«Μου φαίνεται πως θα
νιώθω πάντα καλά στο μέρος όπου δεν
είμαι. Ή χωρίς περιστροφές: Εκεί που δεν
είμαι, είναι το μέρος όπου είμαι ο εαυτός
μου».
Σας έχει τύχει να
ταυτιστείτε με έναν ήρωα τόσο και να
τον αφήσετε να σας παρασύρει σε πράγματα
που εσείς μάλλον δεν θα κάνατε ποτέ;
Κάπως έτσι την πάτησα εγώ με τον Κουίν
του Πολ Όστερ. Ξεκίνησα να διαβάζω όλο
ανυπομονησία τη Γυάλινη Πόλη (εκδ.
Ζαχαρόπουλος), το πρώτο μικρό σε έκταση
μυθιστόρημα (178 σελίδων) από την Τριλογία
της Νέας Υόρκης, και από τις πρώτες
λέξεις, ακολουθούσα άφωνος τις διαδρομές
του ήρωα μέσα στους δαιδάλους αυτής της
ποιητικής μεγαλούπολης.
Το βιβλίο ξεκινά με ένα
λάθος τηλεφώνημα που δεν εξελίσσεται
όπως θα 'πρεπε και ο ήρωας, ο Κουίν,
βρίσκεται μπλεγμένος σε μια παρανοϊκή
ιστορία από αυτές που λες δεν συμβαίνουν
ποτέ. Δεν ξέρω γιατί ταυτίστηκα από την
αρχή με αυτόν τον μοναχικό συγγραφέα
που αναλαμβάνει από περιέργεια χρέη
ντετέκτιβ για λογαριασμό ενός πλούσιου
ζευγαριού στο Μανχάταν. Μπορεί για δύο
λόγους. Αφενός ο Κουίν -πάνω κάτω- ένιωσα
ότι μου μοιάζει: Ζει μόνος σε ένα μικρό
σπίτι γεμάτο βιβλία, γράφοντας με το
ψευδώνυμο Γουίλιαμ Γουίλσον αστυνομικές
ιστορίες με το κιλό, ενώ κανείς γύρω του
δεν ξέρει ποιος πραγματικά είναι. Δεν
απολαμβάνει -ενώ θα μπορούσε εύκολα-
μια κοινωνική ζωή, δεν πάει σε πάρτι,
λογοτεχνικές βραδιές, δεν φωτογραφίζεται,
δεν εμφανίζεται δημόσια... Δεν
εκμεταλλεύεται τα προνόμια ούτε του
ονόματός του, αλλά ούτε της περσόνας
που έχει δημιουργήσει. Αντιθέτως, προτιμά
να κάνει μόνος μεγάλες βόλτες στην πόλη,
να πηγαίνει σινεμά και στην όπερα, να
διαβάζει πολλά βιβλία, να κοιτάζει με
τις ώρες έναν πίνακα σε κάποιο μουσείο
ή γκαλερί, να περπατά, ακόμα και με βροχή,
κρύο ή χαλάζι, να περπατά άσκοπα, όπου
τον πάνε τα βήματά του...
Αφετέρου, ταυτίστηκα
με τον τύπο, γιατί πάντα ονειρευόμουν
να μπλέξω σε μια σουρεαλιστική περιπέτεια
αντίστοιχη με τη δική του: Έναν λαβύρινθο
γεμάτο συμβολισμούς, φιλοσοφικούς
γρίφους και ποιητικούς ανθρώπους που
δεν ξέρεις αν υπάρχουν στ' αλήθεια ή
ξεπήδησαν από τις σελίδες των βιβλίων
του Μπόρχες.
Η ιστορία είναι στη
βάση της απλή: «Όλα αρχίζουν με ένα λάθος
νούμερο». Όταν χτύπησε το τηλέφωνο ο
Κουίν «ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του
και κάπνιζε ακούγοντας τη βροχή πάνω
στο τζάμι. Στο μαξιλάρι δίπλα του, ήταν
ακουμπισμένο ανάποδα και ανοιγμένο, το
βιβλίο “Τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο”».
Η φωνή ενός άντρα στην άλλη άκρη της
γραμμής ζητούσε απεγνωσμένα λίγο ή
πολύ, από κάποιον ιδιωτικό ερευνητή με
το όνομα Πολ Όστερ, να τον σώσει. Στο
δεύτερο τηλεφώνημα ο Κουίν αποφασίζει
να υποδυθεί τον Πολ Όστερ και να συναντηθεί
με τον άνθρωπο που του ζητάει βοήθεια.
Την επόμενη μέρα πηγαίνει στο ραντεβού,
σε ένα πολυτελές διαμέρισμα κάπου στο
Μανχάταν, όπου συναντά έναν παράξενο
νεαρό κληρονόμο που ονομάζεται Πίτερ
Στίλμαν και τη σύζυγό του. Ο Στίλμαν
μιλώντας αλλόκοτα, βγάζοντας άναρθρες
κραυγές ανάμεσα στις λέξεις, ισχυρίζεται
ότι γνωρίζει τη γλώσσα του Θεού. Ο
πατέρας του, ο οποίος ονομάζεται επίσης
Πίτερ Στίλμαν, τον είχε κλειδώσει από
μωρό σε ένα σκοτεινό δωμάτιο στο οποίο
δεν ερχόταν σε επαφή με κανέναν άλλον
εκτός από τον ίδιο. Μετά το θάνατο της
γυναίκας του αποφάσισε να χρησιμοποιήσει
το μωρό σε ένα φιλοσοφικό πείραμα: «Ήθελε
να μάθει αν ο Θεός είχε μια δική του
γλώσσα. Μη με ρωτάτε τι σημαίνει αυτό.
Σας το λέω μόνο γιατί ξέρω τα λόγια. Ο
πατέρας σκέφτηκε πως ένα μωρό, ενδεχομένως,
θα τη μιλούσε, αν δεν έβλεπε άλλους
ανθρώπους». Μια φωτιά στο κτίριο ευτυχώς
αποκάλυψε το πείραμα του Στίλμαν και ο
παρανοϊκός πατέρας οδηγήθηκε στη φυλακή,
ενώ το παιδί σε ίδρυμα. Όταν ενηλικιώθηκε,
μαζί με το όνομά του, κληρονόμησε και
όλη την περιουσία του πατέρα του. Τώρα
που ο δεύτερος, γέρος πια έβγαινε από
τη φυλακή, ο νεαρός Στίλμαν φοβόταν ότι
θα επέστρεφε για να τον σκοτώσει. Δουλειά
λοιπόν του Πολ Όστερ ήταν να τον
προστατεύσει και να ακολουθεί τον
πατέρα. Γρήγορα ο Κουίν που αφελώς
αποφάσισε να υποδυθεί τον ντετέκτιβ
μπλέκεται σε μια περιπέτεια όπου κάθε
βήμα κρύβει έναν μήνυμα και κάθε κίνηση
επιδέχεται πολλές ερμηνείες.
Πρόκειται για το πιο
παράξενο αστυνομικό μυθιστόρημα που
έχω διαβάσει ποτέ. Με πρόφαση έναν
αστυνομικό γρίφο ο συγγραφέας στήνει
ένα υπέροχο φιλοσοφικό παιχνίδι. Νομίζω
είναι από τα βιβλία στα οποία θα επιστρέφω
συχνά, αφού ερωτεύθηκα τον Πολ Όστερ
από την πρώτη σελίδα.
Υ.Γ. Δυο φράσεις του
βιβλίου, αντί για υστερόγραφο: «Συχνά
σκέφτομαι πως τελικά θα μεγαλώσω και
θα υπάρξω πραγματικά» (...) «Γιατί όλοι
οι άνθρωποι είναι, τρόπον τινά, αβγά.
Υπάρχουμε, αλλά δεν έχουμε ακόμα επιτύχει
τη μορφή την οποία προοριζόμαστε να
λάβουμε. Είμαστε σκέτο δυναμικό, ένα
παράδειγμα αυτού που ακόμα δεν έχει
φτάσει. Γιατί ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα
που έχει πέσει -την πτώση αυτή την ξέρουμε
από τη Γένεση».
Φωτό: The Empire State Building, 1943 by Andreas Feininger.
Πολυαγαπημένος Όστερ!
Νομίζω το αγαπημένο μου από όσο Όστερ έχω διαβάσει....
Καλώς ήρθες στο κλαμπ :)
Φέτος διάβασα κι εγώ την τριλογία :)
"Each time he took a walk, he felt as though he were leaving himself behind, and by giving himself up to the movement of the streets, by reducing himself to a seeing eye, he was able to escape the obligation to think, and this, more than anything else, brought him a measure of peace, a salutary emptiness within. The world was outside of him, around him, before him, and the speed with which it kept changing made it impossible for him to dwell on any one thing for very long. Motion was of the essence, the act of putting one foot in front of the other and allowing himself to follow the drift of his own body."
" Έχω ακόμα πολλά να πω. Αλλά νομίζω πως δε θα πω. Όχι. Όχι σήμερα. Το στόμα μου κουράστηκε πια, και νομίζω πως ήρθε ή ώρα να φύγ. Βέβαια δεν έχω καμιά άισθηση του χρόνου. Αλλά δεν έχει σημασία. Για μένα. Ευχαριστώ πολύ"...
Πολύ καλό, απ'την τριλογία, το καλύτερο( για μένα..)
" Στους πιο πετυχημένους περιπάτους είχε κατορθώσει να νιώθει ότι δεν ήταν πουθενά.Και τελικά αυτό ήταν που ζητούσε από τα πράγματα."
Μου άρεσε αρκετά το βιβλίο αυτό, μου θύμισε κάπως τις ταινίες του David Lynch. Υπέροχη, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα.