Με τον Τζέιμς Ελρόι,
πέρα από το γεγονός ότι λατρεύει την
κλασική μουσική και την τζαζ, δεν συμφωνώ
σε τίποτα απολύτως. Είναι ελεεινά
συντηρητικός, ρατσιστής, φοράει φρικτά
χαβανέζικα πουκάμισα και έχει αποκηρύξει
το βιβλίο με το οποίο αγάπησα τη noir
λογοτεχνία. Το μυθιστόρημα Οι δρόμοι του δολοφόνου
(εκδόσεις Καστανιώτη) σύμφωνα με τον
ίδιο είναι το χειρότερο που έχει γράψει.
Όταν σε μία συνέντευξή
του τον ρώτησαν γιατί είναι το πιο
παραγκωνισμένο του έργο απάντησε ότι
«δεν είναι ένα βιβλίο εφάμιλλο των
άλλων, γιατί διατηρεί τον ίδιο τόνο από
την αρχή ως το τέλος».
Το διάβασα το
2002, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά στα
ελληνικά. Μέχρι τότε δεν ήμουν ιδιαίτερα
φίλος της αστυνομικής λογοτεχνίας. Τα
κομμένα κεφάλια που βρίσκονταν πεταμένα
σε κάδους τότε μού προκαλούσαν αμηχανία,
ενώ ακόμα και σήμερα έχω ένα θέμα να
διαβάζω για εξαφανισμένα παιδάκια. Πέρα
από τους Αγκάθα Κρίστι, Ζορζ Σιμενόν, Ρέιμοντ Τσάντλερ
και Γιάννη Μαρή, οι περιγραφές των οποίων δεν
ήταν άγριες, είχα άλλα διαβάσματα, ενώ
από τους σύγχρονους συγγραφείς προτιμούσα
το μοντέρνο στυλ των Μάρτιν Έιμις, Μπρετ
Ίστον Έλις και Τσακ Πόλανικ που μιλούσαν
για τη βία με πιο χιουμοριστικό τρόπο.
Τριγυρίζοντας στους
Δρόμους του δολοφόνου ανακάλυψα την
αδρεναλίνη της δυνατής πλοκής και άρχισα
να βουτάω χωρίς μάσκα στα σκοτεινά νερά
της αστυνομικής λογοτεχνίας. Αρχικά
διάβασα την Τετραλογία του Λος Άντζελες
(Μαύρη Ντάλια, Μεγάλο Πουθενά, Λος
Άντζελες Εμπιστευτικό, Λευκή Τζαζ). Το
στυλ του Ελρόι με μάγεψε. Οι σελίδες
έσταζαν αίμα, ήταν γεμάτες διαστροφή
και παράνοια, όμως είχαν κάτι βαθιά
ποιητικό. Ο Ελρόι έχει τον τρόπο να
περιγράφει τα πιο άγρια πράγματα με μία
ψυχρότητα που σε καθηλώνει. Χωρίς να το
συνειδητοποιείς οι λέξεις του και όσα
αυτές περιγράφουν εισβάλλουν κάτω από
το δέρμα και μένουν εκεί για καιρό. Δεν
ξέρω τι συνέβη, ξαφνικά δεν είχα θέμα
με τις σκηνές των εγκλημάτων (αν και
ακόμα θυμάμαι με αηδία εκείνη με τα
σκυλιά στο Μεγάλο Πουθενά). Έγινα τόσο
αναίσθητος, που ξεκίνησα να τρώω πίτσα,
βλέποντας τα nerd των εγκληματολογικών
εργαστηρίων να τεμαχίζουν πτώματα στα
νεκροτομεία του CSI: Miami ή του Bones. Ξεκοκάλιζα
με τρελή ταχύτητα οτιδήποτε έπεφτε στα
χέρια μου μέχρι που εθίστηκα: Ρουθ
Ρέντελ, Πατρίτσια Χάισμιθ, Mάικλ Κόνελι,
Μινέτ Γουόλτερς, Π. Ντ. Τζέιμς, Ίαν Ράνκιν,
Πατρίτσια Κόρνγουελ, και αργότερα όλους
τους συγγραφείς των σκανδιναβικών noir
θρίλερ (Στιγκ Λάρσον, Χένινγκ Μάνκελ,
Άρνε Νταλ, Τζο Νέσμπο κ.α.).
Δεν ξέρω πραγματικά
πώς θα μου φαίνονταν σήμερα Οι δρόμοι
του δολοφόνου. Ίσως, έχοντας πια διαβάσει
το Αμερικανικό Ταμπλόιντ και το
Αμερικανικό ταξίδι θανάτου (που θεωρώ
ότι είναι τα πιο σπουδαία βιβλία του
Ελρόι), να έβλεπα αυτό που ισχυρίζεται
και ο ίδιος ο συγγραφέας, ότι είναι
υποδεέστερο σε σύγκριση με οτιδήποτε
άλλο έχει γράψει.
Παρόλα αυτά, απ' όσο
θυμάμαι, όταν διάβαζα έντεκα χρόνια
πριν την on the road περιπέτεια του serial killer
Μάρτιν Πλάνκετ δεν μπορούσα να αφήσω
το βιβλίο από τα χέρια μου. Το τέλειωσα
σε δύο νύχτες, κατάπινα τις σελίδες
άναυδος από το πόσο αναίτια μπορεί να
χάσει κάποιος τη ζωή του επειδή βρέθηκε
τυχαία στο δρόμο ενός παρανοϊκού. Ο
ήρωας, ένας καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος
με αγγελικό πρόσωπο, αφού σκότωσε τη
μητέρα του, φόρτωσε τα πράγματά του στο
αυτοκίνητό του (το θανατοκίνητο όπως
το αποκαλούσε) και ξεκίνησε ένα ταξίδι
από το Λος Άντζελες στην Καλιφόρνια,
σκορπώντας το θάνατο. Ο συγγραφέας
βάζοντας το δολοφόνο να μιλά σε πρώτο
πρόσωπο δεν μένει μόνο στα εγκλήματα,
αλλά φωτίζει και όλες τις ψυχικές
διεργασίες ενός άρρωστου μυαλού που
έφτασε στο σημείο να εθιστεί στο αίμα.
Εκτός από την αφήγηση του Μάρτιν Πλάνκετ,
τα γεγονότα παρουσιάζονται τόσο με τη
μορφή δακτυλογραφημένων αστυνομικών
αναφορών από τον ντετέκτιβ που είχε αναλάβει να διαλευκάνει την υπόθεση,
όσο και με τα δημοσιεύματα στις εφημερίδες
της εποχής.
Υ.Γ. Η καινούρια έκδοση
του βιβλίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη
είναι μια καλή αφορμή για να διαβάσω
ξανά το βιβλίο, αν και θυμάμαι ακόμα με
ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τα γεγονότα
ένα προς ένα.