«Παρότι μας λένε ότι “καταναλώνουμε” λογοτεχνία, η λογοτεχνία, σε αντίθεση με το φαγητό που βρίσκεται στο πιάτο μας, παραμένει εκεί αφότου την έχουμε καταναλώσει... Και στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι εξίσου νόστιμη όσο και την πρώτη φορά».

Για τους εραστές της γεύσης ένα πιάτο δεν είναι παρά ένας καμβάς που κάποιος έχει φιλοτεχνήσει. Κάθε μπουκιά αφήνει στο στόμα αρώματα και γεύσεις, ένα μικρό ποίημα γεμάτο φυσαλίδες που σκάνε στον ουρανίσκο.

Το ίδιο συμβαίνει και με την καλή λογοτεχνία. Μια φράση αρκεί για να σε μεθύσει ή μια τρελή, αναπάντεχη σύνταξη να σε μαγέψει όπως το συγκλονιστικό καρπάτσιο ενός σεφ. Οι συγγραφείς μαγειρεύουν επικίνδυνα πράγματα, αφού οι λέξεις μπορούν να σε στοιχειώσουν για πάντα. Οι εικόνες και οι συνειρμοί που δημιουργούν με την αφήγησή τους μπορούν να εισβάλλουν μέσα σου και να ξεσπάσουν σαν χείμαρρος σε ανύποπτο χρόνο. Η λογοτεχνία γητεύει. Εθίζεσαι στην καλή λογοτεχνία, σ΄αυτό το αέναο κυνήγι της τέλειας φράσης. Μιας φράσης τόσο άψογης που αποτελεί από μόνη της ένα μικρό αριστούργημα.

Με χάρακες και μολύβια (εγώ πάντα με χάρακα μαύρο και μαύρο πλακέ μολύβι Moleskine), με το καλό μας μπλε στυλό, με φλούο μαρκαδοράκια οι τολμηροί ή με ένα ταπεινό Bic με μασημένο καπάκι, υπογραμμίζουμε και ξανα-υπογραμμίζουμε, κρατούμε σημειώσεις, κυκλώνουμε, βάζουμε σύμβολα, βελάκια κι ενδείξεις στο λευκό περιθώριο προσπαθώντας να απαθανατίσουμε μια φράση-κλειδί. Λέξεις εισιτήρια που μας μεταφέρουν κάπου μακριά από εμάς -μακριά κι όμως τόσο οικεία-, λάφυρα από ταξίδια στην άκρη της σελίδας, θησαυρούς που φυλάμε, σαν σεντούκια με πολύτιμους λίθους και παλιά νομίσματα, σε μια γωνιά του μυαλού μας. Ασήμαντα πράγματα, παρηγοριές για ονειροπαρμένους, κι όμως αυτά τα ασήμαντα είναι τα μόνα πράγματα που στο τέλος μένουν, ευτυχώς, μαζί με την αγάπη.

Leave a Reply