Υπάρχουν κάτι τύποι
στη λογοτεχνία, μεγάλα καθάρματα, που
όμως καταφέρνουν να σε κάνουν να
ταυτιστείς μαζί τους. Κι όχι μόνο τους
συμπαθήσεις, αλλά τελικά να έχεις και
αγωνία αν θα τους πιάσουν. Ο Τομ Ρίπλεϋ
είναι το καλύτερο παράδειγμα.
Η Πατρίτσια Χάισμιθ
κατάφερε να δημιουργήσει τον πιο
συμπαθητικό απατεώνα της νουάρ
λογοτεχνίας: Έναν εγκληματία που
αντιμετωπίζει την απάτη ως τέχνη. Αλλάζει
εαυτούς με μεγάλη ευκολία, όπως ένας
καλός ηθοποιός υποδύεται τους ρόλους
του στη σκηνή. Η ιστορία του ξεκινά στο
Μοντζιμπέλο (με το μυθιστόρημα Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ), όπου ο Τομ
σκοτώνει έναν πλούσιο Αμερικανό, νεαρό
κληρονόμο που απολάμβανε μακριά από
την πλούσια οικογένειά του μια μποέμ
ζωή στη Μεσόγειο. Ο Ντίκι Γκρίνφιλντ
ζούσε σε ένα από τα πιο όμορφα ψαροχώρια
της Ιταλίας, ζωγραφίζοντας, κολυμπώντας
και κάνοντας ιστιοπλοΐα. Αφού ο Ρίπλεϋ
κατάφερε να μπει στη ζωή του, τον
δολοφόνησε, ξεγέλασε τους πάντες,
έκλεψε την ταυτότητά του και ταξίδεψε
στη Ρώμη, τη Βενετία, τα νησιά του Αιγαίου,
πότε ως Ντίκι και πότε ως Τομ, κάνοντας
καλή ζωή με τα χρήματά του πρώτου.
Στο δεύτερο βιβλίο Ο
Ρίπλεϋ κάτω απ' το χώμα (εκδ. Άγρα) ο Τομ,
χρόνια μετά, έχει παντρευτεί ένα πλούσιο
κορίτσι με αριστοκρατική καταγωγή, την
Ελοΐζ, και ζουν μαζί στη γαλλική εξοχή,
σε ένα υπέροχο πέτρινο σπίτι πλάι στο
δάσος. Εκεί, περνά τη μέρα του ήσυχα
φροντίζοντας τον κήπο, ακούγοντας
κλασική μουσική, συλλέγοντας κρασιά σε
μια πλούσια κάβα. Ζει σε έναν χώρο γεμάτο
έργα τέχνης και όλα όσα χρειάζεται ένας
αληθινός μπον βιβέρ για να μην πλήττει
ποτέ.
Ο Τομ Ρίπλεϋ όμως, για
να μπορεί να συντηρεί το είδος της ζωής
που επιθυμεί, έχει στήσει μια νέα απάτη
σε με μία γκαλερί στο Λονδίνο. Εκεί
πωλούνται ως γνήσιοι πλαστοί πίνακες
του νεκρού ζωγράφου Ντέργουατ, ο οποίος
είχε αυτοκτονήσει χρόνια πριν στην
Ικαρία. Οι φίλοι του Ντέργουατ και ο Τομ
έχουν διαδώσει παντού ότι ο ζωγράφος
δεν πνίγηκε στην Ελλάδα, αλλά ζει
απομονωμένος με ψεύτικο όνομα σε ένα
άγνωστο χωριό του Μεξικού. Από εκεί
στέλνει τους νέους πίνακές του στην
γκαλερί του Λονδίνου. Στην πραγματικότητα
όμως τους ζωγραφίζει σε ένα κρυφό ατελιέ
ένας παιδικός φίλος του, ο Μπέρναρντ, ο
οποίος έχει εκπαιδευτεί να μιμείται ακριβώς στο στυλ του Ντέργουατ. Σύντομα
τα μίντια μαγεμένα από την ιδιαίτερη
ιστορία του ερημίτη και αντικοινωνικού δημιουργού τον ανακηρύσσουν έναν από τους
πιο σημαντικούς εν ζωή ζωγράφους της
Ευρώπης. Οι πίνακές του πωλούνται για
αστρονομικά ποσά. Στο Μιλάνο ιδρύεται
μια σχολή ζωγραφικής που διδάσκει το
στυλ του, ενώ μια εταιρεία που σχεδιάζει
αναμνηστικά τέχνης (κούπες, γόμες,
σελιδοδείκτες, τετράδια κτλ.) για τα
πωλητήρια των μουσείων προσφέρει
απίστευτα έσοδα στον Τομ και τους
ιδιοκτήτες της γκαλερί.
Η καλοστημένη απάτη
του Ρίπλεϋ λειτουργεί άψογα, μέχρι τη
στιγμή που ένας Αμερικανός συλλέκτης
έργων τέχνης, ο Τόμας Μέρτσισον,
υποψιάζεται ότι ο πίνακας του Ντέργουατ
που έχει αγοράσει είναι πλαστός. Για να
διερευνήσει το θέμα ταξιδεύει στο
Λονδίνο, επισκέπτεται την τελευταία
έκθεση του ζωγράφου στην γκαλερί και
ζητά επίμονα να μιλήσει μαζί του.
Ο Τομ Ρίπλεϋ για να διασώσει την
επιχείρηση, αποφασίσει να υποδυθεί ο
ίδιος τον Ντέργουατ και να επισκεφθεί
το Λονδίνο. Από εδώ ξεκινά μια περιπέτεια
που κόβει την ανάσα. Η Πατρίτσια Χάισμιθ
έχει κεντήσει μια δυνατή ιστορία γεμάτη
αγωνία, αλλά και ατμοσφαιρικές εικόνες.
Οι περιγραφές της βίλας του Ρίπλεϋ, αλλά
και της ανέμελης ζωής στη γαλλική εξοχή
σε ταξιδεύουν, ενώ η πλοκή σε παρασύρει
να διαβάσεις το βιβλίο απνευστί.
Σαφώς η ιστορία, τώρα
πια, μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στους
Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης το
2001, δεν στέκει. Τα μέτρα ασφαλείας στα
αεροδρόμια δεν θα μπορούσαν να επιτρέπουν
ούτε καν σε έναν αριστοτέχνη απατεώνα
όπως ο Τομ Ρίπλεϋ να περνά τα σύνορα
αλλάζοντας έτσι εύκολα ταυτότητα. Ενώ,
ένα, δυο επεισόδια CSI να έχει δει κάποιος,
γνωρίζει πόσο εύκολο είναι πλέον τα
σύγχρονα εργαστήρια του εγκληματολογικού
να βρουν την ταυτότητα ενός πτώματος
μόνο διασταυρώνοντας το DNA του. Όμως,
αξίζει να δούμε το βιβλίο σαν μια αφήγηση
άλλης εποχής, ίσως πιο αθώας. Θα είχε,
μάλιστα, ενδιαφέρον αν ένας συγγραφέας
επιχειρούσε να διηγηθεί την ίδια ιστορία,
φέρνοντάς την όμως στο σήμερα. Πώς θα
κατάφερνε ο Ρίπλεϋ να γλιτώσει στα
χρόνια της ηλεκτρονικής εποχής;