνοντας εγκατέλειψε την πατρική εστία και βρήκε καταφύγιο στη μονοκατοικία ενός διάσημου θεατρικού σκηνοθέτη, του Αλμπέρτο Μαρκές, ο οποίος είχε διωχθεί στο παρελθόν για την ομοφυλοφιλία του.
Λίγο μετά την ανακάλυψη του πτώματος ο αστυνομικός Μάριο Κόντε, επισκέπτεται για πρώτη φορά τον σκηνοθέτη και προσπαθεί να βρει την άκρη του νήματος στις διηγήσεις του. Στο μισοσκόταδο της παραμελημένης βίλας που είναι γεμάτη βιβλία και φθαρμένα έπιπλα, καθισμένος αντίκρυ από τον γερασμένο πια δραματουργό, ο ντετέκτιβ ψάχνει το κλειδί που θα τον οδηγήσει στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Μέσα από την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία του σκηνοθέτη, ο Λεονάρδο Παδούρα βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τη σκληρότητα του κουβανικού κράτους απέναντι στους ομοφυλόφιλους. Ενός καθεστώτος που τη δεκαετία του 1970 αντιμετώπιζε ακόμα και την σεξουαλική επιθυμία σαν επικίνδυνο εχθρό του και έκανε εγκλήματα κυνηγώντας ανελέητα όσους θεωρούσε αντιφρονούντες μόνο και μόνο επειδή είχαν άλλες προτιμήσεις.
Ο Αλμπέρτο Μαρκές υπήρξε θύμα αυτού του παραλογισμού. Στις αρχές των σέβεντις βρισκόταν στο πικ της καριέρας του όταν του απαγόρευσαν κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα στο νησί. Κρίθηκε επικίνδυνος, παρόλο που η θεατρική ματιά του θεωρούνταν από κοινό και κριτικούς ό,τι πιο αβανγκάρντ. Μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι όπου έκανε παρέα με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ και τον Ζαν Πολ Σαρτ και δούλευε πάνω στο θεατρικό έργο του Βιρχίλιο Πινιέρα «Ελέκτρα Γκαριγκό», το οποίο σκεφτόταν να ανεβάσει με μια προκλητική για την εποχή σκηνοθεσία: Οι ηθοποιοί θα φορούσαν μάσκες και η ηρωίδα θα θύμιζε τραβεστί.
«Είχε φτάσει το τέλος της γιορτής και έφευγα από το Παρίσι μέσα στη βροχή. Γιατί η άνοιξη στο Παρίσι είναι έτσι, εύθραυστη: τα επιθανάτια φτερουγίσματα του χειμώνα μπορούν να της επιτίθενται με μια ατιμωρησία απλώς αηδιαστική και εκδικητική. Η κακοκαιρία ξεκίνησε χωρίς προειδοποίηση και τα παράθυρα, που στη διάρκεια της μέρας τα αφήναμε ανοιχτά στις ευγενικές μυρωδιές και τους θορύβους εκείνης της εποχής, έπρεπε να τα κλείνουμε, για να βλέπουμε μέσα από τα τζάμια την παγωμένη βροχή να βασανίζει τα παρθένα βλαστάρια των δέντρων στη γειτονική πλατεία. Δύο μέρες πριν, εγώ είχα ολοκληρώσει τις έρευνές μου για ντοκουμέντα σχετικά με τον Αρτώ, καθώς και τον κύκλο των μάστερ-κλας στο Θέατρο των Εθνών, όπου παρουσίασα για πρώτη φορά ενώπιον κοινού την καινούρια μου ιδέα για το ανέβασμα της Ελέκτρα Γκαριγκό με βάση εκείνο που είχα ονομάσει αισθητική τραβεστί. Ήταν επιτυχία, στην πραγματικότητα ήταν η τελευταία μου μεγάλη δημόσια επιτυχία... Από τον Σαρτ μέχρι τον Γκροτόφσκι, και συμπεριλαμβανομένων του Τριφό, του Νέστορ Αλμέντρος, του Χούλιο Κορτάσαρ και της Σιμόν Σινιόρε, μου έπλεκαν εγκώμια, δημοσίως και κατ' ιδίαν, και εκεί επιτόπου δέχτηκα πρόσκληση να παρουσιάσω το έργο και την επόμενη σεζόν, με παραστάσεις σε έξι πόλεις της Γαλλίας. Βρισκόμουν στο αποκορύφωμα του ονείρου μου, όταν άρχισε να βρέχει στο Παρίσι σαν να μην είχε βρέξει ποτέ, και τότε αποφάσισα να επιστρέψω στον ασεβή αλλά σίγουρο ήλιο της Αβάνας, με μια πυρετώδη βιασύνη για να ριχτώ στη δουλειά (...) Κλείστηκα στο σπίτι με το κείμενο του Βιρχίλιο και άρχισα να πλάθω στη φαντασία μου τη σκηνοθεσία (...) Επιτέλους, στις 6 Σεπτεμβρίου συγκέντρωσα στο θέατρο στο θέατρο όλους όσοι επρόκειτο να εργαστούν στην παράσταση και τότε έκανα την πρώτη ανάγνωση του λιμπρέτου (...) Το χειροκρότημα στο τέλος, με όλο τον κόσμο όρθιο, με έπεισε οριστικά πως είχα φτάσει στις πύλες του παραδείσου».
Εκλεκτοί καλεσμένοι -δημοσιογράφοι, κριτικοί, θεατράνθρωποι- παρακολουθούσαν τις πρόβες και έφευγαν ενθουσιασμένοι. Ακόμα και ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Βιρχίλιο Πινιέρα, τα έχασε από τη δυναμική που αποκτούσε το έργο του μέσα από την οπτική του Μαρκές. Φοβήθηκε ότι ήταν τόσο μεγάλο αριστούργημα που θα τους δημιουργούσε πρόβλημα. Ο Αλμπέρτο Μαρκές δεν άκουσε το καμπανάκι κινδύνου που του έκρουσε ο Βιρχίλιο. Κακώς. Αφού τελικά η επιτροπή που έλεγχε τις παραμέτρους ενός έργου και το λογόκρινε αν αυτό δεν συμφωνούσε με τις αρχές της «Επανάστασης» και του καθεστώτος του Φιντέλ Κάστρο, έριξε την αυλαία πριν καν αυτή σηκωθεί. Το σύστημα πολέμησε τον Μαρκές και τελικά τον εξόντωσε, αφού τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει το θέατρο και να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του μέσα στην αφάνεια. Το έργο του κρίθηκε αντικαθεστωτικό. Από το χειροκρότημα και το θρίαμβο βρέθηκε σε μία νύχτα να δουλεύει καταναγκαστικά σε μια συνοικιακή δημόσια βιβλιοθήκη.
Η ιστορία που αφηγείται ο Λεονάρδο Παδούρα φανερώνει μεν τη φασιστική αγριότητα του καστρικού κράτους απέναντι στους ομοφυλόφιλους, αλλά το κάνει πολύ -μα πολύ- επιφανειακά. Κι αυτό είναι το μόνο μείον του μυθιστορήματος. Αν κάποιος δεν έχει διαβάσει την αυτοβιογραφία του Κουβανού συγγραφέα Ρεϊνάλντο Αρένας («Πριν πέσει η νύχτα», εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες), ο οποίος μαρτύρησε επειδή ήταν ομοφυλόφιλος, ή δεν έχει δει την ομώνυμη συγκλονιστική ταινία του Τζούλιαν Σνάμπελ που βασίζεται στη ζωή του, διαβάζοντας το βιβλίο του Παδούρα δεν θα έχει εικόνα για την αδικία που διαπράχθηκε ενάντια σε χιλιάδες Κουβανούς πολίτες: Ανθρώπους που ανακρίθηκαν ανελέητα σαν κοινοί εγκληματίες επειδή ερωτεύθηκαν, οδηγήθηκαν σε σωφρονιστικά ιδρύματα σαν φυλακές και βασανίζονταν προκειμένου να αλλαξοπιστήσουν. Ο Ρεϊνάλντο Αρένας ήταν ένας από αυτούς και στο βιβλίο-καταγγελία που έγραψε -ζώντας ελεύθερος πια στη Νέα Υόρκη στα τέλη του 1980- αποκαλύπτει λίγο πριν αυτοκτονήσει όσα δεν τόλμησε ο Παδούρα: «Μπήκα στο Μόρο (σημ.: φυλακή-κολαστήριο) περιβεβλημένος με τις πιο σκοτεινές φήμες και, αν μη τι άλλο, αυτό ήταν που μου επέτρεψε να παραμείνω ζωντανός, εν μέσω όλων αυτών των δολοφόνων που υπήρχαν εκεί. Με σκοπό να με συλλάβουν, οι κουβανικές αρχές εξαπέλυσαν ολόκληρη εκστρατεία εναντίον μου, στην οποία δεν εμφανιζόμουν ως πολιτικός κρατούμενος ή συγγραφέας, αλλά ως κοινός εγκληματίας». Αυτό όπως περιγράφει τον βοήθησε να επιβιώσει, αφού στο παράλογο σύστημα του Φιντέλ Κάστρο ακόμα κι ένας φονιάς ή ένας βιαστής άξιζε πολύ καλύτερη μεταχείριση από έναν ομοφυλόφιλο. 
«Οι ομοφυλόφιλοι καταλάμβαναν τις δύο χειρότερες πτέρυγες στο Μόρο. Ήταν κάτι πτέρυγες ημιυπόγειες που γέμιζαν νερό όταν ανέβαινε η παλίρροια. Ήταν ένα μέρος ασφυκτικό, χωρίς ούτε ένα αποχωρητήριο. Τους ομοφυλόφιλους δεν τους μεταχειρίζονταν ως ανθρώπινα πλάσματα αλλά ως κτήνη».
Κατά τ' άλλα, για να επιστρέψουμε στις «Μάσκες» του Λεονάρδο Παδούρα, το βιβλίο όσον αφορά την αστυνομική του πλοκή κλείνει με μια ανατροπή, η οποία δικαιολογείται απολύτως. Τουλάχιστον σε αυτό ο συγγραφέας ήταν συνεπής και έτσι αποζημιώνει τον αναγνώστη.

Υ.Γ. Για την ιστορία στις 31 Αυγούστου του 2010 ο Φιντέλ Κάστρο σε συνέντευξή που παραχώρησε στην εφημερίδα La Jornada ανέλαβε για πρώτη φορά δημοσίως την ευθύνη για του διωγμούς των ομοφυλόφιλων στην Κούβα. Για να διαβάσετε το δημοσίευμα στην Telegraph πατήστε εδώ.


Το trailer της ταινίας «Πριν πέσει η νύχτα» του Τζούλιαν Σνάμπελ, η κινηματογραφική μεταφορά της αυτοβιογραφίας του Ρεϊνάλντο Αρένας