Λεκιασμένα τραπέζια από τα ίχνη του κρασιού και σημαδεμένα μούτρα. Ξεφτισμένοι τοίχοι. Ρυτίδες πάνω στο σοβά. Ξύλινα πατώματα που τρίζουν. Σκονισμένες βιβλιοθήκες. Κλειστά πιάνα με νότες από μουσικές που δεν ακούγονται πια.
Δεν ξέρω τι με έχει πιάσει. Από τις μίνιμαλ επιφάνειες, τη λάμψη της λάκας και του μαύρου γυαλιού, ξαφνικά μια απίστευτη λαχτάρα με στέλνει στα σκοτεινά υπόγεια για να ξεθάψω τις πιο παλιές ιστορίες. Πένες σκουριασμένες και βρώμικα μελάνια σε γυάλινα μικρά βαζάκια. Φωτογραφίες ασπρόμαυρες και ξεφτισμένες πια πολαρόιντ. 
Μου αρέσει τραβάω στην τύχη ιστορίες από τη μνήμη, να ξύνω πληγές, να έρχομαι ξανά αντιμέτωπος με πράγματα που νόμιζα πως είχα ξεπεράσει. Πράγματα που άφησα πίσω μου. Έτσι για εκδίκηση. Για να θρυμματίζω πού και πού την παγωμένη θάλασσα μέσα μου. Για να θυμάμαι. Πως ό,τι δεν οξειδώνεται δεν αναπνέει.











Υ.Γ. Οι φωτογραφίες είναι από το παλαιοβιβλιοπωλείο Ερατώ στο Μοναστηράκι. Αν σας βγάλει ο δρόμος σας ρίξτε μια ματιά. Θα το βρείτε στην οδό Θησείου στον αριθμό 9. Έχει ανεκτίμητους θησαυρούς και κυρίως ξέρει να λέει με τον καλύτερο τρόπο -τα βιβλία- τις πιο παλιές ιστορίες.