«Φανταστείτε ένα παιδί
κακομαθημένο και απαιτητικό, που πιστεύει
ότι πάντα πρέπει να γίνεται το δικό του,
αξιώνει απόλυτη ελευθερία και δεν δίνει
λογαριασμό σε κανέναν. Και στη συνέχεια,
φανταστείτε το ίδιο παιδί να τηλεφωνεί
στις τρεις το πρωί στη μαμά του να έρθει
να το πάρει με το αυτοκίνητο από εκεί
που γλεντούσε με την παρέα του, επειδή
δεν του έχουν μείνει λεφτά για ταξί».
Έτσι ακριβώς περιγράφει,
στην εισαγωγή του βιβλίου του «Σκέψεις
για την πολιτική σήμερα» (εκδ. Πόλις), ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Γιώργος Γιαννουλόπουλος
τον Tom McKillop: Τον πρόεδρο της Royal Bank of
Scotland, μιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες
του κόσμου, ο οποίος τρεις εβδομάδες
μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers
τηλεφώνησε στον Βρετανό υπουργό
οικονομικών και ζήτησε κρατική βοήθεια.
Ένας νεοφιλελεύθερος που οραματίζεται
έναν κόσμο όπου το κράτος δεν θα επεμβαίνει
στις συναλλαγές της αγοράς, όταν τα
βρίσκει σκούρα σηκώνει το τηλέφωνο και
απαιτεί από την κρατική μηχανή να τον
προστατέψει. «Αιμορραγούμε. Τι σκοπεύετε
να κάνετε;».
Δεν θα είναι η πρώτη
φορά που βλέπουμε την αντίφαση. Και στα
δικά μας, συγγραφείς γνωστοί για το
νεοφιλελεύθερο κυνισμό τους, συχνά
προκλητικοί στα social media, σήκωσαν παντιέρα
για να προστατέψουν (δικαίως) την Ενιαία
Τιμή από μια νεοφιλελεύθερη πολιτική
που αντιμετωπίζει το βιβλίο σαν ένα
οποιοδήποτε προϊόν στο ράφι του σούπερ
μάρκετ. Οι ίδιοι άνθρωποι συχνά τα έβαζαν
με άλλες κοινωνικές ομάδες, κλάδους,
συνδικάτα, όταν κι εκείνοι αντιδρούσαν
σε μια αντίστοιχη πολιτική «απελευθέρωσης»
του δικού τους αντικειμένου. Προφανώς,
η αγορά του βιβλίου δεν είναι το ίδιο
πράγμα με αυτή της αγοράς του ταξί,
ωστόσο εδώ δεν κρίνεται αυτό, αλλά η
στάση των -νεοφιλελεύθερης αντίληψης-
συγγραφέων που όπως ο τραπεζίτης Tom McKillop σπεύδουν
στο «κακό» κράτος για να τους σώσει όταν
η φωτιά να φτάσει και στη δική τους
πόρτα.
Το μικρό -μόλις 107
σελίδων- αλλά περιεκτικό βιβλίο του κ.
Γιαννουλόπουλου ερμηνεύει με μεγάλη
ψυχραιμία και διαύγεια την πολιτική
του σήμερα και φωτίζει τα δύο βασικά
μέτωπα που κυριαρχούν στη μεταμνημονιακή
Ελλάδα. Από τη μια έχουμε τη νεοφιλελεύθερη
αντίληψη ότι ο κρατισμός πρέπει να
χτυπηθεί στη ρίζα του για να μπορέσει
η χώρα να εκσυγχρονιστεί και να γίνει
ανταγωνιστική (με τις γνωστές σε όλους
μας συνέπειες: υψηλή ανεργία, απάνθρωπες
συνθήκες εργασίας, αλλά και διάλυση του
κοινωνικού κράτους: κατάρρευση του
εθνικού συστήματος υγείας, άγρια
φτωχοποιήση των συνταξιούχων, απαξίωση
της δημόσιας παιδείας κ.ά). Από την άλλη
έχουμε την Αριστερά (ο συγγραφέας μιλά
κυρίως για τον ΣΥΡΙΖΑ) η οποία καλεί τον
λαό σε αντίσταση, απορρίπτοντας κάθε
μα κάθε απόπειρα εξυγίανσης δημόσιων
φορέων, ακόμα και εκείνων που ολοφάνερα
έχουν δημιουργηθεί για να καλύψουν τις
ανάγκες του πελατειακού κράτους των
κομμάτων εξουσίας.
Διαβάζοντας το βιβλίο,
αναρωτιέσαι: Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ένα κόμμα
που δεν έχει κυβερνήσει ποτέ και υποθέτω
δεν έχει καμία ευθύνη για τη διόγκωση
του πελατειακού κράτους, το προστατεύει
με τόση οργή; Προφανώς γιατί ένα μεγάλο
κομμάτι των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ είναι
οι απογοητευμένοι του ΠΑΣΟΚ που αναζήτησαν
προστασία στην Αριστερά όταν το κόμμα
τους υπέκυψε στη νεοφιλελεύθερη συνταγή
της τρόικας. Ο κ. Γιαννουλόπουλος εξηγεί
ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καταφεύγει στο λαϊκισμό
με τον οποίο ο Ανδρέας Παπανδρέου
οδηγήθηκε στην εξουσία: «Έχει ειπωθεί
συχνά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η νέα εκδοχή
ή το κακέκτυπο του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ.
Τέτοιου είδους παραλληλισμοί αποδεικνύονται
κατά κανόνα παρακινδυνευμένοι, χωρίς
όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν
βάση. Και δεν εννοώ την τάση του Αλέξη
Τσίπρα να ανακυκλώνει τη φρασεολογία
του Ανδρέα Παπανδρέου ή να μιμείται το
ύφος του. Οι ομοιότητες με το ΠΑΣΟΚ
πρέπει να αναζητηθούν στον τρόπο με τον
οποίο ορισμένες έννοιες, έχοντας
αποκτήσει θετικό πρόσημο, χάνουν το
συγκεκριμένο πολιτικό τους περιεχόμενο
και γίνονται αφηρημένες, για να
λειτουργήσουν πολυσυλλετικά. (Το
αντιστρόφως ανάλογο συμβαίνει όταν το
πρόσημο είναι αρνητικό). Χαρακτηριστικό
παράδειγμα, ο όρος “μη προνομιούχοι”,
που ο Ανδρέας Παπανδρέου τον χρησιμοποιούσε
συστηματικά, αλλά αποφεύγοντας ταυτόχρονα
να δώσει έναν σαφή ορισμό του. Έτσι
άρχισε ο κατήφορος: ο καθένας μπορούσε
να αυτοανακηρυχθεί μη προνομιούχος,
και στη συνέχεια να ρημάζει το Δημόσιο
έχοντας ήσυχη τη συνείδησή του, επειδή
η χαριστική μεταχείριση που απολάμβανε
συνιστούσε αποκατάσταση μιας αδικίας.
Κάτι ανάλογο κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν
μιλάει για “αντίσταση” και “αδικημένους”.
Όχι πως δεν υπάρχουν αδικημένοι, και η
αντίσταση στον νεοφιλελευθερισμό δεν
είναι εκ των ουκ άνευ για κάθε αριστερό·
αλλά γιατί αυτή η σκόπιμα θολή ορολογία,
εκτός του ότι λειτουργεί ως άλλοθι για
να μη διορθωθούν κάποιες εξόφθαλμες
παθογένειες με το σκεπτικό ότι το ζητάει
η τρόικα, ανοίγει τις πύλες τού υπό την
ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ αντιμνημονιακού
στρατοπέδου σε κάθε καρυδιάς καρύδι,
ακόμα κι εκείνους που έσπρωξαν τη χώρα
στη χρεοκοπία. Με ένα τόσο απλό, πλην
όμως αποτελεσματικό τέχνασμα, ευελπιστούν
στον ΣΥΡΙΖΑ ότι θα επιτευχθεί ο απώτερος
σκοπός: να εγκατασταθεί ο Αλέξης Τσίπρας
στο Μαξίμου».
Κατά τον συγγραφέα,
όπως οι νεοφιλελεύθεροι προκειμένου
να κανιβαλίσουν την κρατική μηχανή δεν
κάνουν καμία διάκριση μεταξύ πελατειακού
και κοινωνικού κράτους, έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ
έχει μία πάγια άρνηση να χαράξει μια
σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ΄αυτά
τα δύο. Όπως επισημαίνει ο κ. Δημοσθένης
Κούρτοβικ στη στήλη του στην εφημερίδα
ΤΑ ΝΕΑ: «Αποφεύγοντας να διαχωρίσει με
σαφήνεια και έμφαση το κοινωνικό από
το πελατειακό κράτος, ο ΣΥΡΙΖΑ ενισχύει
το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα για την
εγγενή ταύτιση των δύο. Χαρίζει πόντους
στη νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα με την
αντίστασή του σε οποιαδήποτε προσπάθεια
εξορθολογισμού του κράτους, ακόμη και
όπου είναι εξόφθαλμα αναγκαίος,
καταγγέλοντάς την ως νεοφιλελεύθερη
και ενταγμένη σε ένα ευρύτερο σχέδιο
ιδιωτικοποίησης των φορέων και λειτουργιών
του Δημοσίου».
Η Αριστερά, σε κρίσιμες
περιόδους όπως αυτή, οφείλει άμεσα να
κάνει την αυτοκριτική της και να
εγκαταλείψει το ανάχωμα του λαϊκισμού
πίσω από το οποίο έχει ταμπουρωθεί, να
επιστρέψει στον ορθό πολιτικό λόγο (τον
οποίο έχει επιτρέψει να καπηλεύονται
οι πολιτικοί της αντίπαλοι) και να
ερμηνεύσει αντικειμενικά τις αληθινές
ανάγκες εξυγίανσης, όπου και όταν αυτές
υπάρχουν. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος
για να μην χαρακτηρίζεται δύναμη
αναχρονισμού. Ο ρόλος της Αριστεράς δεν
είναι να γίνει ασπίδα προστασίας για
τα ορφανά του πελατειακού κράτους, αλλά
να εγκαθιδρύσει ξανά το κοινωνικό κράτος
και να αποκαταστήσει τις αδικίες που
έχει επιφέρει η μνημονιακή πολιτική.