Ο Γιόζεφ Κάπλαν είναι
ένας ωραίος ήρωας. Μια ολοκληρωμένη
προσωπικότητα που παλεύει μέσα στη δίνη
του περασμένου αιώνα, με τον μεγάλο
ευρωπαϊκό εμφύλιο και τις μεταπολεμικές
του συνέπειες στην ανατολική Ευρώπη: Η
τσακισμένη Πράγα, το πραξικόπημα των
κομμουνιστών, το ανελεύθερο καθεστώς
και η ομηρία των πολιτών από έναν
πατερούλη που σου «κόβει το χέρι» για
το καλό σου. Είναι τόσο ωραίος ο Γιόζεφ
Κάπλαν που κάνει τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα
να δείχνει ισχνός στο πλάι του. Κι αυτή
είναι κατά τη γνώμη μου η αδυναμία του
κατά τ΄άλλα απολαυστικού και χορταστικού
μυθιστορήματος του Ζαν-Μισέλ Γκενασιά
«Η ζωή που ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ.»
(μτφρ. Ανδρέας Παππάς, Βάνα Χατζάκη, εκδ.
Πόλις). Το βιβλίο είναι πολύ δυνατό μέχρι
τη στιγμή που ο αφηγητής στρέφει την
οπτική του από τον γιατρό Γιόζεφ Κάπλαν
στον ασθενή του Τσε και η αφήγηση
επικεντρώνεται στο ακατέργαστο ρομάντζο
του με την κόρη του Γιόζεφ, την Έλενα.
Διαβάζοντας το τελευταίο μέρος του
μυθιστορήματος αισθάνθηκα ότι ξεκίνησα
ένα άλλο βιβλίο, άνισο με τα δύο πρώτα
μέρη, όπου ο αναγνώστης παρακολουθεί
τη διαδρομή του βασικού ήρωα, ενός νεαρού
γιατρού, από την Πράγα των αρχών του
περασμένου αιώνα στο Παρίσι και από
εκεί στο Αλγέρι του μεσοπολέμου, όπου
καταφεύγει ως βιολόγος στο παράρτημα
του Ινστιτούτου Παστέρ για να αναζητήσει
την τύχη του.
Το Αλγέρι, αυτό το μαγικό
μέρος που τόσο αγαπήσαμε από τον Καμύ
και μετά από τον Μωρίς Αττιά -το ωραιότερο
νουάρ που έχω διαβάσει-, σκιαγραφείται
με μεγάλη ακρίβεια από τον Γκενασιά. Το
Μπαμπ-Ελ-Ουέντ, τα αλγερινά φαγητά στην
ταβέρνα του Παντοβανί, τα πολυτελή
εστιατόρια με τις αψίδες και τους
κρυστάλλινους πολυελαίους, οι χοροί σε
ξύλινες εξέδρες πάνω από τη θάλασσα, τα
ταγκό, μια σιτροέν που τρέχει ξέφρενα
στους φιδογυριστούς στενούς δρόμους,
τα μεθυσμένα αγγίγματα, τα τσιγάρα της
συνενοχής μεταξύ δυο φίλων σε ασβεστωμένες
ταράτσες κάτω από τα άστρα, η άμμος, η
σκιά των δέντρων, ο έρωτας και η ανεμελιά
του τελευταίου καλοκαιριού πριν τη
φρίκη του πόλεμου.
«Αν υπήρξε ποτέ Παράδεισος
θα πρέπει να βρισκόταν σ΄αυτή τη μαγευτική
ακτή, όπου πάνω από μια κατάλευκη παραλία
και μέχρις εκεί όπου έφτανε το βλέμμα,
απλωνόταν ένα δάσος από πεύκα-ομπρέλες,
διακριτικούς φύλακες γερμένους προς
την ακτή, καθώς και συστάδες φοινικόδεντρων·
μια θάλασσα που θύμιζε οπάλι, κι αυτή η
μεταξένια σιωπή, αυτός ο άνεμος, ανάλαφρος
σαν κασμίρι, κάπου ανάμεσα στο Σίντι
Φερούχ και τη Ζεράλντα, τόσο κοντά αλλά
και τόσο μακριά από το Αλγέρι. Εκεί
ένιωθε κανείς ότι βρίσκεται στις απαρχές
του κόσμου, μόνος πάνω στη γη. Εκείνη
την τόσο ευτυχισμένη Κυριακή, στα τέλη
Αυγούστου 1939, η Κριστίν διάβαζε το κύριο
άρθρο μιας εφημερίδας, η Νελλύ μαύριζε
στον ήλιο, και ο Μωρίς με τον Γιόζεφ
επέπλεαν ανάσκελα στο νερό».
Το πιο δυνατό κομμάτι
του βιβλίου είναι η αυτοεξορία του
Εβραίου γιατρού στην ερημική και άγρια
ενδοχώρα του Αλγερίου, όπου ζει για
καιρό σε ένα λασπωμένο καλύβι για να
μελετά επιστημονικά ως απεσταλμένος
του Ινστιτούτου Παστέρ τα έντομα ενός
βάλτου. Το Ινστιτούτο τον φυγαδεύει
εκεί για να τον σώσει από τη ναζιστική
επέλαση. Οι περιγραφές του τοπίου
αγγίζουν τα όρια μιας δυστοπίας, ο ήρωας
φτάνει στα όριά του, εισάγεται στην
παράνοια, το μέρος τον στοιχειώνει. Η
απέραντη μοναξιά η οποία είναι άλλοτε
υγρή και πνιγηρή σαν την λάσπη του
βάλτου, κι άλλοτε ανυπόφορα στέρεα λες
και την πιάνεις με το χέρι, σαν ένα
πέτρινο καρβέλι ψωμί που πρέπει να το
κόψεις με το μαχαίρι, είναι μια αλληγορία
για την απέραντη εσωτερική ερημιά που
βίωσαν όσοι Εβραίοι κατάφεραν να
κρυφτούν, να εξαφανιστούν από προσώπου
γης, για να μην τους συνθλίψουν οι ναζί.
Μου θύμισε την ασφυξία την οποία ένιωθε
η ηλικιωμένη Εβραία που έκρυβε ο δικαστής
σε ένα δωμάτιο του σπιτιού του, στο
αριστούργημα του Χανς Φάλαντα «Μόνος στο Βερολίνο», για τη σώσει από τους
καταδότες γείτονες ή την κλειστοφοβία
στο «Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ».
Στο τρίτο μέρος, το πιο
αδύναμο, ο γιατρός έχει επιστρέψει στην
Πράγα μετά τον πόλεμο και κουράρει έναν
ιδιαίτερο ασθενή, τον Ερνέστο Τσε
Γκεβάρα, ο οποίος βαριά άρρωστος βρίσκει
καταφύγιο στην Τσεχοσλοβακία μετά από
μια αποτυχημένη αποστολή του στην
Αφρική. Ο Γκενασιά, θέλοντας να περιγράψει
τη βιαιότητα του κομμουνιστικού
καθεστώτος, χρησιμοποιεί το εύρημα μιας
ερωτικής σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ
του Τσε και της Έλενας, κόρης του Γιόζεφ
Κάπλαν. Ο στόχος εκπληρώνεται, διότι
ένας τόσο καλός αφηγητής όσο ο Γκενασιά,
ακόμα και στα τρωτά του, δεν εγκαταλείπει
τον αναγνώστη. Παρακολουθείς με μεγάλο
ενδιαφέρον την ερωτική ιστορία που έχει
πολιτικές προεκτάσεις, έχει άλλωστε
στιγμές κορύφωσης και δράσης, όχι όμως
χωρίς αμηχανία από τον ολοφάνερα τεχνητό
συναισθηματισμό. Ο Τσε μοιάζει με μια
χοντροκομμένη καρικατούρα χωρίς κανένα
βάθος, η Έλενα είναι άγουρη ως χαρακτήρας,
και φυσικά ο Γιόζεφ Κάπλαν, σώζει την
κατάσταση στο φινάλε.
ΥΓ. Δεν έχω διαβάσει τη
Λέσχη των Αθεράπευτα Αισιόδοξων. Ίσως
το κρατήσω για το ερχόμενο καλοκαίρι,
διότι καλοκαίρι διάβασα και αυτό εδώ.