Ένας βραχνιασμένος κόκορας ξελαρυγγιάστηκε μέσα στο γλυκοχάραγμα και μ’ έκανε να μισανοίξω τα μάτια. Γύρισα ανάσκελα. Από τις χαραμάδες του παραθύρου μπαίνει το φως θαμπό και γαλακτώδες και μαζί του εισόρμησε η φαντασία με την τρελή και μυριόμορφη συνοδεία της. Έδιωξε το όνειρο και μου ξανάκλεισε τα μάτια.
Γύρω μου πλανάται ένας κόσμος από μορφές ακαθόριστες και συγκεχυμένες, που πλέουν αερώδεις μέσα σε πελάγη ηδονής. Σιγά σιγά η φαντασία δυναμώνει με την θαλπωρή του κρεβατιού και την ζεστασιά της θερμάστρας που είχε μείνει χλιαρή από χθες βράδυ. Εκκολάπτει τα αποκυήματά της. Ένας τόπος άγνωστος και ονειρώδης που είναι λιβάδι και δωμάτιο μαζί, με βαριά βελούδινα παραπετάσματα και για στρώμα την απαλότατη χλόη. Γεμίζει τον αέρα μια βαριά μυρωδιά σαν λιβάνι και ο μεγάλος καθρέπτης αντανακλά το ελαφρό σύννεφο του γαλάζιου καπνού.

Υ.Γ. Το απόσπασμα είναι από την εισαγωγή του Λεμονοδάσους του Κοσμά Πολίτη. Αν έγραφα ποτέ ένα μυθιστόρημα θα ήθελα να έχει το φως, τα χρώματα, τις ανθισμένες λέξεις και τις μυρωδιές ενός βιβλίου σαν αυτό.