Να έχουν περάσει τα μεσάνυχτα, να βρέχει, να μην είσαι υποχρεωμένος να ξυπνήσεις νωρίς το επόμενο πρωί και να διαβάζεις μέχρι την ανατολή ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ που εκτυλίσσεται σε στοιχειωμένο πύργο στην αγγλική εξοχή. Αυτό σημαίνει για μένα Χριστούγεννα. Τριξίματα σε παλιές σκάλες, γυμνά κλαδιά έξω από βικτωριανά παράθυρα, κρυστάλλινοι πολυέλαιοι που πέφτουν χωρίς αιτία μέσα στη νύχτα στην καρδιά μιας σάλας και γίνονται θρύψαλα. Ούτε πάβλοβες με κάστανα, ούτε γαλοπούλες δεμένες χειροπόδαρα σε πορσελάνινες πιατέλες, ούτε γιορτινά πακέτα με κόκκινους φιόγκους πλάι στη φάτνη. Μονάχα αυτή η αίσθηση του φόβου που σου προσφέρουν οι παλιοί θρύλοι. Την περιγράφει τόσο υπέροχα ο Χένρι Τζέιμς στις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματός του «Το στρίψιμο της Βίδας» (εκδ. Άγρα): Μια παρέα που ξαγρυπνά μαζεμένη γύρω από τη φωτιά, παραμονή Χριστουγέννων, λέγοντας με κομμένη την ανάσα ιστορίες για υπερφυσικές οπτασίες οι οποίες εμφανίζονται από το πουθενά στις σκιές ενός τρομακτικού σπιτιού. Αυτό ακριβώς είναι το στρίψιμο της βίδας, ο φόβος που γυρνά αργά βόλτα βόλτα μέσα στο μυαλό σου και σου τρυπά τόσο τα νεύρα μέχρι να γίνει ο αέρας λίγο πιο ψυχρός και η νύχτα πιο σκοτεινή.

Υπάρχει ένα πολύ καλό βιβλίο που ξέθαψα από τη βιβλιοθήκη μου, το οποίο είχα παρατήσει χρόνια πριν αδίκως στα μισά, και έχει το ...εφέ της βίδας. Ο «Ανήλικος επισκέπτης» της Σάρα Ουότερς (εκδ. Καστανιώτη) κινείται στο ίδιο μοτίβο με τη νουβέλα του Χένρι Τζέιμς: παρηκμασμένη έπαυλη στην αγγλική ύπαιθρο, μεταφυσικά επεισόδια με ένα παιδί και μισάνοιχτες ξύλινες πόρτες που οδηγούν σε δυσοίωνα δωμάτια με φθαρμένες ταπετσαρίες και έπιπλα σκεπασμένα με λευκά σεντόνια. Ξεκίνησα λίγες μέρες πριν να διαβάζω από την αρχή ξανά το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα -πολύ αργά επειδή παράλληλα μελετώ Ιστορία- και το απολαμβάνω τόσο, που απορώ με τον εαυτό μου γιατί το είχα εγκαταλείψει. Η Ουαλή συγγραφέας χτίζει αριστοτεχνικά ένα πραγματικά ζοφερό σκηνικό, με χαρακτήρες καλοδουλεμένους και ατμοσφαιρικές περιγραφές που αναδεικνύονται από τη μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ.

ΥΓ. Επειδή μέχρι την παραμονή Χριστουγέννων θα έχω κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς μου με τη Σάρα Ουότερς, φέτος αποφάσισα να κάνω τη διαφορά: Θα περάσω τη άγια νύχτα διαβάζοντας αληθινές μεσαιωνικές ιστορίες για νεκρούς που περπατούν, δαιμονισμένα μήλα και γουρούνια δολοφόνους... Κέφι.  



Λέξεις που μυρίζουν μπαχάρια. Συγκλονιστικές ιστορίες λαών με ισχυρό πολιτισμό που σε ταξιδεύουν από την πρώτη σελίδα. Η φίλη Ελένη Καπετανάκη, φιλόλογος και μία από τις καλύτερες μεταφράστριες που διαθέτουμε, μας προτείνει πέντε βιβλία αραβικής λογοτεχνίας που πρέπει απαραιτήτως να διαβάσουμε:

«Εξ Ανατολών φερμένα τα βιβλία που επέλεξα. Δείγματα σύγχρονης αραβικής πεζογραφίας από Αίγυπτο, Λίβανο, Πακιστάν, Αλγερία, μεταφρασμένα στα ελληνικά και εκδοθέντα από ελληνικούς εκδοτικούς οίκους – αυτούς που τόλμησαν, θα πρόσθετα εγώ. Και είναι αυτό ένα παράδοξο: αν και τόσο κοντά σε αυτούς τους λαούς, είμαστε ακόμα μακριά τους ως αναγνωστικό κοινό. Πέντε βιβλία προτείνουμε λοιπόν, αν και υπάρχουν πολλά περισσότερα που έχουμε αφήσει απέξω και είναι εξίσου ενδιαφέροντα. Ίσως σε μια δεύτερη προσέγγιση, μιλήσουμε και γι’ αυτά.
Η αραβική λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε τον 5ο αιώνα και απαρτιζόταν από ποιήματα με θέμα την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, τις περιπλανήσεις και τα ταξίδια τους, τον έπαινο για έναν άνθρωπο ή μια φυλή. Επρόκειτο για τους λεγόμενους «παραμυθάδες» που αναφέρονταν στο βίο και την πολιτεία των Αράβων. Αργότερα, ο πεζός λόγος βρήκε και αυτός το δρόμο του μέσω της ρητορικής, μέσω των λόγων που εκφωνούνταν κάθε Παρασκευή στο τζαμί αλλά και μέσω των πολιτικών ομιλιών. Τον 19ο αιώνα συνέβη η αραβική αναγέννηση σε Αίγυπτο και Λίβανο κυρίως, στα γράμματα και τις τέχνες. Συγγραφείς και στοχαστές που ήρθαν σε επαφή με το δυτικό κόσμο, έγραψαν επηρεασμένοι από ευρωπαϊκή αλλά και ρώσικη ή αμερικάνικη λογοτεχνία. Άρχισαν οι μεταφράσεις αραβικών έργων σε άλλες γλώσσες, αλλά και εκείνες δυτικών έργων στα αραβικά κι έτσι οι Άραβες κατανόησαν τις πολιτισμικές αξίες και την τεχνολογία της Δύσης.
Στα πρόσφατα χρόνια έχουμε και το πρώτο αραβικό Νομπέλ, το 1988, στον Ναγκίμπ Μαχφούζ (1911-2006) για το σύνολο του έργου του. Και ας ξεκινήσουμε τις προτάσεις μας από τον σπουδαίο αυτόν μυθιστοριογράφο:

1. Η Τριλογία του Καΐρου - Ναγκίμπ Μαχφούζ (Αίγυπτος), εκδ. Ψυχογιός
(3τομο έργο: Ο Δρόμος κοντά στο Παλάτι, Το Παλάτι των Επιθυμιών, Οι Δρόμοι του Νείλου)
Πρόκειται για την περιπέτεια της οικογένειας του Άχμαντ ελ Γκαουάντ, ενός αυταρχικού πατέρα, μα γλεντζέ στη ζωή του έξω από το σπίτι. Μαζί του η καταπιεσμένη σύζυγος και τα παιδιά, ο περίγυρος και οι περιπέτειες της οικογένειας σε μια εποχή ταραγμένη όπου η Αίγυπτος προσπαθεί να αποτινάξει το βρετανικό ζυγό. Τα προβλήματα της τοπικής κοινωνίας βιώνονται μέσα στην οικογένεια, η πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα των δεκαετιών του ’20 και του ’30 απεικονίζεται μέσα στις σελίδες του βιβλίου. Τα μέλη της οικογένειας μεγαλώνουν από βιβλίο σε βιβλίο, ερωτεύονται, παντρεύονται, η κοινωνία εξελίσσεται και ο τρόπος ζωής αλλάζει. Η καθημερινότητα μιας μουσουλμανικής οικογένειας αποκαλύπτεται ώσπου στο τέλος, στο τελευταίο βιβλίο, όλα καταρρίπτονται και ο αυταρχικός πατέρας υποχρεώνεται να απομυθοποιήσει τις ιδέες που τόσα χρόνια ενστερνιζόταν. Κοντά στο τέλος της ζωής του αντιλαμβάνεται πως τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν κι αλλιώς, η εποχή που όλα θα αλλάξουν τώρα ζυγώνει.

«Ο Καμάλ ξεκίνησε από το σχολείο για το σπίτι. Μολονότι ο ήχος του κουδουνιού που σήμαινε το τέλος του μαθήματος του γέμιζε την ψυχή με απαράμιλλη χαρά εκείνες τις ημέρες, ωστόσο ο άνεμος της ελευθερίας τον οποίον ανέπνεε πανευτυχής έξω από τις πύλες του σχολείου δεν κατάφερνε να σβήσει από το μυαλό του και τον απόηχο του τελευταίου μαθήματος της ημέρας, που ήταν και το αγαπημένο του: των θρησκευτικών. Εκείνη την ημέρα ο σέιχ τους είχε απαγγείλει τη σούρα του Κορανίου που άρχιζε: «Να πεις: μου φανερώθηκε ότι μερικά από τα πνεύματα που άκουγαν…» Τους είχε εξηγήσει το εδάφιο αυτό. Ο Καμάλ είχε πολλές φορές σηκώσει το χέρι του για να ρωτήσει μερικά πράγματα που δεν καταλάβαινε. Καθώς ο δάσκαλος τον συμπαθούσε λόγω του ασυνήθιστου ενδιαφέροντος που εκδήλωνε για το μάθημα αλλά και της εκπληκτικής του αποστήθισης των εδαφίων του Κορανίου, ήταν πολύ πιο ανοιχτός στις απορίες του παιδιού απ’ ότι ήταν συνήθως με τους μαθητές του. Ο σέιχ είχε αναλάβει να του πει για τα πνεύματα και τις διάφορες συνομοταξίες τους, συμπεριλαμβανομένων και των μουσουλμανικών τζιν, και κυρίως για τα πνεύματα εκείνα που στο τέλος θα μπουν στον παράδεισο για να παραδειγματίσουν τ’ αδέλφια τους, τους ανθρώπους. Το παιδί έμαθε απέξω κι ανακατωτά την κάθε λέξη του. Συνέχισε να κλωθογυρίζει το μάθημα μες στο μυαλό του μέχρι που πέρασε στην απέναντι πλευρά του δρόμου για να πάει στο ζαχαροπλαστείο.»
«Τριλογία του Καΐρου», Βιβλίο 1 με τίτλο «Ο δρόμος κοντά στο Παλάτι», εκδόσεις Ψυχογιός, 1995, μτφρ : Μαρία Χωρεάνθη, Μερόπη Σταυρίδου.

Ο Ναγκίμπ Μαχφούζ γεννήθηκε στο Κάιρο το 1911- το μικρότερο από επτά αδέρφια- κι ένιωθε μοναχοπαίδι, αφού ο αμέσως μεγαλύτερος αδερφός του τον περνούσε δέκα χρόνια. Είχε ωστόσο ευτυχισμένα παιδικά χρόνια σε μια στοργική οικογένεια όπου η θρησκεία έπαιζε σπουδαίο ρόλο. Για το βιβλίο αυτό, τον συγγραφέα ενέπνευσε η οικογένειά του, η αγαπημένη του γειτονιά με τα σοκάκια της, το σπίτι όπου ο ίδιος έμενε και γίνεται το σπίτι της οικογένειας στην «Τριλογία του Καΐρου». Η δεξιότητα του μεγάλου αυτού λογοτέχνη είναι έκδηλη σε όλο το έργο καθώς και η διαύγεια της οπτικής του στα σημαντικά θέματα. Θα λέγαμε ότι η «Τριλογία του Καΐρου» αποτελεί δείγμα γραφής και αν κάποιος δεν έχει διαβάσει Ναγκίμπ Μαχφούζ, αξίζει να ξεκινήσει από αυτό το έργο, χωρίς βέβαια να προβληματίζεται από το πολυσέλιδό του. Έζησε τις Επαναστάσεις του ’19 κι εκείνη του ’52, εκφράστηκε ανοιχτά στα έργα του μα ποτέ δεν συνελήφθη. Πάντα μετριοπαθής στις σχέσεις του με την εξουσία, ουδέποτε προκάλεσε με τις δηλώσεις του αλλά πάντα έλεγε αυτό που πραγματικά πίστευε. Δημόσιος υπάλληλος στο επάγγελμα, παντρεύτηκε στα 43 του κι έκανε δύο κόρες. Ταξίδεψε εκτός Αιγύπτου μόνο τρεις φορές στη ζωή του και το 1994 έγινε απόπειρα κατά της ζωής του από φονταμενταλιστή. Αντιπαθούσε τις ακραίες εκφράσεις του Ισλάμ και πίστευε ότι η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους έβλαψε το Ισλάμ και την εικόνα του σε όλο τον κόσμο. Από την επίθεση γλύτωσε, μα δυσκόλεψε η γραφή του. Από τότε έγραφε πολύ σύντομα διηγήματα, βασισμένα στα όνειρά του. Έγραψε σενάρια για ταινίες, πάνω από τριάντα βασισμένες στα διηγήματα και μυθιστορήματά του. Το 1988 του απονεμήθηκε το Νομπέλ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Έφυγε από τη ζωή το 2006 στα χέρια της γυναίκας και των δύο θυγατέρων του.

2. Λέων ο Αφρικανός - Αμίν Μααλούφ (Λίβανος), εκδ. Ωκεανίδα, μτφρ από τα γαλλικά: Έφη Κορομηλά
Ο Χασάν αλ Ουαζάν γεννήθηκε στη Γρανάδα το 1488. Η οικογένειά του, εξαιτίας της Ιεράς Εξέτασης, μετακινήθηκε στη Φεζ του Μαρόκου κι εκεί μεγάλωσε. Εργάστηκε ως έμπορος, πραγματοποιώντας ταξίδια στην Ανατολή. Στις αρχές του 1518 κι ενώ επέστρεφε από προσκύνημα στη Μέκκα, συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από Σικελούς πειρατές και προσφέρεται ως δώρο στον τότε μεγάλο Πάπα της Αναγέννησης, Λέοντα Ι. Στη Ρώμη, βαφτίζεται Ιωάννης-Λέων των Μεδίκων και από το γεωγραφικό του έργο «Περιγραφή της Αφρικής» παίρνει το όνομα Λέων ο Αφρικανός.

«Εμένα, τον Χασάν, τον γιό του Μοχάμεντ του ζυγιστή, εμένα, τον Ιωάννη-Λέοντα των Μεδίκων, τον περιτετμημένο από το χέρι ενός κουρέα και βαφτισμένο από έναν Πάπα, με λένε σήμερα ο Αφρικανός, μα δεν είμαι από την Αφρική, ούτε από την Ευρώπη είμαι, ούτε από την Αραβία. Με λένε ακόμα Γραναδινό, Φεζίτη και Ζαγιάτη, μα δεν κατάγομαι από καμία χώρα, καμία πόλη, καμία φυλή. Είμαι γιος του δρόμου, πατρίδα μου είναι το καραβάνι, και η ζωή μου, από τις πιο απρόσμενες διαδρομές.
Οι καρποί μου γνώρισαν άλλοτε το χάδι του μεταξιού κι άλλοτε την τραχύτητα του μαλλιού, το χρυσάφι των ηγεμόνων και τις αλυσίδες των σκλάβων. Τα δάχτυλά μου ανασήκωσαν χίλια πέπλα, τα χείλη μου έκαναν να κοκκινίσουν χίλιες παρθένες, τα μάτια μου είδαν πόλεις να ψυχορραγούν και αυτοκρατορίες να πεθαίνουν.
Από το στόμα μου θ’ ακούσεις τα αραβικά, τα τούρκικα, τα καστιλιάνικα, τα βερβερίνικα, τα εβραϊκά, τα λατινικά και την κοινή ιταλική, γιατί όλες οι γλώσσες, όλες οι προσευχές μού ανήκουν. Εγώ όμως δεν ανήκω σε καμιά. Είμαι μονάχα του Θεού και της γης, και σ’ αυτούς θα γυρίσω κάποια μελλούμενη μέρα».

Ο Αμίν Μααλούφ έχει γράψει μια υπέροχη βιογραφία ενός ξεχωριστού ανθρώπου. Αφηγείται τη ζωή ενός πραγματικού ιστορικού προσώπου μέσα από τη μυθοπλασία, με συνέπεια, όπως θα έπρεπε να είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Λυρικός πεζογράφος ο Μααλούφ, σε μεταφέρει σε άλλες εποχές και κόσμους που περιγράφει ποιητικά.
Ο Αμίν Μααλούφ γεννήθηκε στη Βηρυτό το 1949, την οποία και εγκατέλειψε την εποχή του εμφυλίου για να έρθει στη Γαλλία. Εκεί εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αλλά μετά την έκδοση του πρώτου του βιβλίου «Οι Σταυροφορίες από την πλευρά των Αράβων» (κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Λιβάνη) στράφηκε στη συγγραφή. Το 2011 έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, τιμήθηκε με πολλά βραβεία και διακρίσεις και μεταφράστηκε σε σαράντα τρεις γλώσσες.

3. Στον ίσκιο της ροδιάς - Τάρεκ Άλι (Πακιστάν), εκδ. Άγρα, μτφρ: Παλμύρα Ισμυρίδου
Η οικογένεια των Μπανού-Χουντάιλ, Μαυριτανοί, αποδεκατίζεται μετά την πτώση της Γρανάδας και την «Ανακατάκτηση» από τους Ισπανούς. Η οικογένεια προσπαθεί να επιβιώσει ωστόσο, πολεμώντας στα χρόνια της Ιεράς Εξέτασης και της βασίλισσας Ισαβέλλας. Η καταστροφή ενός ολόκληρου κόσμου, των πνευματικών, θρησκευτικών και γλωσσικών ελευθεριών του είναι αναπότρεπτη. Δεν είναι μόνο οι Σταυροφόροι που καταφέρθηκαν εναντίον των Μουσουλμάνων, αλλά και οι Χριστιανοί της Ισπανίας που όχι μόνο τους εκδίωξαν από την Ανδαλουσία αλλά έκαψαν και τα βιβλία τους κατ’ εντολή του Χιμένεθ δε Θισνέρος, εξομολογητή της βασίλισσας Ισαβέλλας. Στον πρόλογο του βιβλίου διαβάζουμε:
«Μια εβδομάδα αργότερα, την πρώτη ημέρα του Δεκεμβρίου του έτους 1499, Χριστιανοί στρατιώτες υπό την ηγεσία των πέντε ιπποτών διοικητών εισέβαλαν στις εκατόν ενενήντα πέντε βιβλιοθήκες της πόλης και σε δώδεκα κατοικίες όπου στεγάζονταν οι πλέον γνωστές ιδιωτικές συλλογές. Καθετί γραμμένο στην αραβική γλώσσα κατασχέθηκε».

Στον πρόλογο του βιβλίου αναφέρεται επίσης πως με την επιμονή των λογίων που υπηρετούσαν στους κόλπους της Εκκλησίας, εξαιρέθηκαν τριακόσια χειρόγραφα κυρίως ιατρικής και αστρονομίας που από την Ανδαλουσία και τη Σικελία πέρασαν στην Ευρώπη και άνοιξαν το δρόμο για την Αναγέννηση.
Και συνεχίζει: «Αρκετές χιλιάδες χειρόγραφα του Κορανίου, μαζί με εμβριθείς σχολιασμούς και θεολογικούς και φιλοσοφικούς στοχασμούς όσον αφορά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του, γραμμένους με τα πιο υπέροχα καλλιγραφικά στοιχεία, μεταφέρθηκαν αδιακρίτως εκτός των βιβλιοθηκών από ένστολους στρατιώτες. Σπάνια χειρόγραφα, ζωτικά για ολόκληρη την αρχιτεκτονική και την πνευματική ζωή της Αλ-Ανδαλούς, στοιβάχτηκαν σε αυτοσχέδιους μπόγους στις πλάτες των στρατιωτών».

Η κατάληξη ήταν ότι αυτοί οι μπόγοι έγιναν πυροτέχνημα μπροστά στα μάτια των Μουσουλμάνων της Ανδαλουσίας. Υπήρξαν όμως και μερικοί στρατιώτες που ευαισθητοποιημένοι, χωρίς να είναι οι ίδιοι μορφωμένοι, άφηναν χειρόγραφα έξω από κλειστές πόρτες Μουσουλμάνων κι έτσι σώθηκαν μερικές εκατοντάδες έργα που μεταφέρθηκαν στις ιδιωτικές συλλογές της Φεζ.
Ο Τάρεκ Άλι , Βρετανός Πακιστανικής καταγωγής, μαχητικός διανοούμενος, συγγραφέας και κινηματογραφιστής, έχει γράψει πέντε μυθιστορήματα γνωστά και ως η πενταλογία του Ισλάμ, βιβλία για την παγκόσμια ιστορία και πολιτική, σενάρια. Η πενταλογία του Ισλάμ, της οποίας το πρώτο βιβλίο είναι αυτό για το οποίο μιλάμε, απεικονίζει την αντιπαράθεση μεταξύ ισλαμικού και χριστιανικού πολιτισμού. Το βιβλίο «Στον ίσκιο της ροδιάς» βραβεύτηκε ως το καλύτερο ξενόγλωσσο μυθιστόρημα στην Ισπανία το 1994 και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

4. Το τρομοκρατικό χτύπημα - Γιασμίνα Χάντρα (Αλγερία), εκδ. Καστανιώτη, μτφρ από τα γαλλικά: Γιάννης Στρίγκος
Ο Παλαιστίνιος Αμίν Ζααφαρί ζει στο Ισραήλ και είναι φημισμένος χειρουργός. Παντρεμένος με την επίσης Παλαιστίνια Σιχέμ, έχει μια άνετη και όμορφη ζωή. Κάποια στιγμή, συγκλονισμένος, μαθαίνει ότι η γυναίκα του ζωσμένη με εκρηκτικά, «καμικάζι», ανατινάζεται σε ένα εστιατόριο σκοτώνοντας πολλούς, μεταξύ τους και παιδιά. Ο Αμίν αρνείται να το πιστέψει και ξεκινά ένα κυνήγι αναζήτησης της αλήθειας που του επιφυλάσσει πολλές αποκαλύψεις. Ξετυλίγοντας το κουβάρι φτάνει μέχρι τη Ναμπλούς, όπου κατοικούν οι συγγενείς και των δύο. Εκεί όμως αντικρίζει μια διαφορετική πραγματικότητα. Φτώχεια, εξαθλίωση μα και εχθρική στάση απέναντι στον ίδιο καθώς οι συγγενείς τον υποπτεύονται για πράκτορα των Εβραίων. Έτσι, ο χειρουργός δεν βρίσκει πια υποστηρικτές ανάμεσα στους Παλαιστίνιους, μα ούτε και ανάμεσα στους Εβραίους φίλους του, γιατί αρνείται να αποκαλύψει τα συμπεράσματα των ερευνών του.

«Δεν θυμάμαι να άκουσα καμία έκρηξη. Ένα συριστικό ήχο μόνο, όπως όταν σκίζει κανείς ένα ύφασμα, αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρος. Όλη μου η προσοχή είχε στραφεί σ’ αυτό το είδος θεότητας γύρω από το οποίο είχε μαζευτεί σαν μελίσσι το ποίμνιό του, ενώ η πραιτοριανή του φρουρά προσπαθούσε να του ανοίξει δρόμο ως το αυτοκίνητο. «Κάντε στην άκρη, παρακαλώ. Παρακαλώ, τραβηχτείτε». Οι πιστοί σπρώχνονταν για να δουν το σεΐχη από πιο κοντά, να αγγίξουν μια πτυχή από το καφτάνι του. Ο σεβάσμιος γέροντας έστρεφε το κεφάλι κάπου-κάπου, για να χαιρετήσει κάποιο γνωστό του ή να ευχαριστήσει έναν οπαδό του. Το ασκητικό του πρόσωπο φωτιζόταν από ένα βλέμμα κοφτερό σαν λεπίδι σπαθιού. Προσπάθησα να ξεφύγω από τα εκστασιασμένα κορμιά που με στρίμωχναν, αλλά δεν τα κατάφερα. Ο σεΐχης χώθηκε στο όχημά του, κούνησε το χέρι του πίσω από το τεθωρακισμένο παράθυρο, ενώ οι δύο σωματοφύλακές του κάθισαν δίπλα του... Κι έπειτα, τίποτα. Κάτι άνοιξε στα δύο τον ουρανό και έλαμψε στη μέση του δρόμου, σαν αστραπή· το ωστικό κύμα με χτύπησε κατά μέτωπο, κάνοντας να σκορπιστεί ο όχλος που με κρατούσε αιχμάλωτο στο παραλήρημά του. Σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ο ουρανός καταποντίστηκε κι ο δρόμος, γεμάτος από θρησκευτική θέρμη για μια στιγμή, έγινε κρανίου τόπος. Το σώμα ενός άντρα, ή ενός παιδιού ίσως, διέσχισε τη σκοτοδίνη μου σαν σκοτεινό φλας. Τι είναι;… Ένας χείμαρρος από σκόνη και φωτιά έρχεται και με γραπώνει, εκσφενδονίζοντάς με μέσα από μυριάδες θραύσματα. Έχω την απροσδιόριστη αίσθηση πως κατακομματιάζομαι, πως διαλύομαι μέσα στη λαίλαπα της έκρηξης... Λίγα μέτρα –ή, μήπως έτη φωτός– μακρύτερα, το όχημα που μεταφέρει το σεΐχη έχει τυλιχτεί στις φλόγες. Αδηφάγα πύρινα πλοκάμια το καταπίνουν, διαχέοντας στην ατμόσφαιρα μια φριχτή μυρωδιά καμένου. Το βουητό τους πρέπει να είναι τρομακτικό· δεν μπορώ όμως να το ακούσω. Μια ξαφνική απώλεια ακοής με παίρνει μακριά από τους θορύβους της πόλης. Δεν ακούω τίποτα, δεν αισθάνομαι τίποτα· αιωρούμαι, μονάχα αιωρούμαι. Αιωρούμαι για μια αιωνιότητα προτού ξανακατέβω στη γη, ζαλισμένος, τσακισμένος, αλλά, κατά περίεργο τρόπο, διαυγής, με τα μάτια ορθάνοιχτα, πιο μεγάλα ακόμη κι από τη φρίκη που πριν από λίγο σάρωσε το δρόμο. Τη στιγμή που αγγίζω το έδαφος, τα πάντα ακινητοποιούνται· οι προβολείς πάνω από το διαλυμένο αυτοκίνητο, τα θραύσματα, οι καπνοί, το χάος, οι οσμές, ο χρόνος... Μονάχα μια ουράνια φωνή, που δεσπόζει πάνω από την απύθμενη σιωπή του θανάτου, τραγουδά θα γυρίσουμε, μια μέρα, στον τόπο μας. Δεν πρόκειται ακριβώς για φωνή· μοιάζει με θρόισμα, με υδατογραφία... Το κεφάλι μου κάπου πετάγεται... Μαμά, φωνάζει ένα παιδί. Το κάλεσμά του είναι αδύναμο, αλλά ξεκάθαρο, αγνό. Έρχεται από πολύ μακριά, από έναν άλλο τόπο, όπου έχει επανέλθει η γαλήνη... Οι φλόγες που καταβροχθίζουν το αυτοκίνητο αρνούνται να κινηθούν, τα θραύσματα αρνούνται να πέσουν καταγής... Ψάχνω το χέρι μου ανάμεσα στα χαλίκια· νομίζω πως έχω τραυματιστεί. Προσπαθώ να κουνήσω τα πόδια μου, να ανασηκώσω το λαιμό μου, αλλά κανείς από τους μυς μου δεν με υπακούει... Μαμά, φωνάζει το παιδί... Εδώ είμαι, Αμίν... Και, όντως είναι εδώ η μαμά, ξεπροβάλλει πίσω από ένα παραπέτασμα καπνού. Προχωρά ανάμεσα σε μετέωρα χαλάσματα, ανάμεσα σε χέρια των οποίων η κίνηση πετρώνει, σε στόματα που χάσκουν στην άβυσσο. Για μια στιγμή, με το γαλακτερό της πέπλο και το μαρτυρικό της βλέμμα, την περνάω για την Παναγία. Η μητέρα μου πάντα ήταν έτσι, λαμπερή και θλιμμένη ταυτόχρονα, σαν κερί. Όταν ακουμπούσε το χέρι της στο πυρακτωμένο μου μέτωπο, απορροφούσε όλο τον πυρετό και κάθε μου στεναχώρια...».

Η Γιασμίνα Χάντρα ή Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ όπως είναι το πραγματικό του όνομα, πρώην στρατιωτικός αλγερινής καταγωγής που κρύβεται πίσω από το γυναικείο όνομα, υιοθέτησε το όνομα της γυναίκας του για να αποφύγει τη στρατιωτική λογοκρισία. Όταν άφησε το στρατό και την ίδια την Αλγερία το 2000, εγκαταστάθηκε στη Γαλλία όπου ζει μέχρι σήμερα. Τότε αποκάλυψε την πραγματική του ταυτότητα. Ο Γιασμίνα Χάντρα υποστηρίζει ότι εξακολουθεί να υπάρχει χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης και ότι μεγάλη ευθύνη έχουν πρωτίστως οι Δυτικοί που με τον ιμπεριαλισμό που τους διακρίνει δεν προθυμοποιήθηκαν να κατανοήσουν τον αραβικό κόσμο. Ο ίδιος λέει ότι τα βιβλία του επιτρέπουν στους δυτικούς να κατανοήσουν τους Άραβες, ότι ο φονταμενταλισμός δεν είναι θρησκευτικό αλλά πολιτικό ζήτημα κι έχει σχέση με τη διαφθορά που χαρακτηρίζει την εξουσία σε κάθε αραβική χώρα. Το 2004, το περιοδικό Newsweek έγραψε ότι είναι ένας από τους σπάνιους λογοτέχνες που είναι ικανοί να δώσουν νόημα και σημασία στη βία που υφίσταται η Αλγερία. Το «Τρομοκρατικό χτύπημα» έχει γίνει ταινία με τον τίτλο «Η επίθεση», με σκηνοθέτη τον Ζιγιάντ Ντουεϊρί που μετά από 6 χρόνια ταλαιπωρίας, έπεισε Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους να συνεργαστούν δίνοντας άδεια για τα γυρίσματα που έγιναν σε Τελ-Αβίβ και Ναμπλούς.

5. Μπαρακάτ, ο δίκαιος - Γκαμάλ Γιτάνι (Αίγυπτος), εκδ. Καστανιώτη, μτφρ από τα αραβικά: Ελένη Καπετανάκη
«Το ξημέρωμα βρίσκει τα σπίτια βυθισμένα σ’ ένα γλυκό λήθαργο. Ο ήλιος καθυστερεί να φτάσει στα σοκάκια της αλ Χασινίγια, της αλ Μπατινίγια, της αλ Γκαμαλίγια και της αλ Οτούφ, ενώ φαίνεται καθαρά πάνω απ’ τα τείχη και τους πύργους της Ακρόπολης του Όρους.
Μια ομάδα Μαμελούκων διασχίζει τους δρόμους της Χάντρατ αλ Μπάκαρα. Δεν βγήκε από την Ακρόπολη. Βγήκε από το σπίτι του εμίρη Κάνι Μπέη αλ Ραμάχ, διοικητή των στάβλων του Σουλτάνου. Οι Μαμελούκοι περνούν το κανάλι και χωρίς να βιάζονται κατηφορίζουν μέχρι την Μπαμπ αλ Λουκ, κραδαίνοντας τα σπαθιά τους στο πρόσωπο της καινούργιας μέρας. Νερουλάδες τους συναντούν – πρώτοι απ’ όποιον ξυπνάει στην πόλη – κοντά στην Μπαμπ αλ Λουκ. Μεταφέρουν νερό από το Νείλο στα σπίτια αγνοώντας τον προορισμό των ιππέων.
Οι οπλές των αλόγων τους σηκώνουν μικρές δίνες σκόνης, καθώς οι καμήλες, φορτωμένες με καφετιές κανάτες νερού, επιταχύνουν το βήμα τους. Οι ψίθυροι των νερουλάδων εξασθενούν. Αυτή η συνάντηση δεν θα αφήσει στο μυαλό τους παρά μια αμυδρή ανάμνηση, όπως το σημάδι του κουπιού στα ήρεμα νερά ενός καναλιού.»
Αυτό είναι ένα απόσπασμα από το ιστορικό μυθιστόρημα του Γκαμάλ Γιτάνι, «Μπαρακάτ, ο δίκαιος» - μία από τις πολλές υπέροχες περιγραφές-εικόνες που σε βάζουν στο κλίμα της εποχής εκείνης. Και είναι η εποχή ο 16ος αιώνας, όταν κυβερνούσε την Αίγυπτο ο Μαμελούκος Σουλτάνος αλ Γούρι, λίγο πριν την Οθωμανική εισβολή το 1517 μ.Χ. Τότε έζησε και ο αλ Ζίνι Μπαρακάτ Ιμπν Μούσα, υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο, που ήταν δικαστής και «Μοχτάσιμπ», μια θέση από την οποία ασκούσε έλεγχο στις αγορές και στη δημόσια ηθική. Υπήρξε φιλόδοξος μα και αγαπητός στον κόσμο κι έγινε «Μοχτάσιμπ» πέντε φορές. Σύμφωνα με τον Ιμπν Ιγιάς, χρονικογράφο και ιστορικό της περιόδου των Μαμελούκων, ο Μπαρακάτ διατήρησε τη θέση αυτή είκοσι ολόκληρα χρόνια. Ο Γιτάνι βασίστηκε στα χρονικά του Ιμπν Ιγιάς για να ξαναπλάσει την εποχή εκείνη και λέει: «Συνήθιζα να διαβάζω σελίδες φωναχτά και να τις γράφω στο σημειωματάριό μου ολόκληρες ∙ μ’ αυτό τον τρόπο προσπαθούσα να αιχμαλωτίσω τον εσωτερικό ρυθμό στο ύφος του Ιμπν Ιγιάς.» Στο τέλος ωστόσο, ο Μπαρακάτ μεταμορφώνεται, γιατί η εξουσία διαφθείρει – και δεν διαφθείρει μόνο τον άνθρωπο, λέει ο συγγραφέας, διαφθείρει και το λαό. Παρόλο που η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται σε μια εποχή που φαντάζει μακρινή, υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ της εποχής εκείνης και της διακυβέρνησης της χώρας από τον Νάσερ. Τον Οκτώβρη του 1966 ο Γιτάνι φυλακίζεται από το καθεστώς του Νάσερ για 6 μήνες, λόγω των μαρξιστικών ιδεών του και της κριτικής που ασκούσε. Ο ίδιος λέει αστειευόμενος: «Φυλακίστηκα για τις ιδέες μου αλλά εγώ λέω ότι φυλακίστηκα για τα γραπτά μου!» Αφήνεται ελεύθερος όμως, όταν την Αίγυπτο επισκέπτεται ο Ζαν-Πολ Σαρτρ και απειλεί την αιγυπτιακή κυβέρνηση με μια παγκόσμια εκστρατεία για τους παράνομα φυλακισμένους.
Ο Γκαμάλ Γιτάνι γεννήθηκε σε ένα χωριό της Νότιας Αιγύπτου, το 1945 και τη δεκαετία του ’50 έβλεπε από το σπίτι του τις Πυραμίδες στο ηλιοβασίλεμα. Αργότερα παθιάστηκε με την Αίγυπτο των φαραώ κι ενδιαφέρθηκε για τον σουφισμό και το μυστικιστικό Ισλάμ. Η γραφή του, ποιητική, μοιάζει με εκείνη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και οπωσδήποτε επηρεάστηκε από εκείνον που ο ίδιος θεωρεί δάσκαλό του, τον μεγάλο Ναγκίμπ Μαχφούζ για τον οποίον λέει: «Στην ηλικία των 15 χρόνων με συνεπήραν οι ιστορίες του Μαχφούζ, που είχαν τίτλους παρμένους από την παλιά μου γειτονιά στο Κάιρο.»
Στο έργο του ο Γιτάνι σκιαγραφεί τον αγώνα του ανθρώπου προς ένα σκοπό, την προσπάθειά του να ανακαλύψει τη θέση του στο χώρο και το χρόνο. Αφηγείται για να εκφράσει τη γνώμη του για τα μεγάλα ζητήματα που τον απασχολούν, όπως το ζήτημα του χρόνου. Αποφασίζει και παίρνει άδεια να περάσει ένα βράδυ μέσα στην κεντρική αίθουσα της Πυραμίδας του Χέοπος, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι κι όταν βγαίνει την επόμενη μέρα, είναι ένας άλλος άνθρωπος. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και πολλοί λένε, ότι είναι το επόμενο αραβικό Νομπέλ.

«Η καρδιά, γεμάτη τραύματα που δύσκολα επουλώνονται. Η ψυχή, ζούγκλα από αιχμηρά ακόντια, καρφωμένα βαθιά, που δεν ξεκολλάνε. Κανένα φράγμα δεν σταματά τη θλίψη που ρέει. Δεν υπάρχει πρώτος και τελευταίος, ο πληθυντικός και ο ενικός χάνονται, το τρίτο γράμμα της αλφαβήτου είναι το τέλος του τέλους. Ο θάνατος της ελπίδας γεννιέται από το χωρισμό των ερωτευμένων. Οι επιθυμίες απομακρύνονται, εγκαταλείποντάς σε.
Στην πρώτη σου νιότη μια κρυφή σκέψη, θαμμένη βαθιά, σε στοιχειώνει. Το μέτωπό σου δεν έχει χαραχτεί απ’ τις ρυτίδες. Γύρω σου ο τρόμος κάνει τ’ αστέρια να ψιθυρίζουν, τραβάει τη γη στον ουρανό. Οι ανθρώπινες καρδιές χτυπούν με πίκρες και βάσανα, αλλά κάνε υπομονή, μη βιάζεσαι. Σε λίγα χρόνια θα ‘ρθουν χαρούμενες μέρες. Τα πράγματα δεν θα μείνουν στη θέση τους, πάντα τα ίδια, αμετακίνητα».

Κλείνοντας, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από τη συνέντευξη του Γκαμάλ Γιτάνι στον Ανταίο Χρυσοστομίδη, όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «Οι Κεραίες της Εποχής μου» (εκδ. Καστανιώτη), που κατά τη γνώμη μας εκφράζει τους δεσμούς των δύο πολιτισμών μας :
«Όταν διαβάζουμε την ιστορία του ισλαμικού πολιτισμού, βλέπουμε πως ο πολιτισμός αυτός γίνεται πιο δυνατός όταν ανοίγεται στους άλλους πολιτισμούς, ενώ αποδυναμώνεται όταν κλίνεται στον εαυτό του. Η λαμπρότερη εποχή του ισλαμισμού υπήρξε ο 11ος αιώνας μ.Χ ή 4ος ισλαμικός, όταν το κράτος των Αμπασιδών ήταν ισχυρό και ο χαλίφης Μααμούν ελ Αμπάσι άρχισε να ενθαρρύνει τη μεταφραστική δραστηριότητα. Τότε μεταφράστηκε η Αρχαία Ελληνική γραμματεία στην αραβική γλώσσα. Αυτή λοιπόν η αλληλεπίδραση πολιτισμών, το γεφύρωμα ανάμεσα στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και την ισλαμική σκέψη, δημιούργησε μια Μεγάλη Ισλαμική Σχολή με πρωτοπόρους τον Ιμπν Σίνα (Αβικέννας) και τον Ιμπν ελ Άραμπι στην Ανδαλουσία».

ΥΓ. Η ποιητική συλλογή του Διονύση Καψάλη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα. 
Ο υπέροχος πίνακας με το λεμόνι είναι έργο του Lucian Freud (λάδι σε ξύλο, 24.12.46)



Δύο εμπνευσμένοι καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης, ο Θανάσης Γιοχάλας και η Τόνια Καφετζάκη, ένωσαν το πάθος τους για την αττική γη, δημιουργώντας ένα σπουδαίο, συλλεκτικό βιβλίο. Η έκδοση «Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία» που κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας είναι ένας αληθινός άθλος.

Οι δύο συγγραφείς χαρτογραφούν την πόλη και αφηγούνται τα γεγονότα που τη στιγμάτισαν, κυρίως τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ο αιώνα. Περιδιαβαίνουν τους κεντρικούς της δρόμους και τις πλατείες -από την Πλάκα και το Μοναστηράκι, το εμπορικό κέντρο και την Πλατεία Συντάγματος, από την οδό Ακαδημίας μέχρι τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, από τους Αμπελόκηπους και το Γουδή, από την Ομόνοια έως τα Πατήσια- μελετούν το παρελθόν καταπληκτικών κτιρίων, μνημείων, δημόσιων χώρων, και μας τα συστήνουν, παντρεύοντας την ιστορία, την αρχιτεκτονική και τη λογοτεχνία.

Μου αρέσει όσο τίποτα να βάζω αυτό το βαρύ βιβλίο των 700 περίπου σελίδων στο σακίδιό μου και με το ποδήλατο στον ελεύθερο χρόνο μου να κάνω βόλτες στην Αθήνα, αναζητώντας αυτά τα κτίρια, φωτογραφίζοντάς τα και μαθαίνοντας όσα κρύβουν πίσω από το κατώφλι τους. Εκτός από πληροφορίες γι' αυτά, ανακαλύπτω ένα σκασμό μυθιστορήματα, βιογραφίες, ποιήματα, ιστορικά ντοκουμέντα και απολαμβάνω τα υπέροχα αποσπάσματά τους που συνοδεύουν κάθε λήμμα. Είναι μια ωραία συνήθεια, πολύ αγαπημένη πια, που μου δίνει φοβερή ενέργεια. Να οργανώνω μικρές λογοτεχνικές εκδρομές μέσα στην ίδια μου την πόλη -την οποία βεβαίως πριν πέσει αυτό το βιβλίο στα χέρια μου είχα την ψευδαίσθηση ότι γνωρίζω καλά- και να κάθομαι μετά σε ένα καφέ και να διαβάζω για όσα είδα.


Μια κρυφή ματιά στα τετράδια των μεγάλων δημιουργών είναι σαν ένα ολόκληρο, μυστικό ταξίδι. Σκόρπιες φράσεις, εικόνες, προσωπικές στιγμές, μικρά θραύσματα της μνήμης που ο αναγνώστης παρακολουθεί με αφάνταστη ηδονική περιέργεια.

Δευτέρα 15 Απριλίου (Σαγκάη)
Συννεφιά, αρκετό κρύο.

Διασχίζουμε μια μεγάλη λαϊκή συνοικία. Καρβουνιάρηδες με τρίκυκλα, αργόσχολοι που καπνίζουν. Στάση με το αυτοκίνητο περιμένοντας το φέρι. Ένα αγόρι παίζει με μια σφεντόνα, τρεις, διαφορετικής ηλικίας, γυναίκες πλένουν ασπρόρουχα σε μια ξύλινη λεκάνη, με μια σανίδα όπως στο Μαρόκο. Πολύς κόσμος περνάει, πολλά τρίκυκλα, πανέρια, έπιπλα, χοιρινά, τεράστιες σούπες, σκοινιά.

Αναζωογονητικός διάπλους στον Γουάνγκ Που. Μυρωδιά ψαριού. Μεγάλες ξύλινες σχεδίες. Τεράστιο αυλακωτό πανί. Αχνός ήλιος.

Κάφκα. Ταρκόφσκι. Καπότε. Νταλί. Ναμπόκοφ... Και τώρα Ρολάν Μπαρτ. Τα ημερολόγια ή οι επιστολές των πιο ιδιοφυών ανθρώπων κρύβουν μικρά διαμάντια. Πολλά από αυτά τα κείμενα έχουν γραφτεί για να δημοσιευθούν, άλλα όμως είδαν το φως της δημοσιότητας μετά το θάνατό τους. Όλα βοηθούν να συμπληρώσουμε το παζλ και να κατανοήσουμε περισσότερο το έργο τους.

Τρίτη 16 Απριλίου (Σαγκάη)
Επιστροφή στο ειρηνικό Σαλόνι, στο λευκό τραπεζομάντιλο, στις τσαγιέρες με το ζεστό τσάι, στα τσιγάρα, στον ηλιόλουστο κήπο που φαίνεται απ' έξω.

Σάββατο 20 Απριλίου (Νανκίν)
Σηκώνομαι έξι και μισή το πρωί. Έξω συννεφιά, μουντάδα, ψιχαλίζει, βρέχει. Στο μεταξύ ένας παραπονιάρης δίσκος στριγγλίζει, έξω. Στο παράθυρο του ξενοδοχείου μου: σήτα για τα κουνούπια. Έλατα, πελούζες, μανόλιες. Τοίχος και κόκκινη επιγραφή.
Διαχίζω τον κήπο στις επτά, για να πάω στην τραπεζαρία. Βρέχει πολύ δυνατά.

Καρτ ποστάλ – αμέτρητες, τρελή βιασύνη, κανονικό μπορντέλο, μπαγαποντιά για να κολλήσω τα γραμματόσημα.

Τα «Τετράδια από το ταξίδι στην Κίνα» του Ρολάν Μπαρτ (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκη) περιλαμβάνουν τις σκέψεις, τα γεγονότα, τις εντυπώσεις από την επίσκεψη του Γάλλου διανοούμενου στο Πεκίνο την περίοδο της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης. Το ταξίδι, που πραγματοποιήθηκε μετά από επίσημη πρόσκληση της κινεζικής πρεσβείας, είχε διάρκεια τριών εβδομάδων: από τις 11 Απριλίου έως τις 4 Μαΐου του 1974. Από την πρωτεύουσα της Κίνας, ο Μπαρτ ταξιδεύει με τρένο σε όλη τη χώρα, για να συναντήσει συγγραφείς, ακαδημαϊκούς, για να επισκεφθεί εργοστάσια, σχολεία, κομμούνες, πάρκα με παγόδες, εστιατόρια, όπερες. Η αμαξοστοιχία στην οποία επιβαίνει διασχίζει ατελείωτες εκτάσεις με ρυζοκαλλιέργειες κι ο συγγραφέας που κατέγραψε τον ερωτικό λόγο με τέτοια ακρίβεια όσο κανείς, κρατά σημειώσεις με μολύβι σε ένα μαύρο moleskine. Λόγος κοφτός και περιεκτικός. Συνοδεύεται από μικρά σκίτσα και μουτζούρες.

Δευτέρα 22 Απριλίου (από Νανκίν στο Λούο Γιανγκ)
Ήρεμη νύχτα στο βαγκονλί. Αν και πάντοτε κάποια αναστάτωση. Όμως είναι άνετα, είμαστε μόνοι. Μαξιλάρια γεμισμένα με ρύζι.
Ξύπνημα: επίπεδη γη, ήλιος ελαφρά κρυμμένος από την ομίχλη, γη στεγνή, σε χρώματα μπεζ-ροζ, αγροί σε απαλό πράσινο. Δεντροστοιχίες. Μπαίνουμε στο Χενάν.

Μικροί σταθμοί πολύ δυτικοί, φτωχικοί και ειρηνικοί. Στην αποβάθρα πάνε κι έρχονται διάφοροι να αγοράσουν τηγανόψωμο προτού ξαναμπούν στο τρένο.
Μια χώρα χωρίς ρυτίδες.
Το τοπίο δεν είναι εκπολιτισμένο, καλλιεργημένο (πέρα από τις καλλιέργειες της γης): τίποτα που να μιλάει για ιστορία.

Δευτέρα 29 Απριλίου (Πεκίνο)
7.30. Κάτω από την μπαλκονόπορτα του δωματίου μου, η λεωφόρος και ένα μεγάλο μέρος του Πεκίνου, σκεπές με σκονισμένα κεραμίδια, καφερόδινα. Ο ουρανός είναι γκρίζος, αλλά ο ήλιος προσπαθεί να διαπεράσει τα σύννεφα.

Από τα δωμάτια των ξενοδοχείων στα οποία διαμένει μυρίζει τα μπαχάρια, το τσάι, τα ρόδα που στολίζουν τα μαλλιά των κοριτσιών, αλλά λόγω του απαιτητικού, αυστηρού προγράμματος αισθάνεται διαρκώς ότι, ενώ βλέπει όλα τα αξιοθέατα που υπάρχουν στην ατζέντα ενός τυπικού ξεναγού, κάτι του διαφεύγει. Η αλητεία. Μόνο αν δεις μια πόλη στο σκοτάδι, αν βαρεθείς καθισμένος στο παγκάκι μιας πλατείας, αν ξεχάσεις ρολόγια, αν δεις την ασχήμια που κρύβουν τα οργανωμένα tour, μπορείς πραγματικά να κατακτήσεις μια ξένη χώρα.

Το βιβλίο διαβάζεται -αν θέλει κανείς- σε μερικές ώρες. Ο λόγος, τόσο λιτός που γίνεται ποιητικός, κυλάει απολαυστικά, αφού συνδυάζει το λαμπρό πνεύμα του φιλοσόφου και την μαγεία της Κίνας.

Παρασκευή 3 Μαΐου (Πεκίνο)
Τελευταίο δείπνο, προσφορά του Λουξίνγκ-σε.
Εστιατόριο Σαντούνγκ. Αίθουσα αρκετά πολυτελής, σκάλα του 1925. Τσάι, ζεστές, αρωματισμένες πετσέτες. Υποδοχή από τον Μεγάλο Αρχηγό του Λουξίνγκ-σε.
Ο Μεγάλος Αρχηγός βγάζει πολιτικό λόγο με αριθμούς.
Έδεσμα: στομάχι αρνιού κ.λπ. Πολύ καλό.
Βόλτα γύρω από το ξενοδοχείο πριν φτιάξω τη βαλίτσα μου.

Σάββατο 4 Μαΐου
Ξυπνάω στις πέντε για την αναχώρηση. Εκνευρισμένος. Έξω, μεγάλη συννεφιά, τελευταίες στέγες από Παγόδες, τελευταία κλάξον.



Το προφίλ που είχα στο κοινωνικό δίκτυο ως Lou Read (στη συνέχεια Λου Ριντ) δυστυχώς από εχθές δεν υφίσταται. Η νέα πολιτική του Facebook δεν επιτρέπει το log in σε κάποιους bloggers ή απλούς χρήστες που δεν επιθυμούν να δώσουν το όνομα που αναγράφεται στην ταυτότητά τους. Ως εκ τούτου δημιούργησα μία νέα σελίδα στην οποία θα μπορούμε να επικοινωνούμε: www.facebook.com/BlogLouRead

Θα χαρώ να τα λέμε καθημερινά και εκεί για να μοιραζόμαστε όλα αυτά τα νόστιμα που ξετρελαίνουν όλους εμάς τους αχόρταγους βιβλιοφάγους: φωτογραφίες bookporn με καφέδες και κέικ καρότου, πρόστυχους σελιδοδείκτες, άρθρα, βιβλιοπαρουσιάσεις, απόψεις για όσα διαβάσαμε, (εξομολογήσεις για όσα παρατήσαμε) και φυσικά λίστες, λίστες και λίστες με όσα θέλουμε να αγοράσουμε, να ανταλλάξουμε, να δανειστούμε ή να επιτάξουμε τάχα για λίγο από τις βιβλιοθήκες των φίλων μας.

YΓ.: Είχα υποσχεθεί δημόσια αυτό το φθινόπωρο να δείξω αυτοσυγκράτηση, να κάνω book detox και να μην παρασυρθώ σε βουλιμικές αποβάσεις στα βιβλιοπωλεία. Όπως βλέπετε στη φωτογραφία τα... κατάφερα πάλι μια χαρά. :-/


«Δεν είμαστε τυφλοί, είμαστε απλά άνθρωποι. Ζούμε σε μια ευμετάβλητη πραγματικότητα και προσπαθούμε να προσαρμοστούμε σ' αυτήν όπως τα φύκια που πάλλονται στο παραμικρό θαλάσσιο ρεύμα».

Αυτή η φράση από το αριστουργηματικό μυθιστόρημα Ο Γατόπαρδος του Τζουζέπε Τομάζι, δούκα της Πάλμα και πρίγκιπα ντι Λαμπεντούζα (εκδ. Bell, μτφρ. Μαρία Σπυριδοπούλου), συνοψίζει ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας. Την ιστορία μιας αέναης προσαρμογής, ενός αγώνα να πάμε μπροστά κάνοντας δυο βήματα πίσω. Οι άνθρωποι μαθαίνουμε να συμβιβαζόμαστε, όπως τα δέντρα λυγίζουν τα κλαδιά τους στον άνεμο για να μην σπάσουν. Τρομάζουμε μπροστά στο καινούριο και οχυρωνόμαστε στο παλιό. Και μια μέρα, είτε σταματάμε να παλεύουμε μάταια το νέο και ακολουθούμε τις εξελίξεις -γιατί κατανοούμε τους όρους του παιχνιδιού όπως ακριβώς κάνει και ο ήρωας του βιβλίου-, είτε αποδεχόμαστε την ήττα μας.

Ο Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα αφηγείται την ιστορία ενός μεγάλου κοινωνικού μετασχηματισμού. Η πλοκή τοποθετείται το Μάιο του 1860, την εποχή της απόβασης του Γκαριμπάλντι στη Σικελία που οδήγησε στην ένωση του νησιού με την Ιταλία. Η αριστοκρατία υπό τη διακυβέρνηση του Φραγκίσκου Β' των δύο Σικελιών αδυνατεί να ελέγξει το τεράστιο κύμα δυσαρέσκειας της αναδυόμενης αστικής τάξης, η οποία θέλει απεγνωσμένα πια να απαλλαγεί από τη δυναστεία των Βουρβώνων. Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε τα γεγονότα μέσα από τα μάτια του Ντον Φαμπρίτσιο, πρίγκιπα ντι Σαλίνα, αρχηγού μιας εκ των ισχυρότερων οικογενειών του τόπου.

Η Σικελία είναι μια μικρογραφία του κόσμου, το χρονικό πλαίσιο δεν έχει σημασία, θα μπορούσε τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο (και στην υπέροχη ταινία του Λουκίνο Βισκόντι) να εκτυλίσσονται τηρουμένων των αναλογίων σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου, οποιαδήποτε μεταβατική περίοδο. Άλλωστε οι άνθρωποι αντιδρούν πάντα το ίδιο τρομαγμένα όταν ο τροχός της ιστορίας πάρει στροφή. Σε κάθε μετασχηματισμό που βιώνει η ανθρωπότητα, μετά από πολέμους, επαναστάσεις, σπουδαίες ανακαλύψεις που τα ανατρέπουν όλα, ο άνθρωπος χρειάζεται να αλλάξει για να μην πεθάνει μαζί με το παλιό, να γίνει καινούριος για να μην ξεπεραστεί.

Ο Ντον Φαμπρίτσιο ντι Σαλίνα, αν και αρχικά σαστίζει με τα γεγονότα που οδηγούν σε κοινωνική ανατροπή, αποδέχεται ότι είναι ανίσχυρος να συγκρατήσει το ρεύμα και έξυπνα τελικά ακολουθεί τη ροή του «ποταμού». «Ανήκω σε μια κακότυχη γενιά, στο μεταίχμιο ανάμεσα στην παλιά και τη νέα εποχή και νιώθω άβολα και με τις δύο» παραδέχεται προς το τέλος. Καταλύτης στην προσαρμογή του είναι ο ανιψιός του Τανκρέτι, ξεπεσμένος ευγενής χωρίς καμία προσωπική περιουσία πέρα από τον τίτλο του. Ο φιλόδοξος νεαρός, που στην ταινία του Βισκόντι υποδύεται ο Αλέν Ντελόν, παρά την αριστοκρατική του καταγωγή ανεβαίνει στα βουνά για να στηρίξει τον ανταρτοπόλεμο των Πιεμοντέζων κατά του βασιλιά Φραγκίσκου Β'. Λίγο πριν φύγει λέει στον πρίγκιπα: «Αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα ν' αλλάξουν». Κι αυτά τα λόγια είναι τελικά που εκφράζουν απόλυτα σε μια μόνο πρόταση ολόκληρο το νόημα του μυθιστορήματος.

Πέρα από την αξία του βιβλίου σε ιστορικό επίπεδο, αφού καταγράφει με ακρίβεια τη σύγκρουση του παλαιού με τον καινούριο κόσμο, υπάρχει και η λογοτεχνική. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό κείμενο, ένα αληθινό έργο τέχνης. Οι περιγραφές του Σικελού συγγραφέα, ο οποίος δεν είδε ποτέ το μυθιστόρημά του να εκδίδεται, συνθέτουν έναν ζωγραφικό πίνακα, τις λεπτομέρειες του οποίου δύσκολα ξεχνάς: Η εντυπωσιακή έπαυλη του οίκου Σαλίνα με τις συγκλονιστικές νωπογραφίες στην οροφή. Τα χρυσοποίκιλτα σαλόνια με τις βελούδινες κουρτίνες και τις φθαρμένες ταπετσαρίες. Οι βεράντες που βλέπουν στην άνυδρη σικελική γη. Αυτός ο μαγικός κήπος με τις ακακίες και τα εσπεριδοειδή που διαχέουν σε όλο το κτήμα «την ερωτική μυρωδιά των πρώτων πορτοκαλανθών τους». Τα στρωμένα τραπέζια με όλους τους θησαυρούς της Μεσογείου. Τα αριστοκρατικά κορίτσια με φορέματα γεμάτα ολάνθιστα λουλούδια που τραγουδούν διάσημες άριες γύρω από το πιάνο, σε δωμάτια τα οποία μυρίζουν άνοιξη, ενώ έξω μαίνεται η επανάσταση. Διαβάζεις και παρασύρεσαι. Έχεις αυτήν την υπέροχη «αίσθηση της αιώνιας παιδικής ηλικίας». Ακολουθείς τους ήρωες σε ξερούς ελαιώνες, στέκεσαι και κοιτάς την αγριεμένη θάλασσα πλάι σε μια φραγκοσυκιά που αγέρωχη αιωρείται πάνω απ' τον γκρεμό, ταξιδεύεις με μαύρες άμαξες που αφήνουν πίσω τους ένα σύννεφο σκόνης. Στιγμές σπάνιας ομορφιάς ενός κόσμου που βιώνει τους τελευταίους του σπασμούς πριν πεθάνει για να δώσει τη θέση τους σε ένα νέο πιο ευέλικτο, πιο δίκαιο μα πιο άξεστο και πεζό.

Το πιο απολαυστικό για μένα κομμάτι του βιβλίου ήταν οι περιγραφές της ακαταμάχητης έλξης μεταξύ του αριστοκρατικού ανιψιού του πρίγκιπα ντι Σαλίνα, του ατίθασου Τανκρέτι και της άξεστης αλλά πανέμορφης χωριατοπούλας, της Αντζέλικα. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την αταίριαστη ένωσή τους για να υπογραμμίσει το πάντρεμα των τάξεων, δημιουργώντας τελικά ένα αληθινό ποίημα για την παραζάλη του έρωτα: τις κοφτερές ματιές, τα αναπάντεχα χάδια, την ελεύθερη πτώση του σώματος στο κενό μετά το πρώτο φιλί...

«Έτσι, στέκονταν εκεί μέσα σφιχταγκαλιασμένοι, ακίνητοι και αθώοι, παρηγορώντας ο ένας τον άλλον. (...) Μια μέρα, όχι το μυαλό του Τανκρέτι, που ήταν εντελώς αμέτοχο σ' αυτό, αλλά όλο του το αίμα αποφάσισε να δώσει ένα τέλος σε τούτο το μαρτύριο. Ήταν το πρωί που η Αντζέλικα του είχε πει με όλη τη γοητευτική πονηριά της: “Είμαι η μαθητευόμενή σου”, θυμίζοντάς του με την ξεκάθαρη αυτή πρόκληση την πρώτη φορά που είχαν σμίξει οι πόθοι τους. Με αναστατωμένα μαλλιά, η γυναίκα ήταν έτοιμη να παραδοθεί προσφέροντας τον εαυτό της, ενώ το αρσενικό ήταν έτοιμο να υπερνικήσει τον άντρα, όταν το υπόκωφο βουητό της μεγάλης καμπάνας της εκκλησίας έπεσε σχεδόν κατακόρυφα πάνω στα ξαπλωμένα κορμιά, προσθέτοντας έναν ακόμη αναστεναγμό στους δικούς τους. Τα ενωμένα χείλη αναγκάστηκαν να ξεκολλήσουν και να χαμογελάσουν. Συνήλθαν. Την επόμενη ο Τανκρέτι έφυγε. (...) Όταν γέρασαν και απέκτησαν την ανώφελη πια σύνεση, η σκέψη τους επέστρεφε σε κείνες τις μέρες με επίμονη νοσταλγία: ήταν η εποχή του άσβεστου πόθου, που παρέμενε ζωντανός γιατί διαρκώς καταπιεζόταν, τότε που είχαν στη διάθεσή τους αναρίθμητες κλίνες και πάντα τις απέρριπταν, η εποχή της αισθησιακής διέγερσης η οποία, ακριβώς επειδή χαλιναγωγούνταν, μετουσιωνόταν έστω και για λίγο σε παραίτηση, δηλαδή αληθινή αγάπη».

Δείτε τo τρέιλερ της ταινίας The Leopard (Il Gattopardo) του Λουκίνο Βισκόντι: 



Ο έρωτας και τα δύο του πρόσωπα. Το καλό που γεννά την ψευδαίσθηση αθανασίας και κάνει τους εραστές να νιώθουν για μια στιγμή Θεοί και το κακό που κουβαλά μέσα του το φόβο και τη θλίψη του θανάτου. Ο Παράδεισος και η Κόλαση. Ο άγγελος και ο δαίμονας. Η αποδοχή και η απόρριψη. Η μαγεία και η απομυθοποίηση. Από τη Μήδεια του Ευριπίδη μέχρι τους γελοίους εραστές του Κούντερα, ο έρωτας δεν είναι παρά μία διαρκής διαδρομή από τον έβδομο ουρανό στον Άδη, μια ατέλειωτη παρεξήγηση. Ενίοτε απολύτως αιματηρή. Οι εραστές ισορροπούν μάταια σε ένα τεντωμένο σκοινί πάνω από το χάος, εξαρχής ηττημένοι, αφού έχουν μεταθέσει εντελώς το κέντρο βάρος του εαυτού τους σ' έναν άλλον άνθρωπο.

Αυτή την απίστευτη αγωνία που κρύβει μέσα του ο έρωτας, τη συγγένειά του με το θάνατο, κανένας δεν έχει περιγράψει τόσο απόλυτα, τόσο δραματικά, τόσο ατμοσφαιρικά όσο η γοτθική λογοτεχνία. Ο Καλόγερος του Μάθιου Γκρέγκορι Λιούις (ένα κομψοτέχνημα των εκδόσεων Gutenberg σε μετάφραση του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου και του Κυριάκου Αθανασιάδη στα ποιήματα), ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του λογοτεχνικού είδους που άνθισε στα τέλη του 18ου αιώνα, παντρεύει το ρομαντισμό του αγνού έρωτα ο οποίος εξυψώνει τον άνθρωπο, με την αγριότητα της ερωτικής παράκρουσης που είναι ικανή να τον συνθλίψει για πάντα.

Ο μόλις δεκαεννέα χρόνων συγγραφέας που γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1775, όταν έγραψε τον Καλόγερο το 1794 δεν μπορούσε να φανταστεί τις θύελλες που θα ξεσήκωνε. Ξεκίνησε να αφηγείται την ιστορία του Αμβρόσιου -ενός χαρισματικού καλόγερου που πουλά την ψυχή του στο διάβολο στο όνομα ενός σαρκικού πάθους-, προκειμένου να διασκεδάζει την πλήξη του όσο εργαζόταν στην διπλωματική υπηρεσία της Ολλανδίας. Εμπνευσμένος από το γερμανικό θρύλο της Ματωμένης Καλόγριας, μια υπέροχη εγκιβωτισμένη ιστορία στην καρδιά του μυθιστορήματος, καταγράφει τη σταδιακή διαφθορά του ηγούμενου των Καπουτσίνων στη Μαδρίτη. Ο αποκαλούμενος «άγιος άνθρωπος», τα κηρύγματα του οποίου μάγευαν τους πιστούς, καταπατά τον όρκο αγνότητας που έχει δώσει στον Θεό, υποκύπτοντας στις ορέξεις της Ματθίλδης (μιας κολασμένης γυναίκας η οποία κάνοντας επίκληση στον σατανά καταφέρνει να τρυπώσει στη μονή μεταμφιεσμένη σε δόκιμο και να παρασύρει τον καλόγερο σε απαγορευμένες ηδονές). Πολύ γρήγορα ο Αμβρόσιος απορρίπτει τη Ματθίλδη κι εκείνη για να τον εκδικηθεί τον πείθει να χρησιμοποιήσει μαύρη μαγεία για να τυλίξει στον ιστό του την ομορφότερη γυναίκα από το ποίμνιό του, τη νεαρή Αντωνία. Ο ηγούμενος στο... όνομα του ρόδου (διαβάζοντας είναι αδύνατον να μην θυμηθείς τον Έκο) μεταμορφώνεται σε έναν αδίστακτο βιαστή και δολοφόνο και τελικά παραδίδεται στο απόλυτο κακό.

Ο Καλόγερος, που μαζί με Το Κάστρο του Οτράντο του Ουόλπολ και τον Μέλμοθ τον περιπλανώμενο του Ματιούριν θεωρούνται η κορωνίδα της γοτθικής λογοτεχνίας, αντιμετωπίστηκε ως ένα αιρετικό έργο και οδήγησε σε διασυρμό τον Λιούις. Όπως γράφει ο μεταφραστής του μυθιστορήματος Αλέξανδρος Κοσματόπουλος στην εισαγωγή, το βιβλίο «στα μάτια πολλών, ήταν μια δήλωση ενός άθρησκου συγγραφέα και μια σοβαρή περίπτωση βλασφημίας. Άλλοι συνέκριναν τον Καλόγερο με τις αντιθρησκευτικές δημοσιεύσεις που εμφανίστηκαν στη Γαλλία πριν από την Επανάσταση. Μετά τη δημοσίευση της δεύτερης ανατύπωσης του βιβλίου με την υπογραφή του συγγραφέα (η πρώτη έκδοση ήταν ανώνυμη) και τον τίτλο που έφερε ως μέλος του Κοινοβουλίου, ο Lewis προσήχθη σε δίκη, με αποτέλεσμα να αποσύρει τα αντίτυπα της τρίτης ανατύπωσης, και να αφαιρέσει κάποια αποσπάσματα από την τέταρτη».

Η ανάγνωση του έργου είναι μια αληθινά απολαυστική εμπειρία. Γυρνώντας αχόρταγα τις σελίδες, οι περιγραφές σε ταξιδεύουν στον μυσταγωγικό κόσμο μιας όπερας: γοτθικά κάστρα, ζοφερά κελιά, κρύπτες γεμάτες σκιές, βασανισμένες ψυχές που επιστρέφουν από τον κόσμο των νεκρών για να στοιχειώσουν τους ζωντανούς, απεγνωσμένοι, ρομαντικοί έρωτες, έκπτωτοι άγγελοι που υπηρετούν τον Εωσφόρο... Χρησιμοποιώ τη λέξη «όπερα» γιατί για έναν αιμοβόρο αναγνώστη που έχει δίπλα στο κρεβάτι του μια βιβλιοθήκη γεμάτη αστυνομικά μυθιστορήματα και θρίλερ με άγριες και φρικιαστικές περιγραφές, το κακό του Λιούις, το οποίο τον 18ο και 19ο αιώνα ήταν ανατριχιαστικό και σκανδαλιστικό, σήμερα είναι λυρικό, ποιητικό, μαγικό. Σαν να παρακολουθείς ένα έργο του Βέρντι στο Ηρώδειο ή να βυθίζεσαι στην απόκοσμη ομορφιά ενός πίνακα του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ.

* Φράση από τη σελίδα 43 στην οποία ο συγγραφέας περιγράφει τη γοητεία που ασκούσε ο Αμβρόσιος στο ποίμνιό του.   


Αυτές τις μέρες διαβάζω το πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα του Γκορ Βιντάλ «Η Χρυσή Εποχή» (εκδ. Scripta, μτφρ. Ρένα Χατχούτ), το οποίο καταγράφει το παρασκήνιο που υποχρέωσε τον Ρούσβελτ να αποφασίσει την εμπλοκή των ΗΠΑ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα ιστορικά/πολιτικά λογοτεχνικά βιβλία, στην πλοκή των οποίων τα αληθινά πρόσωπα μπερδεύονται με μυθιστορηματικούς ήρωες, είναι πραγματικά το καλύτερό μου. Ένα πεδίο που ο Γκορ Βιντάλ έπαιζε στα δάχτυλα. Στο συγκεκριμένο βιβλίο του επιχειρηματίες, διπλωμάτες, αρθρογράφοι, εκδότες, σταρ του Χόλιγουντ, σκηνοθέτες, γερουσιαστές και παρατρεχάμενοι στήνουν στο Λευκό Οίκο ένα απίστευτο γαϊτανάκι γύρω από τον Πρόεδρο, με στόχο να τον πείσουν να μην ακολουθήσει την πολιτική του απομονωτισμού και να συμμαχήσει με την Αγγλία και τη Γαλλία κατά του Χίτλερ.

Όσο περνούν οι σελίδες και η αρχιτεκτονική της ίντριγκας αποκαλύπτει το μεγαλείο της συνειδητοποιώ ότι μπορεί ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος να ήταν απείρως πιο άγριος δεν ήταν όμως αυτός που άλλαξε ριζικά τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα της Ευρώπης, όχι τουλάχιστον με τη σφοδρότητα που το έκανε ο Πρώτος. Ο Αλαν Χόλινγκχερστ είχε απόλυτο δίκιο όταν έγραφε στο πολύ ατμοσφαιρικό μυθιστόρημά του «Το παιδί του ξένου» (εκδ. Καστανιώτη), ότι οι Άγγλοι ακόμα και σήμερα όταν μιλούν με φρίκη για τον πόλεμο εννοούν το Μεγάλο Πόλεμο.

Γιατί όμως παρ' όλα αυτά έχουμε αφήσει τη λήθη να σκεπάσει ένα τόσο συγκλονιστικό γεγονός που τελικά ήταν πολύ πιο καθοριστικό από οποιοδήποτε άλλο για το μέλλον της Ευρώπης; Ο δημοσιογράφος Πέτρος Παπακωνσταντίνου έγραψε ένα άρθρο στην Καθημερινή της Κυριακής με αφορμή τη χθεσινή επέτειο της δολοφονίας του διαδόχου της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, του αρχιδούκα Φραγκίσκου-Φερδινάνδου και της συζύγου του (28 Ιουνίου 1914) -η σπίθα που οδήγησε στη λαίλαπα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου-, στο οποίο δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα ερμηνεία: «Στη συλλογική μνήμη των Ευρωπαίων, ο Μεγάλος Πόλεμος κατέχει σαφώς υποδεέστερη θέση έναντι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σαν να ήταν “μόνο” το πρελούδιο της πραγματικής Αποκάλυψης. Το γεγονός αυτό δεν εξηγείται εύκολα ούτε από τη μεγαλύτερη χρονική απόσταση ούτε από το μέγεθος των συνεπειών μιας σύγκρουσης που αφάνισε 14 εκατομμύρια ανθρώπους, γκρέμισε τέσσερις αυτοκρατορίες –Αυστροουγγρική, Ρωσική, Γερμανική, Οθωμανική–, ανέδειξε το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο, χάραξε τα σύνορα της Μέσης Ανατολής και απαθανατίστηκε στα τρομερά μυθιστορήματα του Ρεμάρκ, του Γκρέιβς, του Σελίν και του Μυριβήλη. Κάτι άλλο, πιο βαθύ και πιο σκοτεινό, πρέπει να κρύβεται πίσω από την επίμονη απώθηση.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν "τακτοποιείται" εύκολα από τη λογική μας και δεν "χωνεύεται" εύκολα από την ηθική μας. Σε αντίθεση με τον Δεύτερο, στερείται της απόλυτης αντίθεσης ανάμεσα στο "καλό" και το "κακό". Δεν έχει να επιδείξει ένα "τέρας" στο ύψος του Χίτλερ ή μια φρίκη στο ύψος του Ολοκαυτώματος. Αν η θυσία στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θεωρείται αναδρομικά αυτονόητο καθήκον, η αιματοχυσία στον Πρώτο φαντάζει σαν ανυπόφορη ματαιότητα, που ζητάει επίμονα μια κάποια αιτιολόγηση: Γιατί έγιναν όλα αυτά και πώς δεν θα ξαναγίνουν;».

Τελειώνοντας το άρθρο ξεσκόνισα μερικά -διαβασμένα, μισοδιαβασμένα και αδιάβαστα- μυθιστορήματα από τη βιβλιοθήκη μου (από το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν και το «Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον» του Ρεμάρκ μέχρι τον «Αποχαιρετισμό στα όπλα» του Χέμινγουεϊ), ξεχωρίζοντας το πρόσφατο «14» του Ζαν Εσνόζ (εκδ. Ίκαρος, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης) και τον «Επικίνδυνο Οίκτο» του Στέφαν Τσβάιχ (εκδ. Άγρα, μτφρ. Μιμίκα Κρανάκη), στα οποία θα δώσω προτεραιότητα. Παράλληλα θυμήθηκα και μια παλιότερη ανάρτηση του Ναυτίλου για τη βιογραφία του Τσβάιχ «Ο κόσμος του χθες: Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου» (εκδ. Printa, μτφρ. Αλεξία Καλανταρίδου & Τατιάνα Λιάνη) που θέλω να αγοράσω. Στο απόσπασμα που ακολουθεί καταλαβαίνεις πόσο απίστευτη ήταν η αθωότητα με την οποία οι Ευρωπαίοι μπήκαν στο Μεγάλο Πόλεμο, χωρίς να ξέρουν ότι θα αλλάξει ριζικά τη ζωή τους για πάντα: «Οι άνθρωποι συνέχιζαν τα μπάνια τους, τα ξενοδοχεία παρέμεναν γεμάτα, κι οι παραθεριστές εξακολουθούσαν να συνωστίζονται στην πίστα σουλατσάρωντας, φλυαρώντας και γελώντας. Αλλά για πρώτη φορά, ένα νέο στοιχείο έκανε την εμφάνισή του. Ξαφνικά, είδαμε να ξεπροβάλλουν στην πλαζ Βέλγοι στρατιώτες, πράγμα παράδοξο, αφού σε κανονικές συνθήκες δεν έρχονταν ποτέ εκεί. Σκυλιά έσερναν τα μυδραλιοβόλα μέσα σε μικρά οχήματα -κάτι που αποτελούσε μια περίεργη ιδιαιτερότητα του βελγικού στρατού. (...) Οι μάζες εξεγείρονταν, κι εμείς γράφαμε και σχολιάζαμε ποιήματα. Δεν βλέπαμε τα πύρινα σημάδια στον τοίχο κι απολαμβάναμε αμέριμνοι τα ακριβά εδέσματα της τέχνης, όπως άλλοτε ο βασιλιάς Βαλτάσαρ, χωρίς να φοβόμαστε να κοιτάξουμε το μέλλον. Και μοναχά δεκαετίες αργότερα, όταν γκρεμίστηκαν στα κεφάλια μας στέγες και τείχη, συνειδητοποιήσαμε πως τα θεμέλια είχαν υποσκαφτεί από καιρό και πως η έλευση του νέου αιώνα, είχε σηματοδοτήσει την αρχή του τέλους της ατομικής ελευθερίας στην Ευρώπη».

Ο Ιούνιος του 1914 ήταν μια ανάσα πριν τη βίαιη ενηλικίωση της Ευρώπης. Εκείνο ήταν το τελευταίο καλοκαίρι ανεμελιάς. Έκτοτε η Γηραιά Ήπειρος δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια.  





Πολυτελείς σουίτες, μαργαριταρένια κολιέ, παθιασμένα τανγκό σε παράγκες του Μπουένος Άιρες και ένοχα μυστικά στο φως της Μεσογείου. Ερωτικά τρίγωνα, επικίνδυνα ηδονικά παιχνίδια και πρόστυχες ματιές που κόβουν σαν ξυράφι. Υπερωκεάνια που διασχίζουν τον Ατλαντικό μέσα στη νύχτα. Αστραφτερές Jaguar στους φιδογυριστούς δρόμους της Ριβιέρας. Βίλες που κρύβουν στα χρηματοκιβώτιά τους πολιτικά μυστικά. Υπέροχα γεύματα σε ηλιόλουστες βεράντες στο Αμάλφι. Δολοφονίες, κλοπές, ίντριγκες σε διεθνείς σκακιστικούς αγώνες, ο εμφύλιος της Ισπανίας κι ένας υπόγειος πόλεμος μεταξύ των μυστικών υπηρεσιών λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το μυθιστόρημα Το τανγκό της παλιάς φρουράς του Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε (μτφρ. Τιτίνα Σπερελάκη, εκδ. Πατάκης) τα έχει όλα. Τόσο πολύ που αισθάνεσαι ότι ο συγγραφέας ζωγραφίζει έναν πίνακα ή σκηνοθετεί μια ταινία με καταπληκτικά σκηνικά και κοστούμια. Στην αρχή ενθουσιάστηκα. Στη συνέχεια όμως άρχισα να νιώθω ελαφρώς άβολα. Διαβάζοντας, τουλάχιστον μέχρι τη μέση του βιβλίου, είχα όλο και πιο έντονα την αίσθηση ότι κάτι έλειπε. Σαν ένα gourmet πιάτο άψογα μαγειρεμένο, με τα σωστά υλικά, σερβιρισμένο σε ένα τραπέζι που ακολουθεί τους κανόνες της art de la table, ένα πιάτο που θα χορτάσει το βλέμμα σου, αλλά που θα ξεχάσεις τη γεύση του αμέσως μετά την τελευταία μπουκιά.

Το μυθιστόρημα ξεκινά το 1928 σε ένα υπερωκεάνιο που μόλις έχει αφήσει πίσω του τις ακτές της Ισπανίας και κατευθύνεται στην Αργεντινή. Σε αυτό επιβαίνει ένα ευκατάστατο, αριστοκρατικό ζευγάρι, ο συνθέτης Αρμάντο ντε Τροέγε και η πολύ κομψή Μέτσα-Ινθούνθα (τόσο όμορφη και πορσελάνινη όπως η Γκρέις Κέλι στην ταινία του Χίτσκοκ To Catch a Thief). Το πρώτο κιόλας βράδυ, αμέσως μετά το δείπνο, το ζευγάρι μπαίνει στο στόχαστρο ενός νεαρού, του Μαξ Κόστα, ο οποίος εργάζεται στο πλοίο ως κοσμικός χορευτής, συνοδεύοντας δηλαδή στην πίστα μοναχικές κυρίες και γυναίκες που ο συνοδός τους δεν χορεύει ποτέ. Όταν φτάνουν στην Αργεντινή, ο χορευτής αναλαμβάνει να ξεναγήσει τον Ντε Τροέγε και τη γυναίκα του στις πιο κακόφημες γειτονιές της πατρίδας του και εκεί σε μία παράγκα, όπου νταβατζήδες και πόρνες χορεύουν το αυθεντικό τανγκό της παλιάς φρουράς, μέσα στον καπνό των πούρων και τη μυρωδιά του φθηνού αλκοόλ, γεννιέται μεταξύ τους ένα ερωτικό τρίγωνο. Η ιστορία των ηρώων εκτυλίσσεται σε τρεις διαφορετικούς χρόνους: Στο Μπουένος Άιρες, στη Νίκαια λίγα χρόνια αργότερα και στο Αμάλφι μετά τον πόλεμο.

Για να είμαι ειλικρινής, στη μέση εγκατέλειψα το βιβλίο και άρχισα το Μόνος στο Βερολίνο του Χανς Φάλαντα. Μετά από καιρό, έχοντας διαβάσει και άλλα βιβλία, αποφάσισα να επιστρέψω στον Πέρεθ-Ρεβέρτε για να διαπιστώσω αν τον είχα αδικήσει. Η αίσθηση ότι είχα στα χέρια μου ένα μυθιστόρημα καλογραμμένο, ατμοσφαιρικό -μα ίσως περισσότερο από όσο θα έπρεπε στυλιζαρισμένο-, αλλά εντελώς «άψυχο», ήταν ίδια. Αυτό που είχε αλλάξει πλέον ήταν ο ρυθμός αφήγησης. Η πλοκή είχε γίνει πιο γρήγορη, οι εξελίξεις περισσότερες και πιο ενδιαφέρουσες από αυτές ενός παράνομου love story. Μυστικοί πράκτορες, πρωταθλητές σε αγώνες σκάκι, αριστοκράτες που έπαιζαν άγρια παιχνίδια με τον φασισμό, εμπλέκονται στην ιστορία και κάνουν το δεύτερο μισό του βιβλίου πιο spicy. Έτσι, χαλάρωσα και ακολούθησα τους ήρωες μέχρι τέλους, χωρίς να βαρυγκωμώ, χωρίς να φλερτάρω κρυφά με άλλα βιβλία και τελικά σχεδόν το μυθιστόρημα μου άρεσε. Σχεδόν.  



Σας έχει τύχει ποτέ να αντιπαθήσετε τον ήρωα/ίδα ενός βιβλίου; Η Ειρήνη του Πολ Μοράν στο μυθιστόρημα Λιούις και Ειρήνη (εκδ. Καλέντη, μτφρ. Βάσω Νικολοπούλου, Νίκη Καρακίτσου-Dougé) μπαίνει σε καλή θέση στη δική μου... αντι-λίστα.

Είναι ένα πολύ όμορφο κορίτσι, δυστυχώς όμως, με χίλιες δυο αγκυλώσεις, εντελώς δυσλειτουργικό. Ένας άνθρωπος συντηρητικός, βαθιά συμπλεγματικός, που, λίγο ικανοποιημένος να είσαι από τη ζωή σου, κάνεις το σταυρό σου να μην τύχει στο δρόμο σου. Μεγαλωμένη σε ένα αυστηρό περιβάλλον, κόρη μιας ελληνικής καταγωγής οικογένειας Τραπεζιτών από την Τεργέστη, ζει σαν ταριχευμένη και μουμιοποιημένη, δεμένη με χίλιες δυο συμβάσεις που δεν σπάνε ούτε όταν συναντά το μεγάλο έρωτα.

Ο Λιούις, από την άλλη, είναι ένας μπον βιβέρ που εργάζεται στο χρηματιστήριο και απολαμβάνει δίχως περιττές ενοχές τη ζωή του. Διατηρεί ένα κομψό διαμέρισμα στο Παρίσι, κινείται με άνεση στα κοσμικά σαλόνια της εποχής και κάνει σημαία του το τρίπτυχο ευτυχίας ενός περιζήτητου εργένη: ησυχία-ερωτική πολυφωνία-ελευθερία. Σε ένα μικρό κόκκινο καρνέ (πόσο Twenties!) σημειώνει πληροφορίες για όλες τις γυναίκες που κατέκτησε. Όλα αυτά μέχρι που συναντά στη Σικελία, όπου έχει πάει για να αγοράσει ένα ορυχείο, την Ειρήνη, κληρονόμο της Τράπεζας Αποστολάτου. Η εντυπωσιακή γυναίκα με τα στιλπνά μαύρα μαλλιά (η περιγραφή της μου φέρνει στο νου την Ειρήνη Παππά), βάζοντας χίλια δυο εμπόδια στα σχέδια του Λιούις, τον πείθει να εξαγοράσει το ορυχείο του. Εκείνος, επιστρέφοντας στο Παρίσι, την ερωτεύεται με πάθος και τη διεκδικεί.

Η ιστορία του σύντομου μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στη δεκαετία του 1920. Οι περιγραφές του Μοράν είναι όπως σε όλα του τα βιβλία υπέρκομψες. Σκιαγραφούν μια γενιά που παραδίδεται στις απολαύσεις μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου. Οι γυναίκες απαλλαγμένες από τους αυστηρούς κορσέδες της παλιάς εποχής, διεκδικούν το δικαίωμα μιας ελεύθερης ζωής. Ερωτεύονται, μεθούν, επαναστατούν, χορεύοντας τζαζ σε φωταγωγημένους κήπους και σάλες σαν αυτές που περιγράφει στα βιβλία του και ο Σκοτ Φιτζέραλντ. Η Ειρήνη δεν είναι μία από αυτές. Ενώ επαγγελματικά έχει διεκδικήσει το δικαίωμα να έχει τη δική της επιτυχημένη καριέρα (σπάνιο για εκείνη την εποχή), προσωπικά αδυνατεί να κάνει ένα βήμα μακριά από αυτό που έχει γαλουχηθεί να είναι: μια γυναίκα που δεν πρέπει να έχει μερίδιο στην απόλαυση. Η βαθιά συντηρητική οικογένειά της τηρεί με αυστηρότητα δεσμοφύλακα όλες τις παραδόσεις μιας Ελλάδας, η οποία δεν διαφέρει πολύ από το Ιράν του Χομεϊνί: Μαυροντυμένες γυναίκες χωρίς δικαιώματα, κακοποιημένες είτε από αυταρχικούς συζύγους είτε -το χειρότερο- από μητέρες, θείες, γιαγιάδες, γεροντοκόρες ξαδέρφες που γίνονται η μια για την άλλη ο χειρότερος δήμιος. Η περιγραφή του πατριάρχη της οικογένειας Αποστολάτου είναι ενδεικτική: «Δεν είχε καμιά επιείκεια για τη νεολαία, θεωρούσε κατακριτέο οτιδήποτε ήταν εύκολο και ευχάριστο, επέκρινε τις κόρες του που ξεχνούσαν τα γενέθλιά του, που πίστευαν ότι ήταν ισότιμες, που είχαν το μυαλό τους μόνο στη διασκέδαση, μολονότι και οι δυο τους είχαν ξεπεράσει τα σαράντα και είχαν ζήσει σαν καλόγριες. Τους καταλόγιζε, επιπλέον, ότι είχαν μείνει γεροντοκόρες, μολονότι ο ίδιος είχε κάνει το παν για να τις εμποδίσει να παντρευτούν. Εκείνες τον περιέβαλλαν με φόβο, σεβασμό, θαυμασμό. Είχε κάποτε μια σύζυγο που πέθανε επειδή την κακοποιούσε και της φερόταν βάναυσα. Όταν ήταν υποχρεωμένος να την αφήνει μόνη για να πηγαίνει στην Τράπεζα, δέσμιος της ανατολίτικης ζήλιας του, έλυνε τα μαλλιά της δυστυχισμένης γυναίκας και τα' πιανε ανάμεσα σε δυο συρτάρια ενός κομό, που μετά τα κλείδωνε».

Ο Πολ Μοράν (1888-1976), κοσμοπολίτης ο ίδιος, περιγράφει σε κάθε μυθιστόρημά του λίγο πολύ όσα έζησε. Γι΄ αυτό τα βιβλία του θεωρούνται δικαίως αυθεντικές τοιχογραφίες μιας ολόκληρης εποχής. Είχε την τύχη να ταξιδεύει διαρκώς ως διπλωμάτης, να γνωρίζει κόσμο, να μοιράζει το χρόνο του μεταξύ Παρισιού, Λονδίνου, Βενετίας. Φίλος του Μαρσέλ Προυστ, του Ζαν Κοκτό και της Κοκό Σανέλ (της οποίας έγραψε τη βιογραφία: Η αύρα της Σανέλ, εκδ. Άγρα), παντρεύτηκε την Ελληνορουμάνα πριγκίπισσα Ελένη Σούτσου. Η συνεργασία του με την κυβέρνηση του Βισύ, στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, τραυμάτισε την εικόνα του και ακόμα και σήμερα αποτελεί ένα αγκάθι στην υστεροφημία του.  


«Φανταστείτε ένα παιδί κακομαθημένο και απαιτητικό, που πιστεύει ότι πάντα πρέπει να γίνεται το δικό του, αξιώνει απόλυτη ελευθερία και δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Και στη συνέχεια, φανταστείτε το ίδιο παιδί να τηλεφωνεί στις τρεις το πρωί στη μαμά του να έρθει να το πάρει με το αυτοκίνητο από εκεί που γλεντούσε με την παρέα του, επειδή δεν του έχουν μείνει λεφτά για ταξί».

Έτσι ακριβώς περιγράφει, στην εισαγωγή του βιβλίου του «Σκέψεις για την πολιτική σήμερα» (εκδ. Πόλις), ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Γιώργος Γιαννουλόπουλος τον Tom McKillop: Τον πρόεδρο της Royal Bank of Scotland, μιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, ο οποίος τρεις εβδομάδες μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers τηλεφώνησε στον Βρετανό υπουργό οικονομικών και ζήτησε κρατική βοήθεια. Ένας νεοφιλελεύθερος που οραματίζεται έναν κόσμο όπου το κράτος δεν θα επεμβαίνει στις συναλλαγές της αγοράς, όταν τα βρίσκει σκούρα σηκώνει το τηλέφωνο και απαιτεί από την κρατική μηχανή να τον προστατέψει. «Αιμορραγούμε. Τι σκοπεύετε να κάνετε;».

Δεν θα είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε την αντίφαση. Και στα δικά μας, συγγραφείς γνωστοί για το νεοφιλελεύθερο κυνισμό τους, συχνά προκλητικοί στα social media, σήκωσαν παντιέρα για να προστατέψουν (δικαίως) την Ενιαία Τιμή από μια νεοφιλελεύθερη πολιτική που αντιμετωπίζει το βιβλίο σαν ένα οποιοδήποτε προϊόν στο ράφι του σούπερ μάρκετ. Οι ίδιοι άνθρωποι συχνά τα έβαζαν με άλλες κοινωνικές ομάδες, κλάδους, συνδικάτα, όταν κι εκείνοι αντιδρούσαν σε μια αντίστοιχη πολιτική «απελευθέρωσης» του δικού τους αντικειμένου. Προφανώς, η αγορά του βιβλίου δεν είναι το ίδιο πράγμα με αυτή της αγοράς του ταξί, ωστόσο εδώ δεν κρίνεται αυτό, αλλά η στάση των -νεοφιλελεύθερης αντίληψης- συγγραφέων που όπως ο τραπεζίτης Tom McKillop σπεύδουν στο «κακό» κράτος για να τους σώσει όταν η φωτιά να φτάσει και στη δική τους πόρτα.

Το μικρό -μόλις 107 σελίδων- αλλά περιεκτικό βιβλίο του κ. Γιαννουλόπουλου ερμηνεύει με μεγάλη ψυχραιμία και διαύγεια την πολιτική του σήμερα και φωτίζει τα δύο βασικά μέτωπα που κυριαρχούν στη μεταμνημονιακή Ελλάδα. Από τη μια έχουμε τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι ο κρατισμός πρέπει να χτυπηθεί στη ρίζα του για να μπορέσει η χώρα να εκσυγχρονιστεί και να γίνει ανταγωνιστική (με τις γνωστές σε όλους μας συνέπειες: υψηλή ανεργία, απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, αλλά και διάλυση του κοινωνικού κράτους: κατάρρευση του εθνικού συστήματος υγείας, άγρια φτωχοποιήση των συνταξιούχων, απαξίωση της δημόσιας παιδείας κ.ά). Από την άλλη έχουμε την Αριστερά (ο συγγραφέας μιλά κυρίως για τον ΣΥΡΙΖΑ) η οποία καλεί τον λαό σε αντίσταση, απορρίπτοντας κάθε μα κάθε απόπειρα εξυγίανσης δημόσιων φορέων, ακόμα και εκείνων που ολοφάνερα έχουν δημιουργηθεί για να καλύψουν τις ανάγκες του πελατειακού κράτους των κομμάτων εξουσίας.

Διαβάζοντας το βιβλίο, αναρωτιέσαι: Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ένα κόμμα που δεν έχει κυβερνήσει ποτέ και υποθέτω δεν έχει καμία ευθύνη για τη διόγκωση του πελατειακού κράτους, το προστατεύει με τόση οργή; Προφανώς γιατί ένα μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ είναι οι απογοητευμένοι του ΠΑΣΟΚ που αναζήτησαν προστασία στην Αριστερά όταν το κόμμα τους υπέκυψε στη νεοφιλελεύθερη συνταγή της τρόικας. Ο κ. Γιαννουλόπουλος εξηγεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καταφεύγει στο λαϊκισμό με τον οποίο ο Ανδρέας Παπανδρέου οδηγήθηκε στην εξουσία: «Έχει ειπωθεί συχνά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η νέα εκδοχή ή το κακέκτυπο του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Τέτοιου είδους παραλληλισμοί αποδεικνύονται κατά κανόνα παρακινδυνευμένοι, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν βάση. Και δεν εννοώ την τάση του Αλέξη Τσίπρα να ανακυκλώνει τη φρασεολογία του Ανδρέα Παπανδρέου ή να μιμείται το ύφος του. Οι ομοιότητες με το ΠΑΣΟΚ πρέπει να αναζητηθούν στον τρόπο με τον οποίο ορισμένες έννοιες, έχοντας αποκτήσει θετικό πρόσημο, χάνουν το συγκεκριμένο πολιτικό τους περιεχόμενο και γίνονται αφηρημένες, για να λειτουργήσουν πολυσυλλετικά. (Το αντιστρόφως ανάλογο συμβαίνει όταν το πρόσημο είναι αρνητικό). Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο όρος “μη προνομιούχοι”, που ο Ανδρέας Παπανδρέου τον χρησιμοποιούσε συστηματικά, αλλά αποφεύγοντας ταυτόχρονα να δώσει έναν σαφή ορισμό του. Έτσι άρχισε ο κατήφορος: ο καθένας μπορούσε να αυτοανακηρυχθεί μη προνομιούχος, και στη συνέχεια να ρημάζει το Δημόσιο έχοντας ήσυχη τη συνείδησή του, επειδή η χαριστική μεταχείριση που απολάμβανε συνιστούσε αποκατάσταση μιας αδικίας. Κάτι ανάλογο κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν μιλάει για “αντίσταση” και “αδικημένους”. Όχι πως δεν υπάρχουν αδικημένοι, και η αντίσταση στον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι εκ των ουκ άνευ για κάθε αριστερό· αλλά γιατί αυτή η σκόπιμα θολή ορολογία, εκτός του ότι λειτουργεί ως άλλοθι για να μη διορθωθούν κάποιες εξόφθαλμες παθογένειες με το σκεπτικό ότι το ζητάει η τρόικα, ανοίγει τις πύλες τού υπό την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ αντιμνημονιακού στρατοπέδου σε κάθε καρυδιάς καρύδι, ακόμα κι εκείνους που έσπρωξαν τη χώρα στη χρεοκοπία. Με ένα τόσο απλό, πλην όμως αποτελεσματικό τέχνασμα, ευελπιστούν στον ΣΥΡΙΖΑ ότι θα επιτευχθεί ο απώτερος σκοπός: να εγκατασταθεί ο Αλέξης Τσίπρας στο Μαξίμου».

Κατά τον συγγραφέα, όπως οι νεοφιλελεύθεροι προκειμένου να κανιβαλίσουν την κρατική μηχανή δεν κάνουν καμία διάκριση μεταξύ πελατειακού και κοινωνικού κράτους, έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μία πάγια άρνηση να χαράξει μια σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ΄αυτά τα δύο. Όπως επισημαίνει ο κ. Δημοσθένης Κούρτοβικ στη στήλη του στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ: «Αποφεύγοντας να διαχωρίσει με σαφήνεια και έμφαση το κοινωνικό από το πελατειακό κράτος, ο ΣΥΡΙΖΑ ενισχύει το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα για την εγγενή ταύτιση των δύο. Χαρίζει πόντους στη νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα με την αντίστασή του σε οποιαδήποτε προσπάθεια εξορθολογισμού του κράτους, ακόμη και όπου είναι εξόφθαλμα αναγκαίος, καταγγέλοντάς την ως νεοφιλελεύθερη και ενταγμένη σε ένα ευρύτερο σχέδιο ιδιωτικοποίησης των φορέων και λειτουργιών του Δημοσίου».

Η Αριστερά, σε κρίσιμες περιόδους όπως αυτή, οφείλει άμεσα να κάνει την αυτοκριτική της και να εγκαταλείψει το ανάχωμα του λαϊκισμού πίσω από το οποίο έχει ταμπουρωθεί, να επιστρέψει στον ορθό πολιτικό λόγο (τον οποίο έχει επιτρέψει να καπηλεύονται οι πολιτικοί της αντίπαλοι) και να ερμηνεύσει αντικειμενικά τις αληθινές ανάγκες εξυγίανσης, όπου και όταν αυτές υπάρχουν. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να μην χαρακτηρίζεται δύναμη αναχρονισμού. Ο ρόλος της Αριστεράς δεν είναι να γίνει ασπίδα προστασίας για τα ορφανά του πελατειακού κράτους, αλλά να εγκαθιδρύσει ξανά το κοινωνικό κράτος και να αποκαταστήσει τις αδικίες που έχει επιφέρει η μνημονιακή πολιτική.