Σ΄ ένα μικρό δωμάτιο, δυτικά της όγδοης Λεωφόρου στο Μανχάταν, μια γυναίκα κι ένας άντρας παλεύουν να διανύσουν την απόσταση, η οποία γεννιέται ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που είναι από καιρό μαζί.

«Στο ξέστρωτο κρεβάτι μένει ξαπλωμένος ο άντρας με τσαλακωμένα ρούχα και μοιάζει μ' έναν άνθρωπο που έπεσε να κοιμηθεί πολύ μεθυσμένος. Η γυναίκα κάθεται στην καρέκλα μπροστά στο μοναδικό παράθυρο, που βλέπει σ΄ έναν ουρανό βαρύ, με μια βροχή που δεν έχει αρχίσει ακόμα να πέφτει. Κρατάει ένα ποτήρι με νερό, απ' όπου πίνει μικρές γουλιές σαν πουλί. Και οι δύο έχουν πρόσωπα κουρασμένα, ρυτιδωμένα σαν τα πρόσωπα των παιδιών σε μια πολιτεία που λιμοκτονεί. Στην κουβέντα τους υπάρχει μια λεπτότητα, μια διακριτικότητα, ένα είδος τρυφερής τυπικότητας, σαν και κείνη που υπάρχει σε δυο παιδιά μοναχικά που θέλουν να γίνουν φίλοι».

Το «Μίλα μου σαν τη βροχή» είναι ίσως το πιο αγαπημένο μου μονόπρακτο απ' όλα όσα έχει γράψει ο Τένεσι Ουίλιαμς. Το έχω σε ένα παλιό βιβλίο με κιτρινισμένα φύλλα από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Δεν ξέρω γιατί αγαπώ τόσο τους ήρωες του Ουίλιαμς. Ίσως γιατί, όπως γράφει η Κωστούλα Μητροπούλου (η οποία υπογράφει τη μετάφραση και το επίμετρο του βιβλίου) όλοι τους είναι άνθρωποι που «δεν κάνουν κανένα βήμα. Ούτε εμπρός ούτε πίσω. Απλά μένουν εκεί. Στη στιγμή που το χάος τους αποκαλύπτεται σαν το πρόσωπο ενός φίλου». Ήρωες εκτεθειμένοι στη σκηνή σαν ανοιχτά βιβλία. Με λόγια που χάσκουν. Φράσεις που κόβονται απότομα και όνειρα από τα οποία πιάνονται σα ναυαγοί σε μια απέραντη νύχτα.

ΑΝΤΡΑΣ: Πάει τόσος καιρός από τότε που εμείς οι δύο δεν είμαστε παρά μόνο ένα ζευγάρι από δύο ξένους που ζουν μαζί. Ας ξαναβρούμε ο ένας τον άλλο κι ίσως να η χαθούμε πια. Μίλα μου! Ήμουνα χαμένος! Σε σκεφτόμουν πολύ συχνά αλλά δεν μπορούσα να σε βρω, αγάπη μου. Σε σκεφτόμουν όλη την ώρα αλλά δεν μπορούσα να σου πω «είμαι χαμένος;». Χαμένος μέσα στην πόλη; Περνώντας από χέρι σε χέρι σαν λερωμένη καρτ ποστάλ; Και τότε ακριβώς, έκλεινα το τηλέφωνο... Είμαι χαμένος σ' αυτή... την πόλη...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είχα τίποτα άλλο παρά μόνο νερό από τότε που έφυγες! Τίποτα άλλο από στιγμιαίο καφέ ώσπου κι αυτός σώθηκε, και νερό.

ΑΝΤΡΑΣ: Μπορείς να μου μιλάς τώρα αγάπη μου; Μπορείς να μου μιλάς;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι.

ΑΝΤΡΑΣ: Καλά λοιπόν, μίλα μου σαν τη βροχή και άφησέ με ν' ακούω... Άφησέ με να μένω εδώ ξαπλωμένος και ν' ακούω... Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που... είχαμε εξαφανιστεί ο ένας με τον άλλον. Τώρα πες μου, μίλα μου. Τι σκεφτόσουν στη σιωπή; Ενώ εγώ περνούσα από χέρι σε χέρι, σαν βρώμικη καρτ ποστάλ σ' αυτή την πόλη... Πες μου... Μίλα μου... Μίλα μου σαν τη βροχή κι εγώ θα μείνω εδώ ξαπλωμένος και θ' ακούω.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω...

ΑΝΤΡΑΣ: Το έχεις καταλάβει, είναι απαραίτητο! Εγώ το ξέρω πια, γι΄ αυτό μίλα μου σαν τη βροχή κι εγώ θα μείνω εδώ ξαπλωμένος και θ' ακούω, θα μείνω εδώ ξαπλωμένος και...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω.

ΑΝΤΡΑΣ: Θέλεις;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θ έ λ ω   ν α   φ ύ γ ω!

ΑΝΤΡΑΣ: Πώς;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνη μου! Θα γραφτώ στο βιβλίο ενός μικρού ξενοδοχείου κοντά στη θάλασσα κάτω από ένα πλαστό όνομα...

ΑΝΤΡΑΣ: Τι όνομα;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Άννα... Τζόουνς... Η καμαριέρα θα είναι μια μικροκαμωμένη γριά, που θα έχει έναν εγγονό και θα μιλάει γι' αυτόν... Θα κάθομαι στην καρέκλα όση ώρα η γριά γυναίκα θα φτιάχνει το κρεβάτι, με τα χέρια μου κρεμασμένα στα πλάγια... Και με τη φωνή της που θα είναι ήρεμη, γαλήνια, θα μου διηγείται τι έφαγε ο εγγονός της. Ταπιόκα και κρέμα. Το δωμάτιο θα είναι γεμάτο ίσκιους, δροσερό, και θα πλημμυρίζει με το μουρμουρητό της...

ΑΝΤΡΑΣ: Βροχής;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι. Της βροχής.

ΑΝΤΡΑΣ: Και;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Η αγωνία θα περάσει.

ΑΝΤΡΑΣ: Ναι...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ύστερα από λίγο η μικροκαμωμένη γριά γυναίκα θα λέει, «το κρεβάτι σας είναι έτοιμο κυρία» και 'γω θα λέω «ευχαριστώ». Θα βγάζω ένα δολάριο από την τσέπη μου. Η πόρτα θα κλείνει. Και θα είμαι μόνη μου πάλι. Τα παράθυρα θα είναι ψηλά με μπλε παραθυρόφυλλα και θα είναι μια εποχή βροχής... Βροχής... Βροχής... Η ζωή μου θα είναι σαν το δωμάτιο, κρύα... με ίσκιους, κρύα και πλημμυρισμένη από το μουρμουρητό της...

ΑΝΤΡΑΣ: Βροχής...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θα λαβαίνω ένα τσεκ αεροπορικό κάθε βδομάδα που μπορώ να το υπολογίζω από τώρα. Η μικροσκοπική γριά γυναίκα θα εξαργυρώνει τα τσεκ για λογαριασμό μου και θα μου φέρνει βιβλία από μια βιβλιοθήκη και θα φροντίζει για τα ρούχα μου, να πλυθούν. Θα έχω πάντα καθαρά πράγματα! Θα ντύνομαι στα άσπρα. Δεν είμαι ποτέ πολύ δυνατή ούτε θα μου έχει μείνει πολλή ενεργητικότητα, αλλά θα έχω αρκετή ύστερα από λίγο καιρό, για να περπατάω στην πλατεία... Στον περίπατο... Να περπατάω στην παραλία χωρίς προσπάθεια... Τα βράδια θα περπατάω στο μάκρος της παραλίας, στον περίπατο. Θα έχω μια ορισμένη θέση στην παραλία, όπου θα πηγαίνω να κάθομαι, λίγο πιο μακριά από εκεί που είναι το περίπτερο, όπου η μπάντα παίζει επιλογές του Βίκτορ Χέρμπερτ όταν νυχτώνει... Θα έχω ένα μεγάλο δωμάτιο με ξώφυλλα στα παράθυρα... Θα είναι μια εποχή βροχής, βροχής... Και θα είμαι τόσο εξαντλημένη ύστερα από τη ζωή μου στην πόλη που δεν θα με νοιάζει που θ' ακούω τη βροχή. Θα είμαι τόσο ήρεμη! Οι γραμμές θα εξαφανιστούν από το πρόσωπό μου. Τα μάτια μου δεν θα είναι ποτέ πια κόκκινα. Δεν θα έχω φίλους. Δεν θα έχω ούτε γνωριμίες. Όταν θα νυστάζω, θα γυρίζω ήσυχα πίσω στο ξενοδοχείο. Ο ξενοδόχος θα λέει, «καλησπέρα κυρία Τζόουνς» και γω μόλις που θα χαμογελάω και θα παίρνω το κλειδί μου. Δεν θα διαβάζω ποτέ εφημερίδες ούτε θα ακούω ραδιόφωνο. Δεν θα έχω την παραμικρή ιδέα τι γίνεται στον κόσμο. Δεν θα έχω καμιά συναίσθηση από το χρόνο που περνάει. Κάποια μέρα θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έχουν αρχίσει να γίνονται γκρίζα και για πρώτη φορά θ' ανακαλύψω ότι έζησα σ' αυτό το μικρό ξενοδοχείο, με ένα ψεύτικο όνομα, χωρίς καθόλου φίλους ή γνωστούς, ή κανενός είδους σχέσεις, για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια. Θα με ξαφνιάσει λίγο αλλά δεν θα με τρομάξει καθόλου. Θα είμαι ευχαριστημένη που ο χρόνος θα έχει περάσει τόσο εύκολα. Μια φορά στο τόσο θα πηγαίνω στον κινηματογράφο. Θα κάθομαι στις πίσω σειρές με όλο αυτό το σκοτάδι γύρω μου και με κείνες τις φιγούρες ακίνητες στο πλάι μου, χωρίς να με προσέχουν. Βλέποντας την οθόνη. Φανταστικός κόσμος. Ο κόσμος των παραμυθιών. Θα διαβάζω μεγάλα βιβλία και το ημερολόγιο των νεκρών συγγραφέων. Θα νιώθω πολύ πιο κοντά τους, πολύ περισσότερο από ότι ένιωσα ποτέ για ανθρώπους που γνώρισα, προτού να φύγω από τον κόσμο. Θα είναι γλυκιά και ψυχρή μαζί αυτή η φιλία μου με τους νεκρούς ποιητές γιατί δεν θα μπορώ να τους αγγίζω ούτε και ν' απαντάω στις ερωτήσεις τους. Θα μου μιλάνε και δεν θα περιμένουν να τους απαντήσω. Και θα νυστάζω ακούγοντας τις φωνές τους να εξηγούν σε μένα τα μυστήρια. Θα με παίρνει ο ύπνος με το βιβλίο ακόμα στα χέρια μου, και θα βρέχει. Θα ξυπνάω και θ΄ ακούω τη βροχή και θα ξανακοιμάμαι. Μια εποχή βροχής... Βροχής... Βροχής... Και τότε κάποια μέρα, όταν θα έχω κλείσει ένα βιβλίο, ή θα γυρίζω στο σπίτι, μόνη μου, από τον κινηματογράφο στις έντεκα η ώρα τη νύχτα, θα κοιτάξω τον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έγιναν άσπρα. Άσπρα, εντελώς άσπρα. Τόσο άσπρα όσο και ο αφρός στα κύματα... Θα κρεμάσω τα χέρια μου στο μάκρος του κορμιού μου, και τότε θα ανακαλύψω πόσο τρομακτικά ελαφριά και λεπτή έχω γίνει. Ω, εγώ, πόσο λεπτή θα έχω γίνει! Σχεδόν διαφανής. Όχι πια πραγματική, γήινη. Τότε θ΄ ανακαλύψω, θα καταλάβω, κάπως θολά, ότι έμεινα συνεχώς εδώ, σ΄ αυτό το μικρό ξενοδοχείο, χωρίς καθόλου κοινωνικές σχέσεις, υποχρεώσεις, αγωνίες ή ενοχλήσεις κάθε λογής, για πενήντα ολόκληρα χρόνια! Μισό αιώνα. Μια ζωή, στην ουσία. Δεν θα θυμάμαι πια ούτε τα ονόματα των ανθρώπων που γνώριζα προτού να έρθω εδώ, ούτε και πως αισθάνεται κάποιος που περιμένει κάποιον άλλον και που μπορεί να μην έρθει... Τότε λοιπόν θα ξέρω, κοιτώντας τον καθρέφτη, πως ήρθε για μένα η πρώτη εποχή, για να περπατήσω άλλη μια φορά μόνη μου στην πλατεία, με το δυνατό άνεμο να με χτυπάει, τον άσπρο καθαρό άνεμο που φυσάει από την άκρη του κόσμου, και ακόμα πιο μακριά από 'κει, πέρα από τις ψυχρές χαμένες επιφάνειες του διαστήματος, πολύ πιο πέρα από ό,τι υπάρχει, πέρα μακριά από τις άκριες στο γήινο χώρο... Και τότε θα βγω έξω και θα περπατήσω στην πλατεία. Θα περπατήσω μόνη μου και θα γίνομαι όλο και πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη...

ΑΝΤΡΑΣ: Έλα στο κρεβάτι, μωρό μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ολοένα και πιο αδύνατη. Πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη!

(Ο άντρας την φτάνει και την παίρνει δια της βίας από την καρέκλα μπροστά στο παράθυρο).

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ώσπου στο τέλος δεν θα έχω καθόλου σώμα πια, και ο αέρας θα με σηκώνει στα παγωμένα άσπρα του χέρια για πάντα και θα με πάρει μακριά!

ΑΝΤΡΑΣ: (Το στόμα του στο λαιμό της). Έλα στο κρεβάτι, μαζί μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω, να φύγω! (Την αφήνει και κείνη φτάνει στη μέση του δωματίου κλαίγοντας χωρίς έλεγχο. Κάθεται στο κρεβάτι. Εκείνος πηγαίνει στο παράθυρο, η βροχή δυναμώνει. Η γυναίκα σταυρώνει τα χέρια της μπροστά στο στήθος της. Οι λυγμοί της εξασθενούν αλλά αναπνέει με δυσκολία. Το φως αραιώνει, ακούγεται ο άνεμος δυνατά. Ο άντρας κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Στο τέλος εκείνη του λέει μαλακά: ) Έλα στο κρεβάτι. Έλα στο κρεβάτι, μωρό μου...

Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι από το blog myveryowninspirationboard.tumblr.com


Ποιος είπε ότι ακόμα και με ένα κινητό δεν μπορεί να κάνει κάποιος τέχνη στο Instagram; Η Νορβηγίδα food artist Ida Skivenes είναι η απόδειξη ότι όταν κάποιος θέλει, μπορεί να ξεχωρίσει ακόμα και μέσα από ένα application. Όλα αυτά που φτιάχνει, χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη μόνο το φαγητό, θα μπορούσαν να ντύσουν τις σελίδες ενός παιδικού βιβλίου ή ενός παράξενου graphic novel. Δείτε εδώ τις καλύτερες στιγμές της. Σε κάποια από τα πιάτα θα αναγνωρίσετε έργα μεγάλων ζωγράφων (Μαγκρίτ, Ρόθκο, Μοντριάν, Πικάσο).













Υ.Γ. Ακολουθήστε την idafrosk στο Instagram και στο Facebook. Κάθε πρωί θα σας φτιάχνει το κέφι. :-)


Ζηλεύω πολύ τους ανθρώπους που μπορούν να διαβάσουν οπουδήποτε, κάτω από όλες τις συνθήκες: μέσα στο μετρό, στο αεροπλάνο, στο αυτοκίνητο, σε ένα café γεμάτο κόσμο... Eγώ δυσκολεύομαι, ιδίως όταν ταξιδεύω. Μισή σελίδα με οδηγεί απευθείας στο Vertigo Vomex.

Θα έλεγα ότι είμαι μάλλον λίγο παράξενος: Δεν θέλω θόρυβο, δεν μου αρέσει να διαβάζω ακούγοντας μουσική, δεν αντέχω το δυνατό φως και τώρα τελευταία όταν είμαι ξαπλωμένος με παίρνει συχνά ο ύπνος πριν τελειώσω το κεφάλαιο.

Τα βιβλία τα ζω, τις ιστορίες τους τις κουβαλάω βαθιά μέσα μου. Σκέφτομαι τους ήρωες και φτιάχνω σενάρια γι' αυτούς στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ακόμα κι όταν περπατώ άσκοπα στην πόλη ή οδηγώ ή είμαι σε μία σύσκεψη στο γραφείο με δέκα ανθρώπους. 
Όταν τα πράγματα ζορίζουν, σκέφτομαι τα βιβλία μου, αυτά που διαβάζω κι αυτά που θέλω πολύ να διαβάσω στους επόμενους μήνες. Δένομαι στις λέξεις και πιάνομαι από τις ιστορίες όπως ο ναυαγός από το ξύλο που βολοδέρνει στο κύμα. Και λέω, ναι, δεν μπορεί, ακόμα κι αν όλος ο κόσμος γυρίσει ανάποδα θα βρω μια βολική γωνιά να απολαύσω το βιβλίο μου.

Τη (δύσκολη) χρονιά που πέρασε, δεν κατάφερα να διαβάσω όλα όσα ήθελα. Πολλά ξενύχτια στα γραφεία, ροκάνισαν το χρόνο που αφιέρωνα στα βιβλία. Έτσι, για το 2013 έχω βάλει ένα στόχο: να εκπαιδευτώ, για ν' αναπληρώσω το χαμένο χρόνο. Να μάθω να διαβάζω, όχι σαν καλομαθημένος φλώρος, στην design πολυθρόνα ή στον κάτασπρο καναπέ, με το σωστό φως της Αrtemide και χωρίς να ακούγεται κιχ. Θα μάθω να διαβάζω -αναίσθητα- ακόμα και μέσα στην καρδιά του χάους:
...Κρυφά στο iBooks του iPhone, κάνοντας πως τσεκάρω emails.
...Στο μετρό (που υπόσχομαι ότι θα παίρνω φέτος περισσότερο).
...Στην κίνηση (όταν δεν θα τηρώ την προηγούμενη υπόσχεση).
...Στο σαλονάκι του οδοντογιατρού, ανάμεσα σε έξαλλους παππούδες που κουρδισμένοι από τα δελτία ειδήσεων φτύνουν κατάρες πάνω στους Chesterfield καναπέδες.
...Στο φουαγιέ του θεάτρου και στο πιο κεντρικό τραπέζι μιας μπρασερί.

Σαν κάτι κομάντο αναγνώστες που δεν μασάνε με τίποτα και διαβάζουν για πλάκα μέσα στο μετρό 40 σελίδες μέχρι να φτάσει ο συρμός από το Σύνταγμα στην Αγία Παρασκευή. Θα κουβαλάω παντού το Kindle και με ωτοασπίδες θα γυρίσω κεφάλαιο. Τέλος.

Το έχω κάνει ξανά, στο στρατό, και θα το ξανακάνω. Γιατί όσα βιβλία τελικά κι αν διαβάσεις, ποτέ δεν φτάνουν.  

Υ.Γ. Η εικονογράφηση είναι του Bob Staake. Περισσότερα πόστερ και βιβλία του θα βρείτε εδώ: www.bobstaake.com



Τις τελευταίες ημέρες βεβαιώθηκα στην πράξη ότι οι ρομαντικοί ανησυχούμε μάταια για το αβέβαιο (;) μέλλον του έντυπου βιβλίου. Οι φόβοι μας είναι εντελώς -μα εντελώς- αβάσιμοι. Τουλάχιστον στην Ελλάδα, το ηλεκτρονική βιβλίο βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακό στάδιο. Οι ανάγκες ενός απαιτητικού αναγνώστη δεν καλύπτονται σε καμία περίπτωση από την περιορισμένη αγορά.

Επιπλέον, οι χρήστες του Kindle, της συσκευής του Amazon, είμαστε αποκλεισμένοι σχεδόν από τα περισσότερα eBooks που πωλούνται αυτή τη στιγμή. Τα βιβλία που κατεβάζει κάποιος νόμιμα χρησιμοποιώντας την πιστωτική του κάρτα (πληρώνοντας το όχι και τόσο μικρό αντίτιμο σε σχέση με τα έντυπα) είναι συνήθως σε μορφή ePUB (μετατρέπονται εύκολα -αν καταλάβεις πως γίνεται- σε mobi) και διαθέτουν ένα σύστημα προστασίας (το αποκαλούμενο κλείδωμα DRM - Digital Rights Management της Adobe) μη συμβατό με τα Kindle.

Ο αναγνώστης έχει δύο επιλογές: Ή θα ψάξει να βρει τρόπο να ξεκλειδώσει παράνομα το eBook που έχει ΠΛΗΡΩΣΕΙ για να το διαβάσει στον eReader του. Ή θα πεταχτεί μέχρι το βιβλιοπωλείο (παραδοσιακά κι ωραία) να το αγοράσει στην έντυπη μορφή που όλοι ξέρουμε κι αγαπάμε.

Αστειότητες. Θεωρώ απαράδεκτο τον αποκλεισμό των αναγνωστών που έχουμε έναν eReader Kindle από τα περισσότερα ελληνικά e-books, τα οποία ναι μεν πληρώνεις αλλά δεν μπορείς να διαβάσεις τελικά γιατί είναι κλειδωμένα (ή «προστατευμένα»).

Θα μου πείτε: «Φταίει το Amazon που κατασκεύασε μια συσκευή στα μέτρα του για να προωθήσει τις αγορές μέσω του e-shop του». Σωστά, φταίει. Όμως το Amazon δεν το αφορά καθόλου η ελληνική αγορά, γιατί αν το αφορούσε θα πουλούσε και ελληνικά βιβλία. Σε αντίθεση με τους Έλληνες εκδότες που όχι μόνο τους αφορά, τους καίει.

Καταλαβαίνω (αν και δεν είμαι υποχρεωμένος γιατί είμαι καταναλωτής και θα προτιμούσα οι αγορές μου να είναι πιο εύκολες) ότι ορισμένοι εκδότες θέλουν δικαίως να «προστατέψουν» τα προϊόντα τους κλειδώνοντάς τα με το σύστημα DRM, όπως άλλωστε κάνει με το δικό του τρόπο και το Amazon. Ωστόσο, δεν θεωρώ ότι αυτός ο δρόμος βοηθάει μια καινούρια αγορά, όπως αυτή του ηλεκτρονικού βιβλίου, να αναπτυχθεί σωστά και να ανθίσει. Στις δύσκολες εποχές που ζούμε, ας μην βάζουμε κι άλλα εμπόδια ανάμεσα στον αναγνώστη και στο βιβλίο. Ας απλουστεύσουμε τις διαδικασίες. Αλλιώς δεν θα δουλέψει ποτέ το σύστημα. Είναι ήδη βαρετή και πολύπλοκη η διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος άσχετος (χρήση πιστωτικής κάρτας στο διαδίκτυο, μετατροπή των αρχείων, ηλεκτρονική αποστολή από το laptop στον eReader κ.α.). Και πάνω που πάει να συνηθίσει πέφτει στον σκόπελο του DRM. Είναι μάλλον η ώρα που θα τα παρατήσει και θα επιστρέψει στο έντυπο ή νευριασμένος θα ανοίξει την τηλεόραση.

Οι περισσότεροι δεν θα κάτσουμε να σκάσουμε κιόλας. Προσωπικά, επειδή δεν βλέπω και τηλεόραση, θα κρατήσω το Kindle για να διαβάζω τα ξένα βιβλία μου και εκείνα των εκδόσεων Καστανιώτη και Ίκαρος (οι οποίες για κάποιο λόγο θέλησαν να δείξουν σεβασμό σε ΟΛΟΥΣ τους αναγνώστες τους και δεν κλειδώνουν τα eBook τους, ή για την ακρίβεια τα κλειδώνουν με Social DRM που επιτρέπει στους κατόχους Kindle να τα μετατρέψουμε σε mobi). Τα υπόλοιπα, θα τα διαβάζω σε έντυπη μορφή.

Υ.Γ. H φωτό είναι συμβολική: Είναι το φάντασμα του έντυπου βιβλίου που πρόδωσα για ένα πουκάμισο αδειανό, για ένα Kindle... :-p

Για τη συνήθεια που έχουμε οι περισσότεροι βιβλιόφιλοι να διαβάζουμε μετά το κείμενο που υπάρχει στο οπισθόφυλλο και τις αρχικές φράσεις ενός βιβλίου, μίλησε ένα πρωί στην (υπέροχη) ραδιοφωνική εκπομπή του -στον Pepper 96,6- ο Γιώργος Μουχταρίδης. Δεν ξέρω αν το κριτήριο της πρώτης σελίδας είναι αλάνθαστο, δεν ξέρω τελικά καν αν η πρώτη εντύπωση που έχουμε για όλα τα πράγματα είναι καθοριστική, αλλά αυτή είναι μια μικρή συνήθεια που δεν μπορώ να κόψω. Θεωρώ αδιανόητο να αγοράσω ένα βιβλίο χωρίς να διαβάσω την πρώτη σελίδα. Λες και οι αυτές λέξεις θα ξεκλειδώσουν το στυλ του συγγραφέα ή τα μυστικά ολόκληρου του βιβλίου. Κι έτσι θα δεις πόσο σου πάει ένα μυθιστόρημα ή όχι.

Είναι λίγο αφελές, το ξέρω, γιατί ένα καλό βιβλίο ανθίζει μέσα σου σιγά σιγά, σελίδα σελίδα. Σαν ένας ξαφνικός έρωτας που γίνεται με τον καιρό αγάπη. Κι όταν φτάσεις στην καρδιά του βιβλίου, και πιάσεις το βαθύτερο νόημά του, ούτε που θυμάσαι πια τα πρώτα του λόγια που σου έδωσαν μια ώθηση μεγαλύτερη να το διαβάσεις. Όμως, όσο κι αν ξέρω ότι δεν ισχύει πάντα, δεν σταματώ να το κάνω. Ίσως γιατί βαθιά μέσα μου, όσο κυνικός κι αν μου αρέσει να γίνομαι, πιστεύω στον κεραυνοβόλο έρωτα.

Εδώ, έχω επιλέξει τυχαία μερικές πρώτες σελίδες από ορισμένα βιβλία που έχω πλάι στο κρεβάτι μου (κλασικά και σύγχρονα). Άλλα τα έχω διαβάσει ήδη, άλλα έχουν πάρει σειρά. Όλα όμως τα αγόρασα γιατί τα ερωτεύθηκα από την πρώτη σελίδα.

1Q84, Χαρούκι Μουρακάμι, εκδ. Ψυχογιός.
2666, Ρομπέρτο Μπολάνιο, εκδ. Άγρα.
Άννα Καρένινα, Λέων Τολστόι, εκδ. Άγρα.
Μόνος στο Βερολίνο, Χανς Φάλαντα, εκδ. Πόλις. 
Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ, Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, εκδ. Άγρα.

Η εφεύρεση του Μορέλ, Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, εκδ. Πατάκη. 
Μεγάλοι δρόμοι, Λένα Κιτσοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο.  

Οι προσκεκλημένοι, Πιερ Ασουλίν, εκδ. Πόλις.
Τα σακιά, Ιωάννα Καρυστιάνη, εκδ. Καστανιώτη.

Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ, Ενρίκε Βίλα-Μάτας, εκδ. Καστανιώτη.

Το δάσος των παιδιών, Χρήστος Αγγελάκος, εκδ. Μεταίχιο. 

Το χαστουκόδεντρο, Άρης Μαραγκόπουλος, εκδ. Τόπος.

Φαρενάιτ 451, Ρέι Μπράντμπερι, εκδ. Άγρα.

Δεκαέξι, Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Καστανιώτη. 



Υ.Γ. Αλήθεια, όταν ένας συγγραφέας γράφει την πρώτη φράση ενός βιβλίου γνωρίζει άραγε πού θα τον οδηγήσουν οι λέξεις;


To πολυαναμενόμενο δέμα ήρθε χτες, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ούτε ο Άγιος Βασίλης να το έφερνε. Για κάτι τύπους σαν εμάς που αγαπάμε τρελά τα βιβλία, ένα eReader δεν θα μπορούσε παρά να είναι το καλύτερο δώρο για τη νέα χρονιά. Στην αρχή μου φάνηκε λίγο φτωχό σε σχέση με το iPhone (αγόρασα το απλό που δεν έχει οθόνη αφής). Όταν το έψαξα λίγο και το συνήθισα, ξετρελάθηκα! Κατευθείαν κατέβασα το Prague Fatale του Philip Kerr από το Amazon και στη συνέχεια δωρεάν από το site των Βορειoδυτικών Εκδόσεων «Τα ουγγρικά ψάρια» του Γιάννη Πλιώτα.

Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να καταλάβω τι παίζει: Ποιο application του Amazon να κατεβάσω στο macbook; Τι διαβάζει το Kindle και τι όχι; Πώς μετατρέπεις τα pdf σε mobi (άγνωστες λέξεις); Πώς τα στέλνεις μέσω gmail στο e-mail τoυ Κindle;
Ακολούθησα τις πολύ απλές οδηγίες (step by step) που δίνει στο blog του www.eanagnostis.gr (Η Βίβλος των eReaders στην Ελλάδα) o Ηλεκτρονικός Αναγνώστης:




Επόμενες κινήσεις: Να κατεβάσω ποίηση από το iBookstore των εκδόσεων Ίκαρος (γιατί με συγκινεί η ιδέα να διαβάζω Δημουλά ψηφιακά) και το βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ «Ο άνθρωπος που έτρωγε πολύ» από το site των εκδόσεων Καστανιώτη.


Τώρα που κάθομαι χαλαρά και πίνω καφέ παρέα με τον Philip Kerr σκέφτομαι πόσο ανόητοι ήταν τόσο καιρό οι ενδοιασμοί μου (οι αμφιβολίες για το αν πρέπει να αγοράσω ένα ηλεκτρονικό βιβλίο, αν χάνεις τη μαγεία του εντύπου κτλ.). Δεν αντικαθιστάς τα τυπωμένα βιβλία με ηλεκτρονικά, απλά ένα gadget σου προσφέρει μια επιπλέον βοήθεια (και απόλαυση). Άλλα βιβλία θα τα αγοράζω έτσι, για να μυρίζω το χαρτί, να τσαλακώνω τις σελίδες, να τα λεκιάζω με καφέ ή με νερό και άμμο στην παραλία, άλλα θα τα κατεβάζω ηλεκτρονικά. Άλλωστε, δεν θυσιάζω τις βόλτες στα βιβλιοπωλεία (με τίποτα)!

Η γραμματοσειρά αλλάζει: Πολύ εύκολα επιλέγεις το μέγεθος και το στυλ που σε βολεύει. Το ωραιότερο είναι ότι όταν πας με τα βελάκια τον κέρσορα μπροστά από μία λέξη σού εμφανίζει το λεξικό. Κατέβασα το Αγγλοελληνικό Slovoed για Kindle αλλά έχει μόνο 4.000 λήμματα και δεν βοηθάει. Τα Αγγλοαγγλικά λεξικά που έχει ήδη φορτωμένα είναι καλύτερα. 

Το Kindle έχει το μέγεθος ενός βιβλίου στο μικρό, βολικό σχήμα των εκδόσεων Άγρα. Είναι τόσο μικρό που χωράει στην τσέπη.

Υ.Γ. Το gadget-φετίχ κόστισε 106 ευρώ (τελική τιμή με φόρους, κούριερ κ.α.). Αν θέλετε να το παραγγείλετε κάντε κλικ εδώ: Το νέο Kindle του Amazon - Πώς να παραγγείλουμε από Ελλάδα και Κύπρο.


Μια φίλη τελευταία έχει πάθει χοντρή ζημιά. Μιλάει σαν ερωτευμένη. Τριγυρίζει διαρκώς γύρω από την εμμονή της σαν σκύλος που έχει χάσει τη μυρωδιά του. Αρνείται φυσικά να το παραδεχτεί, αλλά την έχει πατήσει. Στις δέκα κουβέντες, οι εφτά αφορούν εκείνον. Ή εκείνον όπως τον έχει φανταστεί. Τον βλέπει παντού: στο φλιτζάνι του καφέ της, πίσω από τις λέξεις στους υπότιτλους μιας ταινίας, σε όλα τα τραγούδια (ακόμα και στα πιο σαχλά), σε κάθε περαστικό. Διαβάζει υπονοούμενα ακόμα και στη νυσταγμένη καλημέρα που της λέει κάθε πρωί στο γραφείο, όπου δουλεύουν μαζί.

Τη χαζεύω και θαυμάζω τη δύναμη του έρωτα: Σαν μια τεράστια γόμα που σβήνει ό,τι έχει διαβάσει, όλα τα παιδεμένα συμπεράσματα, τις αναλύσεις, τη σιγουριά της ότι ο έρωτας δεν έχει σχέση ποτέ με το άλλο πρόσωπο, αλλά με τον αντικατοπτρισμό του στο φαντασιακό μας. Πού πήγαν οι Μπαρτ, Μπρικνέρ, Γκαίτε, Φιτζέραλντ, Πεσσόα, Γιάλομ και Κασάρες, στους οποίους ανέτρεχε κάθε φορά που ήθελε να υπογραμμίσει το trompe o'leil του έρωτα; Πώς ξέχασε τα πάντα με μια ματιά; Πού πήγε ο κυνισμός τύπου Κούντερα: «Το συναίσθημα, εξ' ορισμού, ξεπηδάει μέσα μας εν αγνοία μας και συχνά με το σώμα μας να ανθίσταται. Από τη στιγμή που θέλουμε να το δοκιμάσουμε (από τη στιγμή που αποφασίζουμε να το δοκιμάσουμε, όπως ο Δον Κιχώτης αποφάσισε να αγαπήσει τη Δουλτσινέα), το συναίσθημα δεν είναι πια συναίσθημα, αλλά μίμηση του συναισθήματος, η επίδειξή του. Αυτό που κοινώς ονομάζεται υστερία» (Αθανασία, εκδ. Εστία).

Υπάρχει ένα υπέροχο βιβλίο, από τα πιο αγαπημένα μου, το οποίο περιγράφει ακριβώς αυτόν το μηχανισμό που στήνεται μέσα στο κεφάλι του ερωτευμένου: «Η εφεύρεση του Μορέλ» του Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες από τις εκδόσεις Πατάκη (σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη). Συγκλονιστικό βιβλίο. Αν ο Ρολάν Μπαρτ, στα «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου» (εκδ. Κέδρος - Ράππα) έχει καταγράψει τον τρόπο με τον οποίο μιλάει ένας ερωτευμένος, o Κασάρες έχει σχεδιάσει αριστοτεχνικά με την αφήγησή του το λαβύρινθο στον οποίο χάνεται.

Το εμβληματικό μυθιστόρημα του στενού φίλου του Μπόρχες για κάποιους θεωρείται σημαντικό διότι είναι ένα προφητικό έργο (γράφτηκε το 1941 και μιλά για την παντοδυναμία της εικόνας, την κυριαρχία των οπτικοακουστικών μέσων και την ύπαρξη των άβαταρ πολύ πριν γεννηθεί η ιδέα του διαδικτύου). Για μένα είναι σημαντικό γιατί φωτογραφίζει ανατριχιαστικά όλα τα στάδια από τα οποία περνά ένας ερωτευμένος νους: Σύγχυση, μαγεία, αγωνία, απομυθοποίηση, πένθος. Με δυο λόγια όλη την αλληλουχία των συναισθημάτων που βιώνει κάποιος, ο οποίος ερωτεύεται μια εικόνα. Άρα κάποιος καταδικασμένος εντελώς να εξοριστεί, όταν έρθει η ώρα, από το ίδιο του το φαντασιακό.

Ο ήρωας, κυνηγημένος για κάποιον λόγο που δεν μαθαίνουμε ποτέ, αυτοεξορίζεται για να γλιτώσει σε ένα παράξενο, ερημικό νησί στον Ειρηνικό Ωκεανό.
«Την ιδέα να έρθω εδώ μου την έβαλε ένας Ιταλός που πουλούσε χαλιά στην Καλκούτα. Μου είπε στη γλώσσα του: “Για έναν κυνηγημένο, για σας, ένα μέρος στον κόσμο υπάρχει, μα δεν ζει κανείς εκεί. Είναι ένα νησί. Γύρω στο 1924, κάποιοι λευκοί έχτισαν εκεί ένα μουσείο, ένα παρεκκλήσι και μια πισίνα. Τα έργα αποπερατώθηκαν και εγκαταλείφθηκαν”. Τον διέκοψα. Ζήτησα τη βοήθειά του για το ταξίδι. Ο έμπορος συνέχισε: “Δεν το πλησιάζουν ούτε οι Κινέζοι ποιητές, ούτε το λευκοβαμμένο καράβι του Ινστιτούτου Ροκφέλερ. Είναι η εστία μιας αρρώστιας που παραμένει μυστηριώδης και σκοτώνει απ' έξω προς τα μέσα. Πέφτουν τα νύχια, πέφτουν τα μαλλιά, νεκρώνονται το δέρμα και οι χιτώνες των ματιών, και το σώμα ζει οκτώ, δεκαπέντε μέρες”».
Ο φυγάς αψηφά τα λόγια του Ιταλού και καταφεύγει στο νησί. Την εκατοστή μέρα, κι ενώ τίποτα ακόμα κακό δεν του έχει συμβεί, ξυπνά κι αντικρίζει τις θαμνώδεις λοφοπλαγιές, πλάι στο μουσείο όπου ζει, «γεμάτες με ανθρώπους που χορεύουν, κόβουν βόλτες, κολυμπούν στην πισίνα, σαν παραθεριστές που περνούν εδώ και καιρό τις διακοπές τους στο Λος Τέκες ή το Μαρίενμπαντ».
Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Και πώς βρέθηκαν στο νησί, αφού κανένα πλοίο δεν αγκυροβόλησε στους κόλπους του, κανένα αεροπλάνο ή αερόπλοιο δεν προσγειώθηκε; Από πού εμφανίστηκαν ξαφνικά; Ο ήρωας τρομαγμένος φεύγει στα νότια του νησιού, όπου εξαιτίας της παλίρροιας η πρόσβαση είναι δύσκολη και άρα δεν θα τον αναζητήσουν. Από εκεί παρακολουθεί τους παράξενους εισβολείς. Ένα απόγευμα βλέπει μια αέρινη γυναίκα, τη Φοστίν, όπως την αποκαλεί ο άντρας που τη συνοδεύει (ο Μορέλ), να κάθεται στα βράχια παρακολουθώντας το ηλιοβασίλεμα. Την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά. Μαγεμένος από την ομορφιά της πηγαίνει λίγο πριν πέσει ο ήλιος και τη βρίσκει εκεί, στο ίδιο σημείο, κάθε δειλινό, να φορά μια παρδαλή μαντίλα στα μαλλιά, και να χαζεύει τη θάλασσα με τα χέρια της πλεγμένα γύρω από το ένα της γόνατο. Όταν κάποιο βράδυ αποφασίζει να μη βασανίζεται άλλο κρυφά και να της μιλήσει, εκείνη δεν ανταποκρίνεται. Της μιλά και κάνει σα να μην τον βλέπει. Αποσύρεται πληγωμένος στην βαλτώδη κρυψώνα του κι αναρωτιέται: Πόσο αληθινή είναι η γυναίκα που ερωτεύθηκε; Υπάρχει στην πραγματικότητα ή την έχει επινοήσει;

Από κάθε βιβλίο ο καθένας κρατάει αυτό που θέλει. Από την «Εφεύρεση του Μορέλ» εγώ κρατώ τον έρωτα για μια εικόνα. Κι αυτή τη φράση: Δεν υπάρχει χειρότερος εφιάλτης απ' το να 'σαι ερωτευμένος με μία εικόνα, είναι χειρότερο απ' το να 'σαι ερωτευμένος μ' ένα φάντασμα (ίσως, όμως, και να θέλαμε πάντα το άτομο που αγαπάμε, να 'χει την υπόσταση φαντάσματος).

Υ.Γ. Σας εύχομαι καλή χρονιά! Κι ας είναι οι (ωραίες) ταραχές του έρωτα οι μόνες που θα αντιμετωπίσουμε το 2013. ;-)