Οι βιβλιόφιλοι αναζητούμε το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσουμε (ή τα βιβλία που θα διαβάσουμε στα επόμενα 40 χρόνια, για να είμαστε ακριβείς) με την προσήλωση, την απληστία και το πάθος που έχουν οι χρυσοθήρες και οι αλιείς μαργαριταριών.

Στο διαδίκτυο, στα περιοδικά ή τις εφημερίδες, στα βιβλιοπωλεία, στις βιβλιοθήκες φίλων, οπουδήποτε ψάχνουμε με υπομονή. Διαβάζουμε το οπισθόφυλλο, τις πρώτες γραμμές του βιβλίου, σκόρπιες φράσεις από διάφορα κεφάλαια: Για να δούμε αν μας πάει. Ανυπομονούμε να βρούμε έστω και μια φράση για να κουμπώσει με τις εμμονές ή τα ενδιαφέροντά μας. Σκανάρουμε πληροφορίες και ανασύρουμε στο μυαλό άλλα βιβλία που κολλάνε στο θέμα ή τα οποία με κάποιο τρόπο έχουν μια συγγένεια με αυτό που κρατάμε στο χέρι.

Στις βιβλιοθήκες μου, στο σπίτι ή στις βιβλιο-αποθήκες μου (εκεί όπου άλλοι κρύβουν τις κούτες με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια εγώ φυλάω τους θησαυρούς μου), έχω μαζέψει βιβλία που θα μου έφταναν για μια ολόκληρη ζωή. Μπορεί και για τις δυο επόμενες. Και δεν υπολογίζω αυτά που έχω χαρίσει, δανείσει, ξεχάσει. Γιατί λοιπόν συνεχίζω να αγοράζω κι άλλα βιβλία, ενώ έχω ήδη ένα βιβλιοπωλείο αδιάβαστο στο σπίτι; Είναι κάποιου είδους απληστία ή μονομανία; Είμαστε οι βιβλιοφάγοι εθισμένοι, όπως άλλοι είναι στον τζόγο ή στο αλκοόλ; Θα προλάβουμε άραγε ποτέ να διαβάσουμε όσα θέλουμε; Θα χορτάσουμε αυτή την αβυσσαλέα πείνα μας;

Η σκέψη με βασανίζει συχνά. Έχω ένα ακόρεστο πλάσμα μέσα μου που θρέφεται με λέξεις, εικόνες, συναισθήματα, έναν βιβλιο-βουλιμικό τύπο που δεν ρουμπώνει ποτέ. Όσο διαβάζει τόσο πεινάει περισσότερο. Τον ηρεμώ αγοράζοντας βιβλία, πηγαίνοντας στις εκθέσεις, του λειαίνω τις γωνίες με ποίηση, του χαρίζω φράσεις και τσιτάτα που τον κάνουν να λάμπει. Όσο κι αν τον φροντίζω, όμως, διαφθείρεται: θέλει κι άλλο κι άλλο, χωρίς σταματημό.

Ψάχνοντας απάντηση, έχω αναζητήσει δυο τρεις έρευνες που ίσως θα μπορούσαν να δώσουν μια επιστημονική εξήγηση: Πέρα, λοιπόν, από την απίστευτη απόλαυση που προσφέρει η ανάγνωση, όταν διαβάζουμε μια ιστορία ή εντοπίζουμε ένα καινούριο μυθιστόρημα που μπορεί να μας ενδιαφέρει πολύ, ο εγκέφαλος απελευθερώνει ντοπαμίνη. Πρόκειται για μία απλή οργανική ουσία που δρα σαν νευροδιαβιβαστής.
«Το σύστημα της ντοπαμίνης ενεργοποιείται σε στιγμές απόλαυσης και καλής διάθεσης. Η βασική δομή της είναι η σεροτονίνη η οποία, ανάλογα σε τι επίπεδα βρίσκεται (χαμηλά ή υψηλά) επηρεάζει την ψυχική διάθεση. Σε μια από τις σχετικές έρευνες βρέθηκε ότι όταν εθελοντές άκουγαν π.χ. μουσική που τους άρεσε, τα επίπεδα ντοπαμίνης στον οργανισμό τους αυξάνονταν» (Wikipedia).

Σύμφωνα με τον Ίαν Ρόμπερτσον, καθηγητή Ψυχολογίας στο Trinity College του Δουβλίνου και συγγραφέα του βιβλίου «The Winner Effect: How Power Affects Your Brain» (εκδόσεις Bloomsbury), «καθετί καινούριο» -σε άλλους η εξουσία, ο καταναλωτισμός, στην περίπτωσή μας τα βιβλία- «προκαλεί εθισμό γιατί αυξάνει τα επίπεδα ντοπαμίνης στο σύστημα της ανταμοιβής του εγκεφάλου και συγκεκριμένα σε μια περιοχή που ονομάζεται επικλινής πυρήνας. Το σύστημα της ανταμοιβής, όπως αποδεικνύεται τα τελευταία χρόνια, είναι αυτό που μας κάνει ευάλωτους απέναντι στις περισσότερες εθιστικές συμπεριφορές. Σε αυτό επενεργούν επίσης τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, πυροδοτώντας έναν μηχανισμό ο οποίος προσφέρει άμεσα μεγάλη απόλαυση αλλά μακροπρόθεσμα οδηγεί στον εθισμό».

Η ντοπαμίνη απελευθερώνεται όταν κάνουμε κάτι καινούριο, όταν ανακαλύπτουμε νέα μονοπάτια και δρόμους που δεν ξέραμε πως υπάρχουν. Αυτό που κάνει δηλαδή ένα καλό βιβλίο, ένας πίνακας, μια ταινία ή μια έξυπνη σειρά. Μας ανοίγει το μυαλό, μας βάζει να ψάχνουμε πληροφορίες με μια απίστευτη δίψα. Βλέπεις, για παράδειγμα, το Lost, το Fringe ή το FlashForward και ξαφνικά «βουτάς» σε μυθιστορήματα κβαντικής φυσικής με παράλληλα σύμπαντα (Ο δαίμονας του Λαπλάς, Η θεωρία των χορδών, Σολάρις κ.α.). Κολλάς με το Mad Men και επιστρέφεις στη λογοτεχνία των '50s ή τρελαίνεσαι με το Downton Abbey και αναζητάς μυθιστορήματα εποχής με πύργους. Διαβάζεις τη βιογραφία ενός ζωγράφου και αρχίζεις να σκανάρεις παντού πληροφορίες που σχετίζονται με τα έργα, τα κινήματα, τα μέρη που τον αφορούν. Και κάθε φορά νιώθεις τη μαγεία πως ανακάλυψες κάτι καινούριο.

Αυτή την περίοδο διαβάζω με πάθος οτιδήποτε έχει σχέση με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία τη δεκαετία του '30. Μετά την υπέροχη «Τριλογία του Βερολίνου» του Φίλιπ Κερ (εκδ. Κέδρος) ή το συγκλονιστικό «Στον κήπο με τα θηρία» του Έρικ Λάρσον (εκδ. Μεταίχμιο) αναζητώ οτιδήποτε διαδραματίζεται αυτήν και την επόμενη δεκαετία. Έτσι, εχτές, όταν μια φίλη σε ένα μικρό café του κέντρου μού μίλησε για το βιβλίο «Μόνος στο Βερολίνο» του Hans Fallada (εκδ. Πόλις) δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Πριν επιστρέψω στο σπίτι, έκανα μια στάση στο βιβλιοπωλείο. Όμως επειδή όταν φτάνεις εκεί δεν φεύγεις ποτέ μόνο με ένα βιβλίο, πήρα και μερικά ακόμα για να μην μικραίνει η στοίβα με τα αδιάβαστα πλάι στο κρεβάτι: Δεν-υπήρχε-περίπτωση-να-μην-πάρω (ξανά, ξανά και ξανά) τον «Υπέροχο Γκάτσμπυ» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση Άρη Μπερλή, το «Σημείο Ωμέγα» του Ντον Ντε Λίλλο (εκδ. Εστία), το παλιότερο Dolce Agonia της Nancy Huston (εκδ. Άγρα) το οποίο ήταν σε προσφορά (€2,95!) αλλά και το καινούριο μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου «Το χαστουκόδεντρο» (εκδ. Τόπος).

Y.Γ. Στο γυρισμό, είχα μια μεγάλη τσάντα γεμάτη βιβλία και έναν εγκέφαλο με ντοπαμίνη στο μάξιμουμ. Χαρούμενος περπατούσα με μια τεράστια ομπρέλα κάτω από τη βροχή, με το Spring 1 από το άλμπουμ «Vivaldi, The Four Seasons. Recomposed by Max Richter» (που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την Deutsche Grammophon) να παίζει σε repeat στο iPod. Μια μαγική σύνθεση που μοιάζει, όπως πολύ όμορφα περιγράφει σε άρθρο του στην Καθημερινή ο Ηλίας Μαγκλίνης, «σαν να αναδύεται μέσα από μια ανήσυχη θάλασσα. (...) Κι έπειτα, έρχεται ένας μικρός σεισμός: ένας ελάσσων τόνος που δίνεται από ένα απαλό τσίμπημα άρπας, για να προστεθούν άλλα έγχορδα στη συνέχεια, γεφυρώνοντας τον κλασικό, μπαρόκ ήχο του Ιταλού συνθέτη με μια μελαγχολική σύγχρονη ατμόσφαιρα, ένα κλίμα αναπόλησης που φτάνει, μέσα από ένα ελεγχόμενο κρεσέντο, σε μια κατάσταση φορτισμένων μα κατασταλαγμένων αισθημάτων: ας πούμε, το αίσθημα ότι παρά τα σφάλματα, τις αστοχίες, τις αδικίες που έχεις υποστεί και τον πόνο που προκάλεσες σε αγαπημένα πρόσωπα ή στον εαυτό σου, κάθε διαδρομή είχε την ουσία της, την αναγκαιότητά της».