Διαβάζεις κάτι τούβλα
με 800+ σελίδες και ...τρέχουν σαν το νερό.
Και πιάνεις κάτι μικρά των τριακοσίων
και δεν προχωρούν με τίποτα. Το μυθιστόρημα
Η κούφια βελόνα από τη σειρά Αρσέν Λουπέν
του Μωρίς Λεμπλάν (εκδ. Άγρα) ήταν μια
άσκηση πειθαρχίας. Βαρέθηκα φρικτά.
Τόσο που προτιμούσα να χαζεύω άσκοπα
στο internet, να παίζω με τις πέτρες στην
παραλία ή να διαβάζω στα κρυφά διάφορα
διηγήματα της Αγκάθα Κρίστι.
Στις τελευταίες 80
σελίδες δεν έβλεπα την ώρα να αρχίσω
ένα page-turner (π.χ. ένας Νέσμπο πάντα σώζει
τις καταστάσεις). Όχι πως Η κούφια
βελόνα δεν έχει καλή πλοκή, αντιθέτως,
διαρκώς συμβαίνουν πράγματα, ψιλοανατροπές,
όμως δεν είναι αυτό που λέμε: ένα νουάρ
μυθιστόρημα εποχής που σου κόβει την
ανάσα, όπως οι ατμοσφαιρικές ιστορίες
του Σέρλοκ Χολμς.
Η αθωότητα του Ισίδωρου
Μπωτρελέ σου δίνει στα νεύρα, ο Αρσέν
Λουπέν είναι πιο γραφικός κι από χωριό
της γαλλικής εξοχής, ενώ οι περιγραφές
των «ξεπεσμένων αρχοντικών και πύργων»
που μου έκαναν κλικ στο οπισθόφυλλο δεν
είναι τόσο ωραίες ώστε να σε βάλουν μέσα
στο σκηνικό. Βεβαίως το βιβλίο έχει
«κάτι». Αυτή την ατμόσφαιρα των αστυνομικών
μυθιστορημάτων των αρχών του περασμένου
αιώνα.
Η ιστορία για κάποιον
που θέλει να δοκιμάσει την τύχη του έχει
ως εξής: Ένας διαρρήκτης μποβ βιβέρ και
η ομάδα κακοποιών του μπαίνουν μέσα
στην άγρια νύχτα στον πύργο του κόμη
ντε Ζεβρ. Από εκεί κλέβουν τέσσερις
πίνακες του Ρούμπενς και τους αντικαθιστούν
με πλαστούς. Η ανιψιά του κόμη πυροβολεί
από το παράθυρο του σαλονιού τον Αρσέν
Λουπέν που προσπαθεί να διαφύγει. Λίγο
μετά εκείνη εξαφανίζεται και το πτώμα
της βρίσκεται ύστερα από μέρες σε ένα
ποτάμι. Το κεφάλι της είναι τόσο
παραμορφωμένο που δεν αναγνωρίζεται.
Ο ερασιτέχνης ντετέκτιβ Ισίδωρος
Μπωτρελέ, υποδυόμενος τον δημοσιογράφο,
αναλαμβάνει δράση και με τις έρευνές
του αποκαλύπτει ότι τα πράγματα δεν
είναι καθόλου όπως φαίνονται...
Πίσω από την κλοπή των
έργων τέχνης κρύβεται το σχέδιο του
Αρσέν Λουπέν να αποκτήσει το μυστικό
της Κούφιας Βελόνας (για είκοσι αιώνες
περνούσε από χέρι σε χέρι σε αυτοκράτορες
και βασιλείς: από τον Ιούλιο Καίσαρα
μέχρι τον Λουδοβίκο τον 14ο) και όλων
εκείνων των στοιχείων που θα τον βοηθήσουν
να «ξεκλειδώσει» έναν αμύθητο θησαυρό.
Υ.Γ. Με τούτα και μ΄εκείνα
βρέθηκα να διαβάζω το Gone Girl της Τζίλιαν
Φλιν (στα ελληνικά Το κορίτσι που
εξαφανίστηκε, εκδ. Μεταίχμιο). Ήμουν
ανάμεσα στο The Killing (το βιβλίο που βασίστηκε
στη δανέζικη σειρά) και στη Λεοπάρδαλη
του Νέσμπο, όμως τελικά νίκησε η
Αμερικανίδα σεναριογράφος για την οποία
λέγονται και γράφονται πολλά.