Έχετε δει κάτι ασπρόμαυρες
φωτογραφίες από το Παρίσι της δεκαετίας
του '60; Μια τζαμαρία που γράφει «café»,
ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι με μαρμάρινη
επιφάνεια, δύο φλιτζάνια που αχνίζουν
πλάι σε ένα μισάνοιχτο βιβλίο κι ένα
τσιγάρο να καίγεται στο μεταλλικό
τασάκι. Έξω βρέχει και άνθρωποι περνούν
τυλιγμένοι στα παλτό τους, κάτω από τις
μεγάλες μαύρες ομπρέλες τους. Αυτή
ακριβώς η εικόνα κυριαρχεί στο μυθιστόρημα
του Patrick Modiano «Στο café
της χαμένης νιότης» (εκδ. Πόλις, μτφ.
Αχιλλέας Κυριακίδης). Ένα ατμοσφαιρικό,
μικρό βιβλίο -μόλις 148 σελίδων- που
διαβάζεται σε μια μόνο νύχτα.
Το βασικό θέμα που
πραγματεύεται, από την πρώτη μέχρι την
τελευταία σελίδα του το μυθιστόρημα
είναι αυτό το ακατανίκητο αίσθημα της
φυγής που οδηγεί κάποιους ανθρώπους
στην απόφαση να τινάξουν τα πάντα στον
αέρα για μια στιγμή απόλυτης ελευθερίας.
Να κλείσουν την πόρτα πίσω τους και να
αρχίσουν να περπατούν άσκοπα στην πόλη.
Κάθε βήμα που κάνουν, όσο απομακρύνονται,
είναι σαν να κόβουν τα νήματα που τους
ένωναν με την παλιά τους ζωή. Είναι
ολοκαίνουριοι. Κι έχουν την ψευδαίσθηση
ότι μόλις άρχισαν να βλέπουν τον κόσμο
γύρω τους αλλιώς. Απελευθερωμένοι από
τα στεγανά μιας καλά οργανωμένης
καθημερινότητας παρατηρούν για πρώτη
φορά μετά από πολύ καιρό ξανά τα πράγματα.
Τα φύλλα στα δέντρα δείχνουν πιο πράσινα.
Τα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών που
μέχρι τότε προσπερνούσαν αδιάφορα,
ξαφνικά έχουν να τους διηγηθούν ιστορίες.
Οι άνθρωποι οι ξένοι γίνονται μια
υπόσχεση κι η νύχτα μια λευκή σελίδα
πάνω στην οποία θα γράψουν και θα σβήσουν,
θα μουτζουρώσουν, θα ζωγραφίσουν. Όσα
δεν μπορούσαν μέχρι τότε. Κι αν θελήσουν,
θα σκίσουν το χαρτί ή θα το τσαλακώσουν
και θα το πετάξουν στα λασπωμένα νερά
στην άκρη του δρόμου. Χωρίς να δώσουν
λογαριασμό σε κανέναν.
Η Λουκί, η ηρωίδα του
βιβλίου, το σκάει διαρκώς. Όταν ήταν
μικρή περίμενε να φύγει η μητέρα της
για δουλειά στο Moulin Rouge, για να αποδράσει.
Άνοιγε την πόρτα διστακτικά, έκανε δυο
μετρημένα βήματα στο σκοτάδι, κι έπαιρνε
φόρα για να βγει στη ζωή. Κατέβαινε
τρέχοντας τα σκαλιά κι όταν έφτανε στην
είσοδο ξεγελούσε το θυρωρό κι έπαιρνε
τους δρόμους μέχρι να φέξει. Αργότερα,
παντρεμένη με τον προϊστάμενο στη
δουλειά της, πνιγόταν. Ένα βράδυ έφυγε
από το σπίτι και δεν ξαναγύρισε ποτέ.
Νοίκιασε δωμάτιο σε ένα μικρό
ξενοδοχείο και την έβγαζε όλη μέρα σε κάποιο café εκεί
κοντά.
«Πάντα πίστευα ότι
ορισμένα μέρη είναι μαγνήτες που σε
έλκουν προς αυτά όταν βαδίζεις στην
περιοχή τους – κι αυτό, ανεπαισθήτως,
χωρίς να το καταλάβεις. Αρκεί ένας
ανήφορος, ένα πεζοδρόμιο που το βλέπει
ο ήλιος, ένα πεζοδρόμιο στη σκιά, ή μια
νεροποντή. Κι αυτό σε οδηγεί, στο
συγκεκριμένο σημείο όπου προορίζεσαι
να καταλήξεις».
Ο Μοντιανό παρακολουθεί
τη Λουκί από κάθε δυνατή οπτική γωνία.
Κάθε κεφάλαιο είναι κι ένα διαφορετικό
παράθυρο από το οποίο ο αναγνώστης
παρακολουθεί τη ζωή της. Οι μαρτυρίες
των ανθρώπων που τη γνώρισαν συνθέτουν
λέξη λέξη το παζλ. Φυσικά και τα γεγονότα
που περιγράφονται διαφέρουν στις
λεπτομέρειές τους, όπως διαφέρει άλλωστε
ο τρόπος που τα ερμηνεύει ο εκάστοτε
αφηγητής.
Προσωπικά ξεχώρισα τα
λόγια του Ρολάν, ενός φοιτητή που την
ερωτεύεται. Ενός νεαρού άντρα που τολμά
να αποδεχτεί το μυστήριό της, χωρίς
να προσπαθήσει να το εξηγήσει.
«Για μια στιγμή είχα
τη φαντασίωση ότι θα σε ξανάβρισκα. Εκεί
θα ήταν η Αιώνια Επιστροφή. Η ίδια κίνηση
όπως παλιά για να πάρω από τη ρεσεψιόν
το κλειδί για το δωμάτιό σου. Η ίδια
απότομη σκάλα. Η ίδια λευκή πόρτα με τον
αριθμό 11. Η ίδια προσμονή. Και μετά, τα
ίδια χείλη, το ίδιο άρωμα, τα ίδια μαλλιά
που χύνονται σαν καταρράκτης».