Υπάρχουν μερικά βιβλία που δεν θες να τελειώσουν. Τα διαβάζεις και ταξιδεύεις. Δένεσαι με τους ήρωες, κατανοείς τα ελαττώματά τους, μοιράζεσαι τις αγωνίες τους, ερωτεύεσαι μαζί τους, ποθείς, ζηλεύεις, μεθάς από τη σαμπάνια τους, γεύεσαι τον καπνό του τσιγάρου τους μετά από μια νύχτα γεμάτη απολαύσεις. Οι Μέρες Αλεξάνδρειας του Δημήτρη Στεφανάκη (εκδ. Ψυχογιός) είναι ένα από αυτά τα βιβλία. Ένα καλογραμμένο, χορταστικό μυθιστόρημα που αποτυπώνει μια ολόκληρη εποχή, τη ζωή στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια από τις αρχές μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα. Σε 724 σελίδες, ο συγγραφέας καταφέρνει να διηγηθεί την ιστορία μιας οικογένειας Ελλήνων καπνοβιομηχάνων. Ο αυτοδημιούργητος Αντώνης Χάραμης, η αριστοκρατική μα κλεπτομανής σύζυγός του Δάφνη και τα δυο τους παιδιά, ο Κωστής που θα διαδεχτεί τον πατέρα και ο Μάχος ο οποίος θα μπλέξει στα γρανάζια της χιτλερικής Γερμανίας. Γύρω τους ένα γαϊτανάκι από ανθρώπους που μπαινοβγαίνουν στη ζωή τους και ορίζουν τη μοίρα τους. Οι σημαντικότεροι είναι δύο: ο Λιβανέζος Ελιάς Χούρι, ένας μπον βιβέρ που κινεί τα νήματα στον επιχειρηματικό κόσμο της πόλης και χρωστά την εξουσία του στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, αλλά και η Γαλλοελβετίδα Υβέτ Σαντόν -η μετρέσα του Αντώνη- μια υπέρκομψη γυναίκα που ισορροπεί μεταξύ της καλής κοινωνίας και του αλεξανδρινού υποκόσμου. Οι δυο τους απολαμβάνουν μια κοσμοπολίτικη ζωή, είναι μέλη στις πιο chic λέσχες της πόλης και κάνουν λαμπερές εμφανίσεις στις δεξιώσεις της καλής κοινωνίας. Παράλληλα διοικούν κρυφά έναν πολυτελή οίκο ανοχής σε μια μεγαλοπρεπή βίλα πλάι στη θάλασσα. Από εκεί περνούν οι πιο ισχυροί άνθρωποι της Αλεξάνδρειας για να απολαύσουν την εξωτική ομορφιά δύο κοριτσιών από την Κωνσταντινούπολη.

Έρωτας, σκάνδαλα, πολιτική, κατασκοπεία, εμπορικές συμφωνίες και στο φόντο η ιστορία: οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η μικρασιατική καταστροφή, η ρήξη του βασιλιά Κωνσταντίνου 'Α και του Ελευθέριου Βενιζέλου, η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία και η παρακμή της Αλεξάνδρειας μετά το τέλος του πολέμου. Ο Στεφανάκης αφηγείται τα γεγονότα χωρίς να βαραίνει τον αναγνώστη με λεπτομέρειες και ημερομηνίες. Άλλοτε στέκεται σε ιστορικά συμβάντα και άλλοτε τα προσπερνά με μια σύντομη αναφορά, πάντα όμως τα ενσωματώνει στην καθημερινότητα των ηρώων του. Η επίσκεψη του Βενιζέλου στην Αλεξάνδρεια το 1915 γίνεται η αφορμή για να μιλήσει ο συγγραφέας για την κόντρα μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών (η οποία μεταφέρθηκε από τον Ελλαδικό χώρο στο εργοστάσιο του Αντώνη ή στα μαγαζιά της ελληνικής παροικίας). Ενώ η ζωή των αγοριών της οικογένειας που έχουν πάει στη Γερμανία για σπουδές, τον βοηθά να καταγράψει την άνοδο του ναζισμού.

Η ιστορία του Μάχου, ο οποίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το πατρικό σπίτι και να «εξοριστεί» στο Μόναχο εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Στεφανάκης στο πρόσωπο του δευτερότοκου γιου του καπνοβιομηχάνου Αντώνη Χάραμη, φωτίζει όλες τις αντιφάσεις και την υποκρισία του ναζισμού. Ένας ομοφυλόφιλος άντρας, μετανάστης στη Γερμανία του '30, γιος ενός επιχειρηματία που συνεργάζεται στενά με τους Βρετανούς κι έχει Εβραία νύφη, ανεβαίνει τις βαθμίδες ενός καθεστώτος που κυνηγά ανελέητα τους Εβραίους, τους ομοφυλόφιλους και μάχεται την Αγγλία. Οι επιστολές που έστελνε στη μητέρα του ο Μάχος είναι ενδεικτικές του πως ένα μεγάλο κομμάτι της αριστοκρατίας θαμπώθηκε τότε από τη σκοτεινή γοητεία του Χίτλερ, ο οποίος έκρυβε την φρικιαστική του ατζέντα πίσω από υποσχέσεις για εξυγίανση της διεφθαρμένης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Ωστόσο, όλα τα πρόσωπα επισκιάζονται από την αληθινή ηρωίδα του βιβλίου που δεν είναι άλλη από την ίδια την Αλεξάνδρεια. Μια διπρόσωπη, αισθησιακή πόλη, που αναζητά το φλερτ στα κοσμικά σαλόνια των πιο εντυπωσιακών επαύλεων, αλλά και την ηδονή σε σκοτεινές οκέλες, πάνω στα σκληρά σεντόνια μιας Αιγύπτιας πόρνης. Εδώ η κλασική μουσική που ακούγεται από κατάφυτους κήπους γεμάτους αρχαία αγάλματα στο Καρτιέ Γκρεκ μπλέκεται με τη φωνή του μουεζίνη που καλεί τους πιστούς για προσευχή στον Αλλάχ. Τα καραβάνια της ερήμου διασταυρώνονται με εντυπωσιακές Ρολς Ρόις. Η πνιγηρή αμμοθύελλα που έρχεται από την καυτή έρημο υποχωρεί από το δροσερό βοριαδάκι της Μεσογείου. Η πόλη βομβαρδίζεται το βράδυ από τα ιταλικά μαχητικά του άξονα και το πρωί απολαμβάνει τη θερινή ραστώνη σε χρυσαφένιες αμμουδιές, ενώ η μπάντα στην προκυμαία παίζει τζαζ. Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο με κοσμοπολίτικες περιγραφές, ξενοδοχεία με πολυελαίους και κατάφωτες σάλες, υπέροχα σπίτια και εστιατόρια... Ένας κόσμος που εξαφανίστηκε όταν παρήκμασαν οι ναυτικές αυτοκρατορίες, οι οποίες αποτελούσαν το θεμέλιο του κοσμοπολιτισμού. Όπως κάποια στιγμή λέει εύστοχα ο Λιβανέζος Ελιάς «κανείς μας δεν συμπαθούσε τους Εγγλέζους. Χωρίς αυτούς όμως άνθρωποι σαν κι εμάς δεν θα είχαν καμία τύχη στη Μεσόγειο». Η ομορφιά της Αλεξάνδρειας ξέφτισε όταν η πόλη έφυγε από τη σφαίρα επιρροής της Βρετανίας. Ο εθνικισμός φούντωσε, ο Νάσερ εθνικοποίησε κάθε εργοστάσιο που δεν ανήκε σε Αιγύπτιο και οι άλλοτε πανίσχυρες οικογένειες που δεν είχαν προνοήσει να εγκαταλείψουν την πόλη εγκαίρως έχασαν τα πάντα. Τα παλάτια τους αποδείχτηκε ότι ήταν χτισμένα στην άμμο...