Ο Γιάννης Μακριδάκης, συγγραφέας μεταξύ άλλων των βιβλίων «Η δεξιά τσέπη του ράσου», «Η άλωση της Κωσταντίας», «Λαγού μαλλί», «Το ζουμί του πετεινού» από τις εκδόσεις Εστία έγραψε ένα κείμενο που προκάλεσε αντιδράσεις στα κοινωνικά δίκτυα. Σε αυτό το ποστ εξισώνει τους Χρυσαυγίτες με τους «Δημαρίτες», όπως τους αποκαλεί για να κάνει ρίμα. Πολλοί θίχτηκαν. Δικαίως. Ακόμα και το αριστερό άλλοθι της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης, δεν αξίζει να εξισώνεται με τους νεοναζί. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ΔΗΜΑΡ συγχωρείται που έγινε το δεκανίκι ενός συστήματος, το οποίο διευκολύνει εκτός των άλλων την κατάργηση των εργατικών μας δικαιωμάτων. Είναι παράλογο να συμψηφίζεις τη νόμιμη πολιτική δραστηριότητα (ακόμα και αν διαφωνείς απολύτως με αυτήν) με τον υπόκοσμο. Ο Μακριδάκης με τις προβοκατόρικες απλουστεύσεις του ρίχνει λάδι στη φωτιά, ενισχύοντας ένα διχαστικό κλίμα που βολεύει εξαιρετικά τους κυβερνώντες.  

Διάβασα πολλές απόψεις. Κάποιες από αυτές με σοκάρουν εξίσου με το ποστ του Μακριδάκη. Ορισμένοι, απαντώντας στο κείμενό του, αμφισβήτησαν ακόμα και τη λογοτεχνική αξία του. Το βρίσκω άδικο. Τα βιβλία του είναι εξαιρετικά. Έχω διαβάσει τρία από αυτά. Τον θεωρώ μεγάλο συγγραφέα. Δεν θα πάψω εξαιτίας ενός ποστ να πιστεύω ότι η πένα του είναι από τις πιο δυνατές στη νεοελληνική πεζογραφία, ωστόσο το κείμενο στο blog του μου προκάλεσε αμηχανία.

Τελικά, είναι δίκαιο να κρίνουμε ένα βιβλίο από τις προσωπικές απόψεις του συγγραφέα του σε ένα blog ή μια συνέντευξη; Σε καμία περίπτωση. Κάποιος που θα απέρριπτε για παράδειγμα τον «Ξένο» επειδή διαφωνούσε με τις πολιτικές θέσεις του Καμύ για τα γεγονότα της Αλγερίας, θα είχε χάσει τη μαγεία ενός αριστουργήματος.

Σε αυτή την ιστορία υπάρχει μία λεπτή γραμμή που δεν πρέπει να περάσουμε, για να μην κάνουμε τους σκληροπυρηνικούς ακροδεξιούς που ονειρεύονται μια φασιστική κοινωνία χωρίς ελευθερία λόγου και έκφρασης να τρίβουν τα χέρια τους. Ο Μακριδάκης αναμφισβήτητα πάτησε μπανανόφλουδα. Και κάποιοι άλλοι έχασαν δημόσια το μέτρο, πέφτοντας στην παγίδα. Δεν στοχοποιούμε, δεν απορρίπτουμε, δεν μποϊκοτάρουμε, δεν «ρίχνουμε στην πυρά» της κοινής γνώμης λογοτεχνικά έργα επειδή διαφωνούμε πολιτικά με τον συγγραφέα τους. Αυτά δεν είναι όπλα πολιτισμένων ανθρώπων που συχνάζουν στα βιβλιοπωλεία, είναι μεσαιωνικές λογικές που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υιοθετούμε. Λίγη ψυχραιμία δεν έβλαψε ποτέ.