Δεν υπάρχουν παλιά και νέα βιβλία. Τουλάχιστον για μένα. Αυτή η διάκριση αφορά μόνο τους εκδότες και τους βιβλιοπώλες, οι οποίοι λογικά πρέπει να κινήσουν την αγορά που εκπροσωπούν ανά σεζόν. Υπάρχουν βιβλία τα οποία καίγομαι να διαβάσω ή όχι. Κάθε φορά που βάζω στο μάτι κάποια έκδοση, είτε αυτή βρίσκεται στις προθήκες με τις νέες κυκλοφορίες είτε θαμμένη στους πάγκους με τις προσφορές, νιώθω τον ίδιο ακατανίκητο πόθο να γίνει δική μου. Ακόμα και μια έκδοση εικοσαετίας όταν την ποθήσω μπαίνει στη ζωή μου ολόφρεσκη σαν νέος έρωτας.

Η ιεροτελεστία είναι πάντα ίδια κι απαράλλακτη εδώ και πολλά πολλά χρόνια: Οι ευαίσθητες κεραίες μου πιάνουν μια μικρή πληροφορία, ή ένα τυχαίο σχόλιο σε μια παρέα, ή μια αναφορά σε ένα άρθρο, ή μια εικόνα που μου δημιουργεί συνειρμούς. Το μυαλό λειτουργεί σαν την Google. Σαρώνει λέξεις κλειδιά και αναζητεί αποτελέσματα που βασίζονται σε κάθε δυνατό συσχετισμό. Κι επειδή το μυαλό -άσχετα αν εμείς χρησιμοποιούμε μόνο το 10% από τις δυνατότητές του- είναι σαν δέκα Google μαζί, σαρώνει και συναισθήματα, αναμνήσεις (δικές μας ή άλλων που μας τις διηγήθηκαν), σπασμένες εικόνες, μουσικές, λεπτομέρειες από πίνακες, γεύσεις, μυρωδιές, φανταστικές σκηνές και άλλα πολλά. Μια μικρή αφορμή και το searching αρχίζει... Τα αποτελέσματα οδηγούν σε μία σειρά βιβλίων. Μια μουσική σου φέρνει στο νου κύματα, το μυαλό σκανάρει νοητά θαλασσογραφίες του 15ου, 16ου και 17ου αιώνα, τρικάταρτα πλοία σε αφηνιασμένους ωκεανούς. Θυμάσαι τον Μέλβιλ και τη φάλαινα, άρα λογικά πρέπει απαραιτήτως μέσα στο επόμενο 24ωρο να έχεις αγοράσει το Γουάιτ-τζάκετ με εκείνο το μαγικό μπλε εξώφυλλο των εκδόσεων Gutenberg, που δεκάξι χρόνια τώρα περιμένει υπομονετικά να γίνει δικό σου. Πρέπει να το αγοράσεις οπωσδήποτε, κι ας έχεις μια βιβλιοθήκη αδιάβαστα, γιατί οκτώ εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας θα ανατιναχτούν ταυτόχρονα στο κεφάλι σου (και δεν είμαστε τώρα για τέτοια).

Για παράδειγμα, στο μυθιστόρημα Στην Χώρα των Αντρών του Hisham Matar (εκδ. Ίνδικτος), ένα βιβλίο του 2006, το οποίο μεταφράστηκε στα ελληνικά το 2007, με οδήγησε μία αναφορά σε κάποιο άρθρο για τις ισλαμικές εξεγέρσεις στο βόρειο τόξο της Αφρικής. Η «μακιαβελική πτώση του Καντάφι» ήταν η φράση κλειδί για να αναζητήσω μυθιστορήματα που θα αφορούσαν το καθεστώς του. Ήδη ενθουσιασμένος με τη Γιορτή του Τράγου του Μάριο Βάργκας Λιόσα ή με το Σπίτι του Τεμένους του Κάντερ Αμπντολάχ (και τα δύο εκδ. Καστανιώτη), στα οποία περιγράφονται η αγριότητα των καθεστώτων του Τρουχίλιο στον Άγιο Δομίνικο και του Αγιατολάχ Χομεϊνί στο Ιράν αντίστοιχα, άρχισα να ψάχνω αν υπήρχε και κάποια έκδοση για τη ζωή στη Λιβύη του Καντάφι. Υπήρχε, αυτό του Χισάμ Ματάρ. Ήμουν τυχερός, γιατί δεν ήταν εξαντλημένο και το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Ίνδικτος το είχε σε προσφορά (μόνο € 3 από € 17) στο Χριστουγεννιάτικο bazaar.

Η διαδικασία για να εντοπίσω ένα βιβλίο μου δίνει τόση χαρά που δεν μπορώ να περιγράψω (ή μάλλον έχω προσπαθήσει να το κάνω σε δύο παλαιότερα ποστ με τίτλο «Τι συμβαίνει στον εγκέφαλο όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο;» και «Γιατί αγοράζουμε διαρκώς νέα βιβλία ενώ έχουμε εκατοντάδες αδιάβαστα;»). Είναι μια μικρή τελετουργία που όχι απλά με χαλαρώνει, αλλά με ενθουσιάζει. Πρώτα αναζητώ άρθρα για το βιβλίο ή τον συγγραφέα: στη Biblionet, στις εφημερίδες, στα λογοτεχνικά περιοδικά, στα forums, στα blogs, στο αρχείο μου, στο Goodreads, στα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία. Κριτικές, παρουσιάσεις, συνεντεύξεις, reviews αναγνωστών. Δεν ανήκω σε αυτούς που ξενερώνουν όταν μαθαίνουν πράγματα για ένα βιβλίο πριν το διαβάσουν. Δεν μιλώ βεβαίως για spoilers, αλλά για όλα αυτά που γράφουμε ή λέμε για να παρουσιάσουμε ένα βιβλίο. Τη βασική ιδέα γύρω από την οποία κινείται, το τι πραγματεύεται, το στυλ γραφής, τα δυνατά και τα τρωτά του σημεία, τις απόψεις του συγγραφέα, τις αναλύσεις για τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε, τις ιδέες που εκφράζει, το ύφος κ.ά. Όλα αυτά με φτιάχνουν. Κυκλώνω το βιβλίο από παντού. Στη συνέχεια πρέπει να κάνω μια μικρή στάση σε ένα βιβλιοπωλείο (αν υπάρχει διαθέσιμο σε e-book γίνεται ακόμα και μεταμεσονύκτιο πάρτι). Διαβάζω πάντα την πρώτη σελίδα και σταχυολογώ μερικές φράσεις τυχαία από διάφορα άλλα κεφάλαια. Η συνέχεια είναι γνωστή σε κάθε βιβλιοτζάνκι: Τα νέα αποκτήματα, οι αφίξεις, γίνονται στοίβες σε μία γωνιά του σπιτιού και περιμένουν τη σειρά τους μαζί με τα άλλα αδιάβαστα. Στοίβες που άλλοτε σε αγχώνουν γιατί δεν έχεις το χρόνο που θα ήθελες ιδανικά για διάβασμα και άλλοτε γίνονται μια υπόσχεση που σου φτιάχνει το κέφι και σου δίνει προοπτικές.

Παρακολουθώ, τελευταία μία συζήτηση στους κύκλους των βιβλιόφιλων για τα «καινούρια και παλιά βιβλία», πόσα διαβάζουμε από τις νέες κυκλοφορίες και πόσα από τις παλιές. Ο καθένας λειτουργεί όπως τον βολεύει. Επιλέγει ό,τι θέλει. Αποκτά τα βιβλία του όπως μπορεί. Το διάβασμα είναι απόλαυση, δεν σηκώνει νουθεσίες, συμβουλές και σε καμία περίπτωση δεν υπακούει σε κανόνες. Είναι σαν το sex. Δεν σου πέφτει λόγος τι κάνουν δυο (ή περισσότεροι) ενήλικες άνθρωποι στο κρεβάτι τους και πώς απολαμβάνουν τελικά τον έρωτα και την επικοινωνία μεταξύ τους. Αν σου πέφτει βαρύς ο τρόπος που διαβάζει, ερωτεύεται, τρώει, σκέφτεται και γενικώς τη βρίσκει ό άλλος, αυτό κάτι δείχνει. Για σένα, όχι για εκείνον.

Υ.Γ. Στις στοίβες με τα #New_Αrrivals εγώ εντάσσω ακόμα κι ένα βιβλίο που «βούτηξα» αδιαπραγμάτευτα, κάνοντας μακελειό, από τη βιβλιοθήκη κάποιου φίλου. Γιατί για μένα καινούριο είναι οτιδήποτε αγγίζει -εγκαίρως ή καθυστερημένα, δεν έχει καμία απολύτως σημασία- τα αισθητήρια μου. Η διάκριση μεταξύ παλιών και νέων βιβλίων δεν με αφορά καθόλου ως αναγνώστη, αλλά με αφορά ως δημοσιογράφο (ιδιότητα που δεν έχει βεβαίως καμία απολύτως σχέση με αυτό το blog, το οποίο αντιμετωπίζω ως δημόσιο ημερολόγιο ενός απολύτως παρανοϊκού αναγνώστη). Κατανοώ πλήρως όμως κάποιον που δεν το βλέπει έτσι. Γιατί όσοι εργαζόμαστε στα μίντια είμαστε προγραμματισμένοι να ακολουθούμε τυφλά την επικαιρότητα. Αυτή είναι η δουλειά μας. Να μιλάμε για πράγματα που συμβαίνουν τώρα ή για εκείνα που θα συμβούν αύριο. Στον Τύπο είναι αδιανόητο να ασχολείσαι με παλιά πράγματα (εκτός κι αν τα επικαλείσαι για να σχολιάσεις ή να αναλύσεις κάτι που τρέχει αυτή τη στιγμή). Άρα το blog ενός βιβλιόφιλου, διαφέρει από εκείνο ενός δημοσιογράφου. Και ως προς τη φιλοσοφία και ως προς τη λειτουργία του. Σε ό,τι με αφορά προσωπικά θέλω να έχω ένα blog που να εκφράζει την αισθητική και τις εμμονές μου (οι οποίες για μένα είναι πάντα επίκαιρες).

Leave a Reply