Κανονικά τα όνειρα θα έπρεπε να είναι ασπρόμαυρα, σαν τις παλιές ταινίες.
Λες και βγήκαν από φωτογραφίες του 1950: Βραδινές βόλτες και φιλιά σε πλακόστρωτα στενά, στα κρυφά. Σαν θερινά σινεμά που παίζουν την Casablanca. Με παγωμένες γρανίτες και τυχαία αγγίγματα στο σκοτάδι. Κατάλευκα μεσημέρια σε σκιερά σπίτια, δροσερά, με μισάνοιχτα στόρια για να τρυπώνει ο ήλιος. Με λευκούς καναπέδες και αφράτα μαξιλάρια, μαύρα ποτήρια και κουρτίνες από γάζα που ανεμίζουν στο ελαφρύ αεράκι. Αυτοκίνητα που κυλάνε στην άσφαλτο. Δεντρά που ζωγραφίζουν με τα κλαδιά τους σχήματα στον ουρανό. Ποδήλατα που τρέχουν στο απογευματινό φως. Καλοκαιρινά πάρτι στον κήπο και κυριακάτικα, χειμωνιάτικα πρωινά στην παραλία.
Μεταξύ άσπρου και μαύρου παίζεται για μένα όλο το παιχνίδι: Στο κενό ανάμεσα στους δείκτες του ρολογιού. Μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Εκεί στο λευκό περιθώριο του χαρτιού, στο βιβλίο που είναι η ζωή μας, χορεύουν τα όνειρα σαν λέξεις βουτηγμένες σε μαύρο μελάνι. Λέξεις που δεν γράφονται, αλλά γράφουν στο μυαλό για καιρό.