Η γιαπωνέζα Γυόκο
Ογκάουα (Yoko Ogawa) στο βιβλίο της Ξενοδοχείο
Ίρις (εκδόσεις Άγρα) διηγείται την
ιστορία ενός έρωτα που ανθίζει στις πιο
σκοτεινές πτυχές του ανθρώπινου μυαλού.
Η πρόκληση και η τιμωρία,
ο έλεγχος και η ελεύθερη πτώση του
σώματος στο κενό μέσω του έρωτα, η
αδυναμία και η δύναμη (κυρίως η δύναμη
του να αφεθείς)... Η ιστορία που καταγράφει
με ποιητικό τρόπο η συγγραφέας, ρίχνει
φως στη γέννηση ενός σαδομαζοχιστικού
πάθους. Η Ογκάουα δίνει έμφαση περισσότερο
σε όλα εκείνα που οδηγούν σε ένα τέτοιο
παιχνίδι εξουσίας και υποταγής, παρά
στην κορύφωσή του την οποία τελικά και
περιγράφει έτσι ώστε να μην προκαλεί,
να μην σοκάρει (όχι τουλάχιστον με τον
τρόπο του Μαρκήσιου ντε Σαντ).
Όλα ξεκινούν σε ένα
μικρό παρηκμασμένο ξενοδοχείο μιας
παραθαλάσσιας κωμόπολης. Εκεί ζουν και
εργάζονται η -ορφανή από πατέρα-
δεκαεπτάχρονη Μαρί, μαζί με την αυταρχική
μητέρα της (ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου)
και μία κλεπτομανή καθαρίστρια. Ένα
βράδυ κι ενώ όλοι πελάτες κοιμούνται,
οι γυναίκες γίνονται μάρτυρες ενός
ντροπιαστικού σκηνικού, το οποίο θα
διεγείρει τη φαντασία της έφηβης ηρωίδας:
Μέσα στη σιωπή της νύχτας μια μισοντυμένη
γυναίκα κατεβαίνει τη σκάλα, ουρλιάζοντας,
αφήνοντας υπονοούμενα σεξουαλικής
διαστροφής για τον ηλικιωμένο άντρα
που την είχε συνοδεύσει στο ξενοδοχείο.
Η Μαρί γοητεύεται από την κομψότητα και
την αυταρχικότητα του άντρα και όταν
τον συναντά μετά από μέρες ξανά τυχαία
σε ένα παντοπωλείο τον ακολουθεί. Η
έφηβη δεν θα διστάσει να τον προσεγγίσει.
Δεν την πτοούν οι πληροφορίες που μιλούν
για έναν ιδιότροπο άντρα με παράξενα
γούστα, που ζει και εργάζεται ως
μεταφραστής, απομονωμένος σε ένα κοντινό
νησί. Η γνωριμία τους προχωρά και ο
άντρας τη μυεί σεξουαλικά σε ένα
σαδομαζοχιστικό παιχνίδι, τα νήματα
του οποίου τελικά κινεί περισσότερο το
«θύμα» παρά ο «θύτης». Η Μαρί αποζητά
όλο και πιο πολύ την προσοχή του, τις
διαταγές του, αφού ο εξευτελισμός και
η αδυναμία του έρωτα είναι αυτός που
την αφορά περισσότερο κι από τον ίδιο
τον έρωτα. Όταν ο ανιψιός του άνδρα -ένας
αλλόκοτος νεαρός ζωγράφος χωρίς γλώσσα-
θα έρθει στο νησί, η Μαρί θα νιώσει ότι
μοιράζεται την προσοχή του ηλικιωμένου
μεταφραστή και θα αφεθεί σε ένα ερωτικό
παιχνίδι με τον νεαρό αποζητώντας έτσι
(ασυνείδητα) μια ακόμα χειρότερη τιμωρία
από τον προδομένο «αφέντη» της.
«Ο άντρας με τιμώρησε.
Μια τιμωρία εξαιρετική, που δεν θα τη
σκεφτόταν κανείς. Με έσυρε μέχρι το
δωμάτιό του μπάνιου και μου έκοψε τα
μαλλιά. (...) Ο άντρας ανοιγόκλεινε το
ψαλίδι αμέτρητες φορές, χωρίς να
σταματάει. Τα μαλλιά μου σχημάτιζαν
βουνά. Ακόμα κι όταν έγινε πια σαφές ότι
δεν είχε μείνει τίποτα στο κεφάλι μου,
ο άνδρας δεν έλεγε να σταματήσει. Δεν
με συγχωρούσε.
- Συγχώρεσέ με. Δεν θα
το ξανακάνω. Συγνώμη, επαναλάμβανα εγώ.
Ο άντρας δεν μου
απαντούσε. Συνειδητοποίησα ότι του είχα
ομολογήσει αυτό που συνέβη με τον ανιψιό
ακριβώς γιατί ήθελα να με τιμωρήσει.
Ίσως μάλιστα κι εκείνον να τον είχα
προσκαλέσει στο Ίρις ακριβώς γι΄αυτόν
και μόνο το λόγο».
Η Μαρί και οι άνθρωποι
σαν αυτήν που αποζητούν την ολοκλήρωση
μέσω της ταπείνωσής τους, όπως σταδιακά
φανερώνει η συγγραφέας, είναι τελικά
το ίδιο συνένοχοι με εκείνον που τους
εξουσιάζει. Όπως γράφει
στο δοκίμιό του Ρομαντικό ψεύδος &
μυθιστορηματική αλήθεια (εκδόσεις
Ίνδικτος) ο ο Ρενέ Ζεράρ «ο μαζοχιστής
είναι αρχικά ένας απογοητευμένος
αφέντης».
Πέρα όμως από την
ψυχολογική προσέγγιση της ιστορίας,
που δίνει αξία στο βιβλίο, και φυσικά
το υπέροχο ύφος που έχει η γραφή της
Ογκάουα, αυτό που πραγματικά για μένα
που δίνει ρυθμό στο μυθιστόρημα είναι
η αναμονή. Η αναμονή της Μαρί να τελειώσει
με τις άχαρες υποχρεώσεις της στο
ξενοδοχείο Ίρις για να τρέξει να βρει
τον μεταφραστή. Η αναμονή εκείνου που
την περιμένει στην πλατεία, πλάι στο
ρολόι που είναι φτιαγμένο από λουλούδια.
Το διάστημα που μεσολαβεί από τη νύχτα
που τον πρωτοείδε στο ξενοδοχείο μέχρι
το πρώτο τους ραντεβού. Η αναμονή του
πρώτου φιλιού, η ταραχή του μυαλού, η
ανατριχίλα του σώματος, πριν το πρώτο
άγγιγμα. Η αναμονή πριν ξεσπάσει η
καταιγίδα. Πόσος έρωτας χωράει σ' αυτήν
αναμονή; Πόση απόγνωση; Και πόση ευτυχία;
«Το πραγματικό όμως
νόημα της αναμονής δεν το έμαθα παρά
από τότε που σε συνάντησα. Την ώρα που
περιμένω μπροστά στο ρολόι των λουλουδιών
να φτάσει η στιγμή της συνάντησής μας
νιώθω μια ανείπωτη ευτυχία. Παρόλο που
εσύ δεν έχεις ακόμα παρουσιαστεί μπροστά
μου, εγώ είμαι ευτυχισμένος.
Κοιτάζω τους ανθρώπους
που στρίβουν τη γωνία ερχόμενοι προς
το μέρος μου από την ακτή, αναπηδώ μόλις
διακρίνω κάποια κοπέλα που η σιλουέτα
της φέρνει κάτι από σένα, αποστρέφω
πάραυτα το βλέμμα μόλις συνειδητοποιήσω
ότι πρόκειται για κάποια άλλη. Συνεχίζω
απτόητος με άκαμπτη υπομονή. Δεν
παραιτούμαι με τίποτα. Θα διέπραττα με
χαρά το ίδιο σφάλμα χίλιες και δύο φορές
αν είναι για να βρω εσένα και μόνο εσένα.
Σχεδόν δεν μπορώ πια να κάνω τη διάκριση
ανάμεσα στο τι θέλω περισσότερο, να σε
δω όσο το δυνατόν γρηγορότερα ή να σε
περιμένω έτσι στη θέση μου επ' αόριστον».
Υ.Γ. Το βιβλίο αν και
απολαυστικό το διάβασα αργά, τα πρωινά
στη βεράντα, πριν το γραφείο. Μου πήρε μία εβδομάδα. Αν
το διάβαζα νύχτα, θα το είχα τελειώσει
σε δυο βραδιές. Αν είχα αϋπνίες, εύκολα
και σε μία.
Μου αρέσει η γιαπωνέζικη λογοτεχνία (και ο κινηματογράφος επίσης).
Για κάποιους λόγους με έλκουν σα μαγνήτης συγγραφείς, όπως ο Καβαμπάτα, ο Μισίμα, ο Τανιζάκι και οι νεότεροι (Μουρακάμι, Όε, Ογκάουα κτλ).
Το συγκεκριμένο βιβλίο έχει σίγουρα τις αρετές του και το ενδιαφέρον του.
Δεν έχω αποφασίσει ακόμα ότι μου άρεσαν όλες οι πτυχές του,
ειδικά το θέμα της τιμωρίας (θύτης-θύμα).
Νομίζω ότι ήταν αρκετά διαστροφικό για τα γούστα μου.
Όμως, όμως μου άρεσε πάρα πολύ το (και μεταφυσικό, θα μπορούσες να πεις) "Άρωμα πάγου" της ίδιας, που εξαιτίας του έφτασα και στο "Ξενοδοχείο Ίρις".
Το προτείνω για μια καλύτερη γνωριμία μαζί της.
κ.κ.
Μα τι επαγγελματική φωτογράφιση; Έχω ακούσει καλά λόγια για αυτόν τον συγγραφέα! Καλά σχόλια έχω διαβάσει και για το προηγούμενο βιβλίο του!