Ο Τσακ Πόλανικ μου αρέσει τρελά! Έχει έναν (μινιμαλιστικό) τρόπο γραφής που με μαγεύει. Οι κοφτές φράσεις του, η λεπτή ειρωνεία και αυτή η εμμονή του με την καταγραφή απίστευτων τεχνικών-πρακτικών πληροφοριών, που άλλους τους κουράζει, εμένα με ξετρελαίνει. Δηλώνω μεγάλος fan του. Έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και τα μισά σχεδόν από τα αμετάφραστα. Αλλά τον ξεχωρίζω όχι τόσο για το «Fight Club» όσο για τη μαύρη κωμωδία «Ο Επιζών» (και τα δύο έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Οξύ, όπως και τα: «Νανούρισμα», «Πνιγμός», «Είμαστε όλοι στοιχειωμένοι»).


Ο «Επιζών» είναι ένα βιβλίο στο οποίο έχω επιστρέψει τέσσερις με πέντε φορές. Και κάθε φορά το απολαμβάνω σαν να ήταν η πρώτη.
O Πόλανικ είναι από μόνος του περίπτωση: ξεκίνησε μεταφράζοντας μάνιουαλ για φορτηγά και τρακτέρ. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να καλλιεργήσει το στυλ του, το οποίο βασίζεται κατά πολύ στη μείξη σουρεαλιστικών σκηνών με έναν καταιγισμό πληροφοριών. Γι' αυτό πριν γράψει ένα βιβλίο επιδίδεται σε μία πολύ μεγάλη έρευνα συλλέγοντας στοιχεία. Για το μυθιστόρημα «Ο Επιζών», όπου επαναλαμβάνει υστερικά tips καθαριότητας, ισχυρίζεται πως δούλεψε λίγο σε ένα συνεργείο καθαρισμού ώστε να πάρει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που του χρειάζονταν για να χτίσει την κεντρική ιδέα του πειστικά. Και το έκανε τόσο ωραία που το διαβάζεις και κλαις από τα γέλια.  


Πρόκειται για την ιστορία ενός μουρλού οικιακού βοηθού, ο οποίος γίνεται ξαφνικά διάσημος όταν αποκαλύπτεται ότι είναι ο τελευταίος επιζών μιας μυστηριώδους αίρεσης, της οποίας τα μέλη αυτοκτόνησαν μαζικά. Ιδιαίτερη περίπτωση. Μαλλί: τύπου Playmobil, κομμένο με την κατσαρόλα (τη βάζει στο κεφάλι και κόβει με το ψαλίδι μόνο ό,τι περισσεύει). Ρούχα: σαν ταμένο. Μπαγιάτικος, αδιάφορος, με φάτσα ασήμαντη, ένας ψυχάκιας που ρίχνει Valium μέσα στο ενυδρείο, επειδή τον ζαλίζουν οι φούρλες που κάνει το χρυσόψαρο στο νερό.
Το πρωί είναι υπηρέτης στη βίλα ενός νεόπλουτου ζευγαριού γιάπηδων.
Όλη μέρα την περνά καθαρίζοντας μανιακά τα σοβατεπί, τινάζοντας χαλιά, σφουγγαρίζοντας σκάλες, γυαλίζοντας ασημικά, ξύνοντας λίπη στον φούρνο μικροκυμάτων, βάζοντας πλυντήριο, σιδερώνοντας, εξαφανίζοντας λεκέδες σπέρματος από βελούδινους βενετσιάνικους καναπέδες με μπαρόκ σκαλίσματα και γυαλίζοντας ένα ένα τα χιλιάδες κρυσταλλάκια Murano στον πολυέλαιο της τραπεζαρίας. Μόνη του διασκέδαση, τα βράδια, είναι να απαντά στη γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης που έχει δημιουργήσει για απελπισμένα πρεζόνια και καταθλιπτικούς αυτοκτονικούς που βρίσκουν το τηλέφωνό του -γραμμένο με ανεξίτηλο μαρκαδόρο- στους τηλεφωνικούς θαλάμους όλης της πόλης. Του τηλεφωνούν και ανάλογα με τα κέφια τους βάζει ακόμα και να αυτοκτονούν.
«Απόψε, κόσμος μού τηλεφωνεί όπως κάθε βράδυ. Έχει πανσέληνο. Οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να πεθάνουν επειδή πήραν κακούς βαθμούς στο σχολείο. Επειδή έχουν οικογενειακά προβλήματα. Έχουν προβλήματα με τον γκόμενό τους. Έχουν άθλιες δουλίτσες του κώλου. Κι όλα αυτά ενόσω προσπαθώ να ξεκοκαλίσω κάνα-δυο αρνίσια παϊδάκια που βούτηξα. (...) Απόψε δοκιμάζω έναν καινούριο τρόπο να φάω σολομό με κρουτόν, μ' ένα νέο σέξι σκέρτσο του καρπού, μια μικρή επιδεικτική χειρονομία για να την υιοθετήσουν οι εργοδότες μου και να καταπλήξουν τους άλλους καλεσμένους στο επόμενο δείπνο. Ένα κολπάκι στο παιχνίδι του σαβουάρ βιβρ. (...) Το τηλέφωνο χτυπά ξανά: Ένας τύπος έχει καλέσει για να πει πως έμεινε στην Άλγεβρα του Β εξαμήνου. Έτσι για εξάσκηση του λέω: Αυτοκτόνησε.
Μια γυναίκα τηλεφωνεί και λέει πως τα παιδιά της δεν κάθονται φρόνιμα. Στο ίδιο μοτίβο, της λέω: Αυτοκτόνησε.
Ένας άντρας τηλεφωνεί για να πει πως το αυτοκίνητό του δεν παίρνει μπρος. Αυτοκτόνησε.
Μια γυναίκα παίρνει για να ρωτήσει τι ώρα αρχίζει η τελευταία προβολή. Αυτοκτόνησε.
Ρωτάει: “Το 555-1237 δεν πήρα; Δεν είναι ο κινηματογράφος Μούρχαους;”
Λέω: Αυτοκτόνησε. Αυτοκτόνησε. Αυτοκτόνησε.
Ένα κορίτσι τηλεφωνά και ρωτάει: “Πονάει πολύ να πεθάνεις;”.
Ε, χρυσό μου, της κάνω, ναι, αλλά πονάει πολύ περισσότερο να συνεχίσεις να ζεις».
Μία φορά την εβδομάδα η κοινωνική λειτουργός τον επισκέπτεται. Την έχει διορίσει το κράτος για να τον ελέγχει. Όπως και όλα τα μέλη της αίρεσης που έχουν βγει στην κοινωνία για να εργαστούν και να στέλνουν λεφτά πίσω στο κοινόβιο.
«Σε κάθε μας συνάντηση διαπίστωνε κι ένα καινούριο πρόβλημα που νόμιζε πως μπορεί να είχα, και μου έδινε κι ένα βιβλίο να διαβάσω τα συμπτώματα. Μέχρι την επόμενη εβδομάδα, οποιοδήποτε πρόβλημα κι αν είχα το ήξερα απέξω κι ανακατωτά.
Τη μια εβδομάδα πυρομανής. Την επόμενη, διαταραγμένη σεξουαλικά ταυτότητα.
Μου είχε πει πως ήμουν επιδειξιομανής, οπότε την επόμενη εβδομάδα της μόστραρα τον κώλο μου.
Μου είχε πει πως είχα διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, οπότε κι εγώ άλλαζα διαρκώς θέμα. Ήμουν κλειστοφοβικός, γι' αυτό και έπρεπε να συναντηθούμε έξω στον κήπο.
Ήμασταν αρκετά χαρούμενοι έτσι. Για λίγο. Εκείνη ένιωθε πως προόδευε κάθε εβδομάδα. Εγώ είχα ένα σενάριο, σύμφωνα με το οποίο θα φερόμουν. Δεν βαριόμασταν καθόλου, κι εκείνη φρόντιζε να μου παρέχει τόσα πολλά ψεύτικα προβλήματα που δεν έδινα σημασία σε τίποτα πραγματικό».
Η ρουτίνα του, στην οποία βασίζεται αυστηρά για να μην καταρρεύσει ψυχολογικά, διαλύεται όταν μια μέρα η κοινωνική λειτουργός που τον επισκέπτεται στη βίλα όπου εργάζεται, πεθαίνει στο μπάνιο από τις αναθυμιάσεις των απορρυπαντικών. Κι εκείνος εντελώς χαμένος φτιάχνει ένα cocktail με ρούμι και φράουλα πάνω από το πτώμα της περιμένοντας τους αστυνομικούς να έρθουν.
«Βλέποντάς την να κείτεται στο πάτωμα, έπειτα από τις εκ βαθέων εβδομαδιαίες εξομολογήσεις μας, η πρώτη μου σκέψη ήταν: Άλλο ένα αντικείμενο για μάζεμα.
Οι μπάτσοι ρωτάνε γιατί έφτιαξα κοκτέιλ με ρούμι και φράουλες προτού τους καλέσω.
Διότι μας τελείωσε το βατόμουρο.
Διότι -καλά, δεν το βλέπουν;- δεν έχει καμία σημασία. Ο χρόνος ήταν άνευ ουσίας.
Σκεφτείτε το ως χρήσιμη πρακτική εκπαίδευση. Σκεφτείτε πως η ζωή σας δεν είναι παρά ένα κακόγουστο αστείο.
Τι είναι μια κοινωνική λειτουργός που μισεί τη δουλειά της και χάνει όλους τους ασθενείς; Νεκρή.
Τι είναι ο αστυνομικός υπάλληλος που τη βάζει σε μια μεγάλη πλαστική σακούλα; Νεκρός.
Τι είναι ο τηλεοπτικός ανταποκριτής που τον τραβάει η κάμερα στην μπροστινή αυλής; Νεκρός.
Δεν έχει καμία σημασία. Το αστείο στην υπόθεση είναι πως τα ανέκδοτα όλων μας τελειώνουν με την ίδια ατάκα».
Έτσι, από τη βίλα του ζευγαριού γιάπηδων βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα, όταν αποκαλύπτεται ότι είναι το μοναδικό μέλος της αίρεσης που δεν αυτοκτόνησε. Μπλέκει με μια μισότρελη που βλέπει οράματα (την οποία ερωτεύεται) και με έναν μάνατζερ που τον μεταμορφώνει σε μεσσία. Ο κόσμος τον αποθεώνει, ο μάνατζερ τον στουμπώνει με χάπια αδυνατίσματος και τον πλακώνει στις ενέσεις κολλαγόνου, τον σέρνει και τον δειγματίζει στις εκπομπές σαν καλοκουρεμένο κανίς που κέρδισε το πρώτο βραβείο στα καλλιστεία. Τον βάζει να υπογράφει βιβλία-κονσέρβες με χαϊκού για απελπισμένους και να μιλά σε στάδια με ένα αφιονισμένο κοινό που τον λατρεύει. Και ξαφνικά από το παρελθόν εμφανίζεται κάποιος που απειλεί να τινάξει όλο το οικοδόμημα που τον έκανε διάσημο στον αέρα.


Ο «Επιζών», μαζί με το «Diary», είναι κατά τη γνώμη μου τα πιο καλογραμμένα βιβλία του Πόλανικ. Ενώ το «Choke» (μεταφράστηκε το 2009 από τις εκδόσεις Οξύ με τον ελληνικό τίτλο «Ο Πνιγμός») το χειρότερο, όπως άλλωστε και η αισχρή ταινία που βασίστηκε σε αυτό. 
Έκτοτε άλλο μυθιστόρημά του δεν έχει μεταφραστεί στην Ελλάδα. Ο εκδοτικός οίκος που τα βγάζει προφανώς δεν ποντάρει πολύ πάνω του. Έτσι διαβάζω τα νέα του βιβλία στα αγγλικά. Στο πρωτότυπο ο κοφτός λόγος του Πόλανικ είναι ακόμα καλύτερος. Όσα έχω διαβάσει (Snuf, Rant, Invisible Monster, Tell All) τα έχω απολαύσει! 

Υ.Γ. Ο Τσακ Πόλανικ έχει ένα πολύ ωραίο site όπου διοργανώνει και μαθήματα δημιουργικής γραφής. Αν σας ενδιαφέρει δείτε το εδώ.