Ρίχνεις ένα ακόμα ξύλο στη φωτιά, φτιάχνεις γαλλικό καφέ, βρίσκεις την πιο βολική γωνιά στον καναπέ και χαλαρώνεις διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο του αγαπημένου σου συγγραφέα. Το περίμενες καιρό. Και δείχνει να τα έχει όλα! Ένα μυθιστόρημα το οποίο αρχίζει με πτώματα σε προχωρημένη αποσύνθεση, με σαλεμένους ιατροδικαστές που λίγο πιο 'κει τρώνε αμέριμνοι σάντουιτς με προσούτο, με μανιακούς serial killers και κυνικούς ντετέκτιβ που καθαρίζουν το όπλο τους βλέποντας καρτούν στη συνδρομητική τηλεόραση.

Γεννημένο best seller απ' το εξώφυλλο. Γυρνάς τις σελίδες, κι ενώ δεν διαφέρει φαινομενικά από τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, τα οποία δεν μπορούσες να τα αφήσεις από το χέρι σου, κάτι του λείπει: Η ψυχή. Ο τύπος έχει στρογγυλοκάτσει πια πάνω στο στυλ του και λόγω εμπειρίας ξέρει να κρύβει καλά την αδυναμία του βιβλίου. Ακολουθεί απολύτως τη συνταγή, τόσο πολύ που είναι σχεδόν εμφανές το προσχέδιο ανάμεσα στις γραμμές.

Δεν είναι η πρώτη φορά. Το έχεις πάθει ξανά: Να περιμένεις κάτι να κυκλοφορήσει με ανυπομονησία 5χρονου και όταν τελικά το αγοράσεις με τρελή χαρά και φτάσεις κάπου στη μέση του βιβλίου, να ξενερώσεις άσχημα. Είναι σαν ερωτική απογοήτευση... Είναι, όπως λέει ο Μπαρτ στα Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου, εξορία: «Αποφασίζοντας να απαρνηθεί την ερωτική κατάσταση, το υποκείμενο διαπιστώνει με θλίψη ότι έχει εξοριστεί από το Φαντασιακό του». Όπου «Φαντασιακό» βάλε εκείνη τη συνενοχή που έχουμε οι αναγνώστες με τον αγαπημένο μας συγγραφέα και θα καταλάβεις.

Ο Χιονάθρωπος του Τζο Νέσμπο είναι ένα παράδειγμα. Ένα βιβλίο που υπόσχεται πολλά, το οποίο όμως δεν δίνει τίποτα περισσότερο από τα προηγούμενα υπέροχα θρίλερ του (όπως το Νέμεσις ή ο Κοκκινολαίμης). Το διαβάζεις χαλαρά, αλλά νιώθεις πως κάτι του λείπει. Το ίδιο συμβαίνει και με όλα τα βιβλία του Ίαν Ράνκιν χωρίς τον επιθεωρητή Ρέμπους. Κάτι ανάλογο μού συνέβη και με το Παρίσι Μπλουζ του Μωρίς Αττιά. Μετά το καταπληκτικό Μαύρο Αλγέρι (το βάζω μέσα στη λίστα με τα καλύτερα πολιτικά νουάρ μυθιστορήματα που έχω διαβάσει) και την Κόκκινη Μασσαλία, το τρίτο μέρος της τριλογίας μου φαινόταν τόσο χλιαρό σαν ξαναζεσταμένη σούπα. Το μεγάλο όμως χαστούκι ήταν ο Πνιγμός του Τσακ Πόλανικ (βαρέθηκα τρελά) και το Invisible Monsters. Λες και τα είχε γράψει κάποιος αντιγράφοντας επακριβώς το στυλ του Πόλανικ, αλλά τους έλειπε αυτό το κάτι που είχαν τα προηγούμενα (υπέροχα) βιβλία του: το Fight Club, Ο επιζών και το Diary.

Ίσως μερικά πράγματα δεν πρέπει να ξεχειλώνουν. Ίσως όμως πάλι να μην φταίνε τα βιβλία, αλλά η διάθεσή σου σ΄εκείνη τη φάση. Γιατί ως γνωστόν τα σκουπίδια του ενός, είναι ο θησαυρός του άλλου!  


Υ.Γ.Το σημειωματάριο στη φωτογραφία είναι σχεδιασμένο από τον illustrator Ramsey Dau για την Creative Superstore.