Δέκα μέρες σκέτος χειμώνας. Βιβλία στο πάτωμα, σε στοίβες πλάι στο κρεβάτι, ανέγγιχτα. Λίγη ποίηση μόνο: Εγγονόπουλος και Σύλβια Πλαθ.
Το άλλο πρωί, φρέσκα λουλούδια στα βάζα. Για αντίβαρο. Άγριες ανεμώνες και ανθισμένα κλαδιά αμυγδαλιάς, παιδικά cupcakes με πολύχρωμο γλάσο, ζορισμένα αστεία. Μπας και τρομάξει ο μαύρος σκύλος του Τσώρτσιλ.
Τις νύχτες στο γραφείο έως αργά. Τάχα πνιγμένος. Μεταμεσονύκτια μηνύματα στα φανάρια της επιστροφής. Ένα ποτό σκέτο. Μισό επεισόδιο Mad Men. Μαύρες ομπρέλες, γκρι καπέλα, λευκά πουκάμισα, λεπτές γραβάτες και ζουμερά κορίτσια με fifties φορέματα στα ασανσέρ. Ύπνος, μετά, στον καναπέ με την τηλεόραση ανοιχτή.
Δέκα μέρες, όλα κανονικά. Στο περίπου. Σαν τους ήρωες του Τενεσί Ουίλιαμς που έχουν χάσει λίγο από τον αέρα τους και τραυματισμένοι προσποιούνται ότι δεν τρέχει μία. Συζητούν ζωηρά στην κουζίνα, σιγοτραγουδούν, κάνουν ό,τι έκαναν κάθε μέρα κι ας χάσκει το χάος πάνω από το κεφάλι τους. Τους γουστάρω αυτούς τους τύπους. Γιατί μπαίνουν στο στόμα του λύκου σφυρίζοντας αδιάφορα. Συνεχίζουν να ονειρεύονται. Να παραμυθιάζονται. Να αγνοούν: Όλα εκείνα που θα τους έκαναν να καταρρεύσουν. Κι έτσι, λίγο με τα ψέματα, λίγο με εκείνη την επιβιωτική τρέλα, γράφουν την πραγματικότητα στα παλιά τους τα παπούτσια και κατεβαίνουν τις σκάλες του τρελάδικου χορεύοντας κλακέτες. Τους προτιμώ χίλιες φορές, από εκείνους τους κανονικούς που παίρνουν τη ζωή στα σοβαρά. Τους προτιμώ χίλιες φορές, γιατί μπορούν να δουν χρώματα στο γκρίζο, να ακούσουν μουσικές στη σιωπή, να το σκάσουν με το μυαλό. Ηρωικά.