Ολόκληρη η μέρα ενός ανθρώπου που ζει πλάι στα βιβλία. Ο καφές, η εφημερίδα, το βιβλιοπωλείο, οι συζητήσεις, η βόλτα, ο καναπές, (η γάτα), το κρεβάτι... Η Υelena Βryksenkova, μία illustrator από τη Ρωσία που συνεργάζεται με μεγάλους εκδοτικούς οίκους και εφημερίδες όπως οι New York Times, μεταμορφώνει τις πιο μικρές μας απολαύσεις σε υπέροχα σκίτσα. Εδώ μπορείτε να δείτε τη δουλειά της: yelenabryksenkova.com




Συμβαίνει καμιά φορά να θες πολύ να διαβάσεις ένα βιβλίο, να έχεις ψάξει τα δημοσιεύματα που το αφορούν, να έχεις ενθουσιαστεί εκ των προτέρων από τη φήμη του και τις συζητήσεις που έχει προκαλέσει, κι όμως όταν το πιάσεις στα χέρια σου να μην βλέπεις την ώρα να πας στο επόμενο. Ο θάνατος ενός κριτικού του Μάρτιν Βάλζερ (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας) ήταν για μένα δυστυχώς ένα από αυτά.

Η ιστορία που αφηγείται ο Βάλζερ είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Έχει όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να απογειώσουν ένα βιβλίο: έγκλημα, λογοτεχνία, μίντια, συγγραφείς, συλλέκτες έργων τέχνης και έναν διάσημο κριτικό που έχει τη δύναμη με μια του λέξη να συνθλίψει ή να αποθεώσει έναν δημιουργό. Ωστόσο η ιδέα μένει μετέωρη, ο Βάλζερ δεν την υπηρετεί, αντιθέτως την παραμελεί για να ασκήσει μια ανελέητη -αλλά απολύτως ανιαρή- κριτική στη «βιομηχανία των γραμμάτων».

Αφηγητής είναι ένας συγγραφέας που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη μελέτη αποκρυφιστικών συμβόλων στην Τέχνη. Ήρωες είναι ο διάσημος κριτικός λογοτεχνίας Ερλ Κένιγκ και ο συγγραφέας Χανς Λαχ. Ο Κένινγκ στην τηλεοπτική εκπομπή του, η οποία έχει υψηλή τηλεθέαση, εξευτελίζει τον Λαχ και υποτιμά φρικτά το τελευταίο του βιβλίο. Το ίδιο βράδυ, ο ταπεινωμένος συγγραφέας καταφέρνει να διεισδύσει στο καθιερωμένο πάρτι που διοργανώνεται προς τιμήν του πανίσχυρου κριτικού στην έπαυλη του εκδότη του μετά από κάθε εκπομπή. Εκεί οι δύο άντρες συγκρούονται και ο Λαχ απειλεί τον Κένιγκ δημοσίως ότι θα ανταποδώσει το χτύπημα. Λίγες ώρες μετά το γεμάτο αίματα πουλόβερ του Κένιγκ βρίσκεται πεταμένο πάνω στο αυτοκίνητό του αλλά το σώμα του αγνοείται. Η αστυνομία συλλαμβάνει τον συγγραφέα ως βασικό ύποπτο για τη δολοφονία του κριτικού. Ακριβώς σ' αυτό το σημείο μπαίνει ο αφηγητής, γείτονας του Λαχ, και προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητα του φίλου του.

Το βιβλίο είναι εντελώς ανούσιο, και σε κάποιες περιπτώσεις τόσο βαρετό που θα το άφηνα στην άκρη αν δεν είχε έκταση μόνο 243 σελίδων. Είναι λες και ο Βάλζερ έγραψε αυτό το μυθιστόρημα για να το μεταμορφώσει σε πολυβόλο. Δείχνει σαν να μην τον αφορά καθόλου η πλοκή, σαν να την διεκπεραιώνει. Είναι εμφανές άλλωστε ότι ο στόχος του δεν ήταν μια αστυνομική ιστορία, αλλά μια συγκαλυμμένη επίθεση -μέσω του Ερλ Κένιγκ- στον διάσημο Μαρσέλ Ράιχ Ρανίτσκι (1920 - 2013), τον ισχυρότερο κριτικό βιβλίου του περασμένου αιώνα. Ηδονικά, σε σημείο κακοήθειας -τόσο που αρχίζεις να συμπαθείς τον κριτικό- παραθέτει εξευτελιστικές πληροφορίες οι οποίες συνθέτουν έναν άνισο χαρακτήρα που θυμίζει καρικατούρα σε κόμικ.


Για πολλά χρόνια ονειρευόμουν μια ζωή σαν αυτή που περιγράφει ο Θoρώ στο μυθιστόρημά του Walden ή Η ζωή στο δάσος. Μια τέλεια απομόνωση μέσα στη φύση. Ένα ήσυχο αγροτόσπιτο γεμάτο βιβλία, φρέσκα φρούτα και λαχανικά στα καλάθια, ένα σκουριασμένο μεταλλικό κρεβάτι στην αυλή κάτω από την ασπρισμένη μουριά, δυο τρία σκυλιά και λασπωμένες γαλότσες στο κατώφλι. Μια ζωή δηλαδή μοιρασμένη στο μποστάνι και τις λέξεις.

Η ποίηση και πολύ περισσότερο η λογοτεχνία μού πρόσφεραν απλόχερα τέτοια ταξίδια. Ωραιοποίησαν ακόμα περισσότερο τη φαντασίωση, πολλές φορές -κακά τα ψέματα- έδωσαν άλλοθι στην πλήξη μου να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα, κι άλλες φορές -γι αυτό ευγνωμονώ τα βιβλία- με προστάτεψαν από την υστερία μιας επιφανειακής ζωής που στα χρόνια της ανάπτυξης ήταν σχεδόν μονόδρομος.

Έζησα λίγο ή πολύ τη ζωή μου, μέχρι τώρα, πλάι στα βιβλία. Δεν σταμάτησα να διαβάζω ποτέ. Ήταν η ισορροπία μου. Ο τρόπος να βάζω φρένο σε όσα δεν μου άρεσαν. Ένα μέρος για να κρύβω τις νευρώσεις μου, να νικώ την κατάθλιψή μου, να απολαμβάνω την ησυχία. Να παίρνω μέσα στην ταχύτητα της πόλης μια γεύση από τη βραδύτητα, τον ρυθμό της απόλαυσης κατά τον Κούντερα.

«Εκείνο που με κατατρύχει είναι η αδιαφορία. Αδυνατώ να ασχοληθώ με τους ανθρώπους. Ή μάλλον, δεν θέλω. Γιατί αποφεύγω, επιμελώς, κάθε περίσταση που θα απαιτούσε να ασχοληθώ μαζί τους. Ένα αναγκαίο στάδιο της θεραπείας είναι να αποδέχεται κανείς όλες αυτές τις περιστάσεις, ακόμη και να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να δημιουργήσει τέτοιες. Η αδιαφορία είναι μια μορφή οκνηρίας. Γιατί μπορεί κάποιος να δουλεύει σκληρά, όπως έκανα ανέκαθεν κι εγώ, κι ωστόσο να κυλιέται στη νωθρότητα, να είναι εργατικός όσον αφορά τη δουλειά του, αλλά σκανδαλωδώς τεμπέλης απέναντι σε οτιδήποτε άλλο».

Όταν έσκασε η κρίση και η ζωή μου άλλαξε, η δουλειά έγινε πολύ πιο δύσκολη και η καθημερινότητα πιο απαιτητική. Οι προτεραιότητες και τα δεδομένα ανατράπηκαν. Η πόλη έγινε λίγο επαρχία, οι άνθρωποι πιο ουσιαστικοί. Ξαφνικά άρχισα να έχω την ανάγκη να επικοινωνώ, όχι να απομονώνομαι. Έφτιαξα αυτό το blog, ξανοίχτηκα σχετικά από τον κλειστό μου κύκλο σε αγνώστους, οικείους ξένους με τους οποίους πολλές φορές έχω περισσότερα κοινά θέματα συζήτησης από ανθρώπους που λες “ξέρω καλά”, συμμετείχα σε ομάδες γυρίζοντας όλη την πόλη με το ποδήλατο, γράφτηκα σε λέσχες, άρχισα να ακούω τους άλλους. Με μια λέξη: Ενηλικιώθηκα. Ενδιαφέρθηκα πραγματικά.

«Με ρώτησε αν ήμουν ευτυχισμένος. Είπα ναι – μολονότι δεν ήξερα εάν η ευτυχία ήταν η κατάλληλη λέξη. Πιο ουσιαστικός, πιο πλήρης, με περισσότερο ενδιαφέρον για τα πράγματα, με μεγαλύτερη επίγνωση».

Διαβάζοντας τον Τυφλό Λυτρωτή του Άλντους Χάξλεϋ (εκδ. Scripta, σε εξαιρετική μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου) ένιωσα πολλές φορές σαν να κρυφοκοίταζα τη ζωή μου. Ζορίστηκα σε κάποια κεφάλαια, είναι αλήθεια. Ταυτίστηκα δυστυχώς με τον Άντονι. Και λέω δυστυχώς γιατί ο ήρωας του Χάξλεϋ είναι ένα τοξικό -κατά βάση δειλό- πλάσμα που έβαλε ασπίδα και αντί να βγει στη ζωή, περιχαρακώθηκε σε έναν κόσμο ιδεών, γεμάτο βιβλία. Μια τέλεια απομόνωση στην καρδιά του Λονδίνου. Το μυθιστόρημα αφηγείται την πορεία ενηλικίωσης ενός παιδιού που σε πολύ μικρή ηλικία χάνει τη μητέρα του και θωρακίζεται με έναν εστέτ κυνισμό απέναντι στην πραγματικότητα. Την ιστορία ενός γέρου κάτω των τριάντα που όπως ο Μπέντζαμιν Μπάτον γίνεται όλο και πιο νέος, ανάλαφρος, μεγαλώνοντας.

«Αν συμπεριφέρεσαι σαν γέρος, το σώμα σου θα συμπεριφέρεται σαν σώμα γέρου, θα σκέφτεσαι και θα αισθάνεσαι γέρος».

Αλαζόνας, σνομπ, ειρωνικός, επιθετικός, αντικοινωνικός, αφιερώνεται με εμμονική προσήλωση στα βιβλία του και αντιμετωπίζει με προχειρότητα τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρέφεται. Αδιαφορεί για όσα εκείνοι σκέφτονται, τους ακούει μόνο για να επιβεβαιώσει τις δικές του απόψεις, και άρα χάνει τη μαγεία που έχει πάντα να σου δώσει ο άλλος αν σταματήσεις να τον βλέπεις αποκλειστικά και μόνο μέσα από τα δικά σου φίλτρα. Ο Άντονι πληγώνει τους γύρω του, είτε αδιαφορώντας επί της ουσίας γι αυτούς είτε παίζοντας με τα αισθήματά τους για να ικανοποιήσει τις νευρώσεις του. Φτάνοντας στη μέση ηλικία συμφιλιώνεται με τα παιδικά του τραύματα και ανακαλύπτει επώδυνα και μέσα από ένα τραγικό λάθος ότι η άρνησή του να ζήσει δεν ήταν πνευματική υπεροχή αλλά αδυναμία.

«Εσένα σε κακομεταχειρίστηκαν;» τη ρώτησε.
Η Μαίρη Άμπερλεϊ ένευσε. «Φρικτά. Λίγα παιδιά αγαπήθηκαν όσο εγώ. Κυριολεκτικά μού άλλαξαν τα φώτα στην αγάπη. Με έκαναν πνευματικά ανάπηρη. Μου πήρε χρόνια μέχρι να ξεπεράσω τη παραμόρφωση».

Η αφήγηση της ιστορίας δεν είναι γραμμική, ο Χάξλεϋ πηγαίνει μπρος πίσω, περιγράφοντας διάσπαρτα γεγονότα από τη ζωή του ήρωά του. Από το 1933 βρισκόμαστε στο 1926, από εκεί στο 1934, μετά πίσω στο 1902 και πάει λέγοντας. Κοινό σημείο αναφοράς τους είναι ο ίδιος ο Άντονι και οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του: οι ερωμένες του (μητέρα και κόρη), ο παιδικός του φίλος και το κορίτσι του, ο πατέρας του και γενικότερα ο αριστοκρατικός κοινωνικός κύκλος του ήρωα, άνθρωποι που περνούν τη ζωή τους σε κοσμικά πάρτι, απολαμβάνοντας την ανεμελιά της καθημερινότητας ανάμεσα σε δύο πολέμους. Πρόκειται για σπασμένες εικόνες που φωτίζουν το χαρακτήρα του Άντονι, όπως «σπασμένες» είναι και οι αναμνήσεις ενός ανθρώπου που κάνει μια αναδρομή της πορείας του. Ανάμεσα στα γεγονότα αυτά παρεμβάλλονται κάποια δοκιμιακού χαρακτήρα σύντομα κεφάλαια με τις απόψεις του Άντονι (και φυσικά τις σκέψεις του ίδιου του συγγραφέα) που έχουν σχέση με τη φιλοσοφία, τη θρησκεία, τη βία στην πολιτική, την ποίηση και κατά βάση με τον Πασιφισμό, στο κίνημα του οποίου ο ίδιος ο Χάξλεϋ προσχώρησε το Νοέμβριο του 1936.

Ο Άντονι, ανακαλύπτει αργά την αληθινή ζωή και αποδέχεται σαν άλλος Λύκος της Στέπας τις χίλιες δυο διαφορετικές πτυχές του και τις άπειρες δυνατότητες που προσφέρει η αληθινή ζωή σε έναν απολύτως συνειδητό άνθρωπο.

«Ε, εγώ δεν εκτιμώ την προσήλωση σε έναν σκοπό αποκλειστικά. Εγώ εκτιμώ την πολλαπλότητα. Θεωρώ καθήκον του καθενός να αναπτύσσει όλες του τις δυνατότητες – όλες ανεξαιρέτως. Όχι να μένει βλακωδώς προσκολλημένος σε μία. Προσήλωση!» επανέλαβε. «Προσήλωση έχουν τα μύδια. Προσήλωση έχουν τα μυρμήγκια».

Υ.Γ. Όλα τα αποσπάσματα που παρατίθενται στο κείμενο είναι από τον Τυφλό Λυτρωτή.



Δεν υπάρχουν παλιά και νέα βιβλία. Τουλάχιστον για μένα. Αυτή η διάκριση αφορά μόνο τους εκδότες και τους βιβλιοπώλες, οι οποίοι λογικά πρέπει να κινήσουν την αγορά που εκπροσωπούν ανά σεζόν. Υπάρχουν βιβλία τα οποία καίγομαι να διαβάσω ή όχι. Κάθε φορά που βάζω στο μάτι κάποια έκδοση, είτε αυτή βρίσκεται στις προθήκες με τις νέες κυκλοφορίες είτε θαμμένη στους πάγκους με τις προσφορές, νιώθω τον ίδιο ακατανίκητο πόθο να γίνει δική μου. Ακόμα και μια έκδοση εικοσαετίας όταν την ποθήσω μπαίνει στη ζωή μου ολόφρεσκη σαν νέος έρωτας.

Η ιεροτελεστία είναι πάντα ίδια κι απαράλλακτη εδώ και πολλά πολλά χρόνια: Οι ευαίσθητες κεραίες μου πιάνουν μια μικρή πληροφορία, ή ένα τυχαίο σχόλιο σε μια παρέα, ή μια αναφορά σε ένα άρθρο, ή μια εικόνα που μου δημιουργεί συνειρμούς. Το μυαλό λειτουργεί σαν την Google. Σαρώνει λέξεις κλειδιά και αναζητεί αποτελέσματα που βασίζονται σε κάθε δυνατό συσχετισμό. Κι επειδή το μυαλό -άσχετα αν εμείς χρησιμοποιούμε μόνο το 10% από τις δυνατότητές του- είναι σαν δέκα Google μαζί, σαρώνει και συναισθήματα, αναμνήσεις (δικές μας ή άλλων που μας τις διηγήθηκαν), σπασμένες εικόνες, μουσικές, λεπτομέρειες από πίνακες, γεύσεις, μυρωδιές, φανταστικές σκηνές και άλλα πολλά. Μια μικρή αφορμή και το searching αρχίζει... Τα αποτελέσματα οδηγούν σε μία σειρά βιβλίων. Μια μουσική σου φέρνει στο νου κύματα, το μυαλό σκανάρει νοητά θαλασσογραφίες του 15ου, 16ου και 17ου αιώνα, τρικάταρτα πλοία σε αφηνιασμένους ωκεανούς. Θυμάσαι τον Μέλβιλ και τη φάλαινα, άρα λογικά πρέπει απαραιτήτως μέσα στο επόμενο 24ωρο να έχεις αγοράσει το Γουάιτ-τζάκετ με εκείνο το μαγικό μπλε εξώφυλλο των εκδόσεων Gutenberg, που δεκάξι χρόνια τώρα περιμένει υπομονετικά να γίνει δικό σου. Πρέπει να το αγοράσεις οπωσδήποτε, κι ας έχεις μια βιβλιοθήκη αδιάβαστα, γιατί οκτώ εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας θα ανατιναχτούν ταυτόχρονα στο κεφάλι σου (και δεν είμαστε τώρα για τέτοια).

Για παράδειγμα, στο μυθιστόρημα Στην Χώρα των Αντρών του Hisham Matar (εκδ. Ίνδικτος), ένα βιβλίο του 2006, το οποίο μεταφράστηκε στα ελληνικά το 2007, με οδήγησε μία αναφορά σε κάποιο άρθρο για τις ισλαμικές εξεγέρσεις στο βόρειο τόξο της Αφρικής. Η «μακιαβελική πτώση του Καντάφι» ήταν η φράση κλειδί για να αναζητήσω μυθιστορήματα που θα αφορούσαν το καθεστώς του. Ήδη ενθουσιασμένος με τη Γιορτή του Τράγου του Μάριο Βάργκας Λιόσα ή με το Σπίτι του Τεμένους του Κάντερ Αμπντολάχ (και τα δύο εκδ. Καστανιώτη), στα οποία περιγράφονται η αγριότητα των καθεστώτων του Τρουχίλιο στον Άγιο Δομίνικο και του Αγιατολάχ Χομεϊνί στο Ιράν αντίστοιχα, άρχισα να ψάχνω αν υπήρχε και κάποια έκδοση για τη ζωή στη Λιβύη του Καντάφι. Υπήρχε, αυτό του Χισάμ Ματάρ. Ήμουν τυχερός, γιατί δεν ήταν εξαντλημένο και το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Ίνδικτος το είχε σε προσφορά (μόνο € 3 από € 17) στο Χριστουγεννιάτικο bazaar.

Η διαδικασία για να εντοπίσω ένα βιβλίο μου δίνει τόση χαρά που δεν μπορώ να περιγράψω (ή μάλλον έχω προσπαθήσει να το κάνω σε δύο παλαιότερα ποστ με τίτλο «Τι συμβαίνει στον εγκέφαλο όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο;» και «Γιατί αγοράζουμε διαρκώς νέα βιβλία ενώ έχουμε εκατοντάδες αδιάβαστα;»). Είναι μια μικρή τελετουργία που όχι απλά με χαλαρώνει, αλλά με ενθουσιάζει. Πρώτα αναζητώ άρθρα για το βιβλίο ή τον συγγραφέα: στη Biblionet, στις εφημερίδες, στα λογοτεχνικά περιοδικά, στα forums, στα blogs, στο αρχείο μου, στο Goodreads, στα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία. Κριτικές, παρουσιάσεις, συνεντεύξεις, reviews αναγνωστών. Δεν ανήκω σε αυτούς που ξενερώνουν όταν μαθαίνουν πράγματα για ένα βιβλίο πριν το διαβάσουν. Δεν μιλώ βεβαίως για spoilers, αλλά για όλα αυτά που γράφουμε ή λέμε για να παρουσιάσουμε ένα βιβλίο. Τη βασική ιδέα γύρω από την οποία κινείται, το τι πραγματεύεται, το στυλ γραφής, τα δυνατά και τα τρωτά του σημεία, τις απόψεις του συγγραφέα, τις αναλύσεις για τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε, τις ιδέες που εκφράζει, το ύφος κ.ά. Όλα αυτά με φτιάχνουν. Κυκλώνω το βιβλίο από παντού. Στη συνέχεια πρέπει να κάνω μια μικρή στάση σε ένα βιβλιοπωλείο (αν υπάρχει διαθέσιμο σε e-book γίνεται ακόμα και μεταμεσονύκτιο πάρτι). Διαβάζω πάντα την πρώτη σελίδα και σταχυολογώ μερικές φράσεις τυχαία από διάφορα άλλα κεφάλαια. Η συνέχεια είναι γνωστή σε κάθε βιβλιοτζάνκι: Τα νέα αποκτήματα, οι αφίξεις, γίνονται στοίβες σε μία γωνιά του σπιτιού και περιμένουν τη σειρά τους μαζί με τα άλλα αδιάβαστα. Στοίβες που άλλοτε σε αγχώνουν γιατί δεν έχεις το χρόνο που θα ήθελες ιδανικά για διάβασμα και άλλοτε γίνονται μια υπόσχεση που σου φτιάχνει το κέφι και σου δίνει προοπτικές.

Παρακολουθώ, τελευταία μία συζήτηση στους κύκλους των βιβλιόφιλων για τα «καινούρια και παλιά βιβλία», πόσα διαβάζουμε από τις νέες κυκλοφορίες και πόσα από τις παλιές. Ο καθένας λειτουργεί όπως τον βολεύει. Επιλέγει ό,τι θέλει. Αποκτά τα βιβλία του όπως μπορεί. Το διάβασμα είναι απόλαυση, δεν σηκώνει νουθεσίες, συμβουλές και σε καμία περίπτωση δεν υπακούει σε κανόνες. Είναι σαν το sex. Δεν σου πέφτει λόγος τι κάνουν δυο (ή περισσότεροι) ενήλικες άνθρωποι στο κρεβάτι τους και πώς απολαμβάνουν τελικά τον έρωτα και την επικοινωνία μεταξύ τους. Αν σου πέφτει βαρύς ο τρόπος που διαβάζει, ερωτεύεται, τρώει, σκέφτεται και γενικώς τη βρίσκει ό άλλος, αυτό κάτι δείχνει. Για σένα, όχι για εκείνον.

Υ.Γ. Στις στοίβες με τα #New_Αrrivals εγώ εντάσσω ακόμα κι ένα βιβλίο που «βούτηξα» αδιαπραγμάτευτα, κάνοντας μακελειό, από τη βιβλιοθήκη κάποιου φίλου. Γιατί για μένα καινούριο είναι οτιδήποτε αγγίζει -εγκαίρως ή καθυστερημένα, δεν έχει καμία απολύτως σημασία- τα αισθητήρια μου. Η διάκριση μεταξύ παλιών και νέων βιβλίων δεν με αφορά καθόλου ως αναγνώστη, αλλά με αφορά ως δημοσιογράφο (ιδιότητα που δεν έχει βεβαίως καμία απολύτως σχέση με αυτό το blog, το οποίο αντιμετωπίζω ως δημόσιο ημερολόγιο ενός απολύτως παρανοϊκού αναγνώστη). Κατανοώ πλήρως όμως κάποιον που δεν το βλέπει έτσι. Γιατί όσοι εργαζόμαστε στα μίντια είμαστε προγραμματισμένοι να ακολουθούμε τυφλά την επικαιρότητα. Αυτή είναι η δουλειά μας. Να μιλάμε για πράγματα που συμβαίνουν τώρα ή για εκείνα που θα συμβούν αύριο. Στον Τύπο είναι αδιανόητο να ασχολείσαι με παλιά πράγματα (εκτός κι αν τα επικαλείσαι για να σχολιάσεις ή να αναλύσεις κάτι που τρέχει αυτή τη στιγμή). Άρα το blog ενός βιβλιόφιλου, διαφέρει από εκείνο ενός δημοσιογράφου. Και ως προς τη φιλοσοφία και ως προς τη λειτουργία του. Σε ό,τι με αφορά προσωπικά θέλω να έχω ένα blog που να εκφράζει την αισθητική και τις εμμονές μου (οι οποίες για μένα είναι πάντα επίκαιρες).



Μπορεί κανείς να παραμένει αποστασιοποιημένος όταν βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα; Τι κόστος έχει η ουδετερότητα σε έναν κόσμο που βαδίζει στα όρια; Είναι η σιωπή συνενοχή; Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα που θέτει ο Γκράχαμ Γκρην στο υπέροχο μυθιστόρημά του Ο Ήσυχος Αμερικανός (εκδ. Πόλις, μτφρ. Γιώργος Τσακνιάς).

Βρετανός δημοσιογράφος και πολεμικός ανταποκριτής στις μεγαλύτερες εφημερίδες, μυστικός πράκτορας της χώρας του κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και συγγραφέας σπουδαίων βιβλίων -μεταξύ των οποίων και το πασίγνωστο Το Τέλος Μιας Σχέσης-, ο Γκρην (1904-1991) έχει μια ιδιαίτερη πένα που με συγκινεί πολύ. Οι εικόνες που περιέγραψε έχουν κάτι βαθιά ποιητικό, χωρίς όμως τα κείμενά του να χάνουν την αρρενωπότητά τους. Η γραφή του είναι στιβαρή και ταυτόχρονα τρυφερή, δεν αποσκοπεί στην εύκολη συγκίνηση.

Στον Ήσυχο Αμερικανό ήρωας είναι ένας Άγγλος δημοσιογράφος, ο Φάουλερ, που καλύπτει την εξέγερση των Βιετναμέζων κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του '50, η Γαλλία πολεμά μάταια να κρατήσει την αποικία της, ενώ η σύμμαχός της Αμερική προσπαθεί να υπονομεύσει τη γαλλική κυριαρχία στην περιοχή και να μπει ενεργά στο παιχνίδι. Για να τα καταφέρει, στέλνει στη Σαϊγκόν τον Όλντεν Πάιλ, έναν ευγενικό και ήσυχο νεαρό Αμερικανό που θα αποσταθεροποιήσει την κατάσταση με μια σειρά από τρομοκρατικά χτυπήματα.

Ο Φάουλερ παρακολουθεί τη δράση του Πάιλ, με τον οποίο παράλληλα βρίσκονται μπλεγμένοι σε ένα ερωτικό τρίγωνο: Ο νεαρός Αμερικανός διεκδικεί την ερωμένη του Άγγλου ανταποκριτή και μία ανταγωνιστική σχέση αναπτύσσεται μεταξύ τους. Η ζήλια, το πάθος, ο φόβος της μοναξιάς, οδηγούν τον Φάουλερ σε μία ενδοσκόπηση που τελικά θα τον αλλάξει. Ένα τρομοκρατικό χτύπημα που οργάνωσε ο Πάιλ και είχε πολλά θύματα, μεταξύ των οποίων και παιδιά, είναι όμως αυτό που θα βγάλει τον Φάουλερ από την ουδετερότητά του και θα τον αναγκάσει βίαια να πάρει θέση σε έναν πόλεμο που όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος δεν ήταν δικός του.

Εκτός από τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του ήρωα, τα διλήμματα και τις ενοχές, που περιγράφονται με απόλυτη ακρίβεια, προσωπικά με μάγεψαν οι περιγραφές του Βιετνάμ: Τα αποικιακά κτίσματα δίπλα στα παραπήγματα των ντόπιων, τα κοσμοπολίτικα μπιστρό που προστατεύονται από τις επιθέσεις των ανταρτών με συρματοπλέγματα, οι απέραντοι ορυζώνες την ώρα του δειλινού, ο αέρας της Ανατολής που έρχεται από τη θάλασσα φορτωμένος με εξωτικές μυρωδιές και τυλίγει με μια απόκοσμη υγρασία ολόκληρη τη Σαϊγκόν. Μα κυρίως είναι αυτή η αίσθηση του φόβου ότι ανά πάσα στιγμή θα είσαι νεκρός, ότι εκεί που πίνεις το ουίσκι σου στο μπαρ ενός ξενοδοχείου θα βρεθείς ανάμεσα στα πυρά των ανταρτών και του γαλλικού στρατού.

Η πιο δυνατή στιγμή του βιβλίου είναι η νύχτα που ο Φάουλερ και ο Πάιλ διασχίζουν με το αυτοκίνητο την ενδοχώρα του Βιετνάμ και μένουν από βενζίνη στη μέση του πουθενά. Οι συζητήσεις τους είναι απολαυστικές και φανερώνουν λέξη προς λέξη το χαρακτήρα και των δύο. Επίσης σπουδαίες είναι και οι σκέψεις του Φάουλερ, ενός ώριμου άντρα που χάνει το κορίτσι του και μαζί με αυτό τη δροσιά της νιότης του. Υπογράμμισα δυο τρεις ατάκες του, από αυτές που ρίχνουν φως στο σκοτάδι του έρωτα:

«Ερωτευμένος σημαίνει να βλέπεις τον εαυτό σου όπως τον βλέπει ο άλλος, σημαίνει να είσαι ερωτευμένος με το πλαστό και εξωραϊσμένο είδωλό σου. Όταν έχουμε ερωτευθεί, είμαστε ανίκανοι για την τιμή – μια θαρραλέα πράξη δεν είναι τίποτα περισσότερο από την εκτέλεση ενός ρόλου σε κοινό δύο ατόμων».

ή

«Μας παίρνει πολύ χρόνο να πάψουμε να περηφανευόμαστε που είμαστε επιθυμητοί. Άσε που ένας Θεός ξέρει γιατί νιώθουμε περήφανοι, αρκεί να κοιτάξεις γύρω σου και να δεις ποιοι άλλοι άνθρωποι είναι επίσης επιθυμητοί».

Υ.Γ. 1: Η μετάφραση του Γιώργου Τσακνιά είναι υπέροχη! Μου άρεσαν πολύ και οι σημειώσεις του (εκτίμησα ιδιαιτέρως ότι σε μία από αυτές δίνει μάλιστα και τη συνταγή για τo βερμούτ κασίς που πίνει ο ήρωας στο τρίτο κεφάλαιο), καθώς και το πολύ κατατοπιστικό επίμετρο που ακολουθεί για το ιστορικό υπόβαθρο της εποχής.

Υ.Γ. 2: Το μικρό διαμάντι του Γκράχαμ Γκρην έχει μεταφερθεί δύο φορές στον κινηματογράφο, το 1958 και το 2002. Η δεύτερη ταινία, μάλιστα, λογοκρίθηκε στην Αμερική εξαιτίας του τρομοκρατικού χτυπήματος στους Δίδυμους Πύργους (2001) και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων.  

The Quiet American (1958)

The Quiet American (2002)



Χθες βράδυ, διαβάζοντας τον Τυφλό Λυτρωτή του Άλντους Χάξλεϋ, βρέθηκα σκαρφαλωμένος στη στέγη ενός αγγλικού οικοτροφείου, στις 6 Νοεμβρίου του 1902, να παρατηρώ ένα ξύλινο καραβάκι με τρία κατάρτια που έπλεε στα νερά μιας παλιάς μεταλλικής υδρορροής.

        «Η υδρορροή! Ο Μπράιαν ήταν ο πρώτος που είχε καταλάβει τις δυνατότητες που πρόσφερε. Μια χούφτα χώμα, που ανέβασε λαθραία στην τσέπη, μερικές πέτρες – και έτοιμο το φράγμα. Μόλις το έφτιαχνες, μάζευες όλες τις κανάτες με το νερό από τον κοιτώνα, τις κουβαλούσες μία μία στο παράθυρο και έριχνες το περιεχόμενό τους στην υδρορροή. Δεν θα πλενόταν κανένας το πρωί, αλλά τι σημασία είχε; Μια μακριά, στενή θάλασσα απλωνόταν τώρα μες στη νύχτα. Ένα λαξεμένο στο ξύλο καραβάκι μπορεί να καθελκυστεί εκεί, και τα δεκαπέντε μέτρα υγρού απείρου μπορούν να ξυπνήσουν τη φαντασία. (...) Κουρνιασμένοι ψηλά, ανάμεσα στο κρύο τζάμι και στην τραχιά τσόχινη κουρτίνα, ο Μπράιαν και ο Άντονι έσκυβαν από τα διπλανά παράθυρα έξω, στο σκοτάδι. Τους χώριζε μόνο ένας τούβλινος τοίχος, μπορούσαν να μιλάνε ψιθυριστά.
         “Λοιπόν, Αλογομούρη”, δίεταξε ο Άντονι, “φύσα!”.
Και σαν τον Ζέφυρο των εικόνων, ο Αλογομούρης φύσηξε. Τα χάρτινα πανιά φούσκωσαν, και το καράβι άρχισε να γλιστρά πάνω στη στενή υδάτινη λωρίδα.
         “Υπέροχο!” είπε εντυπωσιασμένος ο Άντονι. Και σκύβοντας ακόμη πιο χαμηλά, μέχρι που το μάγουλό του άγγιξε σχεδόν το νερό, κοιτούσε με το ένα μάτι μισόκλειστο, αποφεύγοντας να εστιάσει, ώσπου με θαυμαστό τρόπο το καραβάκι, που πλησίαζε, μεταμορφώθηκε σε ένα πελώριο τρικάταρτο, ένα πλοίο-φάντασμα που ερχόταν από μακριά κατά πάνω του, πλέοντας σιωπηλό μες στο σκοτάδι. Ένα μεγάλο πλοίο, πολεμικό -εκατόν δέκα κανόνια στα πλευρά του- κάτω από τη σκέπη των μεγάλων πανιών -οι βορειοανατολικοί άνεμοι να φυσάνε σταθερά- κι αυτό να τρέχει με δέκα κόμβους -η καμπάνα του να χτυπάει οκτώ φορές... τινάχτηκε απότομα, καθώς το πλωριό κατάρτι ακούμπησε τη μύτη του. Η πραγματικότητα επέστρεψε στη θέση της».

Αυτή είναι η δύναμη της λογοτεχνίας, ακόμα και μια απλή υδρορροή μπορεί να γίνει ένας απέραντος ωκεανός. Όλα είναι θέμα οπτικής. Η ματιά που μπορεί να μετατρέψει μια ασήμαντη στιγμή σε ολόκληρη περιπέτεια και ένα ήσυχο βράδυ του Γενάρη σε μακρινό ταξίδι. Είχα φαίνεται μεγάλη ανάγκη να αποδράσω, που το συγκεκριμένο απόσπασμα κατάφερε να με ταξιδέψει σε φουρτουνιασμένες θάλασσες σαν αυτές στα μυθιστορήματα του Μέλβιλ.

Υ.Γ. Μιλώντας για πλοίο-φάντασμα δεν θα μπορούσε ο νους μου παρά να πάει στον Ιπτάμενο Ολλανδό του Βάγκνερ. Το μαύρο σιωπηλό πλοίο που πλησιάζει αργά από τον ανοιχτό ορίζοντα στην ακτή. Τα πορφυρά πανιά του που λάμπουν στο σκοτάδι και η μουσική άγρια και δυνατή σαν κύμα που χτυπά λυσσαλέα το καράβι στα ψαχνά του, μα αυτό αλώβητο συνεχίζει να βολοδέρνει στον άνεμο... Καταραμένο, να βρίσκεται για πάντα στους ωκεανούς.

H φωτογραφία είναι από την τηλεοπτική μεταφορά της όπερας Der fliegende Holländer του Wagner από τον σκηνοθέτη Brian Large το 1986. Δείτε ολόκληρη την όπερα στο βίντεο που ακολουθεί: