Ο Μισέλ Ουελμπέκ είναι ηδονοθήρας της μοναξιάς, φετιχιστής της απομόνωσης, απολαμβάνει να κλείνεται στο καβούκι του, αποκομμένος απ' όλα. Αυτάρκης σαν αμοιβάδα. Το ίδιο και οι ήρωές του, πλάσματα μοναχικά, που δεν τρομάζουν από την έλλειψη επικοινωνίας, αλλά αντιθέτως θρέφονται από αυτήν. Πρόσωπα αποστασιοποιημένα από την κοινή λογική, λειτουργούν έξω από τις νόρμες, λες και ένας γυάλινος τοίχος τους διαχωρίζει από τον κόσμο και τους εμποδίζει να έχουν ακόμα και την ψευδαίσθηση μιας μέθεξης. Στέκονται στο πλάι της ζωής, όχι από αδυναμία, αλλά λόγω φύσης. Ίσως γι' αυτό και να είναι δεινοί παρατηρητές της κοινωνίας, γιατί τη βλέπουν από απόσταση. Μπορούν τόσο εύστοχα να αφηγηθούν τη ματαιότητα ενός πολιτισμένου κόσμου που στην ουσία κινείται χωρίς νόημα διαρκώς γύρω από τον άξονά του.
Αυτό ισχύει σε όλα του τα βιβλία: από τη «Δυνατότητα ενός νησιού» όπου ο συγγραφέας στηλίτευσε τη μανία του ανθρώπου να πιστέψει, να ενταχθεί κάπου, μέχρι τα «Στοιχειώδη Σωματίδια» όπου μιλούσε για τα αδιέξοδα του καταναλωτισμού (σε μια εποχή μάλιστα που ο καταναλωτισμός δεν ήταν απλά μονόδρομος, αλλά θρησκεία). Στο νέο του μυθιστόρημα -το οποίο απέσπασε το 2010 το Βραβείο Γκονκούρ, τη σημαντικότερη διάκριση για έναν συγγραφέα στη Γαλλία- «Ο Χάρτης και η Επικράτεια» (εκδ. Εστία, όπως και όλα του τα βιβλία) στοχοποιεί την Τέχνη και τις υπερβολές της. Με τριτοπρόσωπη αφήγηση ο συγγραφέας διηγείται την άνοδο ενός φωτογράφου και μετέπειτα ζωγράφου, του Ζεντ Μαρτέν, στα πιο ψηλά κλιμάκια της μοντέρνας Τέχνης, πλάι στους Ντάμιεν Χερστ και Τζεφ Κουνς.
Το βιβλίο διαβάζεται γρήγορα, το στυλ της γραφής είναι ξεκούραστο ακόμα κι όταν ο συγγραφέας περιγράφει αναλυτικά την τεχνοτροπία του εικαστικού ή τις τεχνικές λεπτομέρειες ενός μηχανήματος ή gadget που αυτός χρησιμοποιεί προκειμένου να αποδώσει καλλιτεχνικά την άποψή του για τον κόσμο. Με την ίδια απάθεια και μηδενιστική προσέγγιση περιγράφονται και οι προσωπικές στιγμές του ήρωα, οι δεσμοί με τις γυναίκες, η σχέση με τον πατέρα του. Ο Ζεντ είναι τόσο παθητικός που σε ένα σημείο μάλιστα του βιβλίου χαρακτηρίζει τον εαυτό του περισσότερο σαν τηλεθεατή, παρά σαν οτιδήποτε άλλο.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μας μιλά για τα πρώτα χρόνια του ήρωα. Εδώ μαθαίνουμε ότι μεγάλωσε μόνο με τον πατέρα του (επιτυχημένο αρχιτέκτονα), αφού η μητέρα του αυτοκτόνησε όταν εκείνος ήταν παιδί. Στη συνέχεια βλέπουμε τη γνωριμία του με την Όλγα, μία γυναίκα που δουλεύει στο Τμήμα Επικοινωνίας της εταιρείας Michelin, η οποία θα του ανοίξει τις πόρτες για να μπει στο χώρο της Τέχνης.
Στο δεύτερο μέρος, με το γνωστό κυνισμό του, ο Γάλλος συγγραφέας καταγράφει τη ματαιοδοξία, την παραφροσύνη και την ιλιγγιώδη υπερτίμηση έργων και καλλιτεχνών από τα κυκλώματα που έχουν μετατρέψει την Τέχνη σε ένα ακόμα λαμπρό πεδίο του μάρκετινγκ και των δημοσίων σχέσεων. Σελίδα σελίδα αποσυναρμολογεί τα εξαρτήματα και τα γρανάζια, φωτίζοντας τη λειτουργία όλου του μηχανισμού προσφοράς και ζήτησης ενός πίνακα, που τις περισσότερες φορές δεν έχει καμία σχέση με την αληθινή καλλιτεχνική αξία του.
Χαρακτηριστική (και απολαυστική) είναι η γνωριμία του Ζεντ Μαρτέν με τον Μισέλ Ουελμπέκ και οι συναντήσεις τους προκειμένου να πείσει ο ζωγράφος τον διάσημο συγγραφέα να γράψει ένα κείμενο για τον κατάλογο της νέας του έκθεσης.
Το τρίτο μέρος, το οποίο παίρνει ...αστυνομική τροπή, αφορά στη δολοφονία του Μισέλ Ουελμπέκ. Ο συγγραφέας σκοτώνει με τις λέξεις τον εαυτό του: ένα εύρημα που εντυπωσιάζει. Όμως από άποψη πλοκής το τρίτο μέρος είναι αδύναμο αν το κρίνεις σαν αστυνομική ιστορία. Αφενός είναι ολοφάνερο εξ' αρχής το κίνητρο του δολοφόνου, αφετέρου οι περιγραφές είναι ελαφρώς φλύαρες. Ο Ουελμπέκ μπορεί να είναι καλός συγγραφέας αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να γράψει αστυνομική λογοτεχνία το ίδιο καλά, για παράδειγμα, με τον Ίαν Ράνκιν.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του βιβλίου είναι η συνεχόμενη αναφορά σε μάρκες προϊόντων.
Ώρες ώρες διαβάζοντας έπαιρνα όρκο ότι ο Ουελμπέκ απλά είχε εισπράξει απίστευτα ποσά από εταιρείες προκειμένου να αναφέρει τα προϊόντα τους μέσα στο βιβλίο. Από την αρχή μέχρι το τέλος οι μάρκες περισσεύουν, βγάζουν μάτι, σχεδόν εξοργίζουν. Και δεν μιλώ απλά για την Michelin που πάνω της σχεδόν βασίζεται όλη η πλοκή στα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου, αλλά και για εκατοντάδες άλλες εταιρείες.
Αν το σκεφτείς όμως πιο καθαρά, λίγο πιο αποστασιοποιημένα, αυτές οι αναφορές από τη στιγμή που ζούμε μέσα σε μία κοινωνία καταναλωτών, όπου το στυλ, η κοινωνική θέση και η οικονομική κατάσταση του καθενός, φωτογραφίζονται μέσα από το τί ψωνίζει, δικαίως γίνονται από τον συγγραφέα προκειμένου να αποδοθεί ολοκληρωμένα το προφίλ της μοντέρνας ζωής που περιγράφει. Υπό αυτή την έννοια, ο Ουελμπέκ τα καταφέρνει και δικαιώνει όσους τον θεωρούν μεγάλο στυλίστα της εποχής μας, έναν δημιουργό που μπορεί με ευκολία να σημειολογήσει ακόμα και τις πιο απλές καθημερινές συνήθειες του σύγχρονου ανθρώπου και τελικά να ειρωνευτεί έτσι την κενότητα του πολιτισμού μας.
Και τελικά το ερώτημα απαντάται?
Νομίζω ότι είναι ξεκάθαρο: είναι φρικτά υπερτιμημένη! Όπως γράφω και πάνω, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο Ουελμπέκ «καταγράφει τη ματαιοδοξία, την παραφροσύνη και την ιλιγγιώδη υπερτίμηση έργων και καλλιτεχνών από τα κυκλώματα που έχουν μετατρέψει την Τέχνη σε ένα ακόμα λαμπρό πεδίο του μάρκετινγκ και των δημοσίων σχέσεων. Σελίδα σελίδα αποσυναρμολογεί τα εξαρτήματα και τα γρανάζια, φωτίζοντας τη λειτουργία όλου του μηχανισμού προσφοράς και ζήτησης ενός πίνακα, που τις περισσότερες φορές δεν έχει καμία σχέση με την αληθινή καλλιτεχνική αξία του».
Ναι, έχεις δίκιο, συγνώμη. Κρίμα όμως δεν είναι? Η τέχνη θα έπρεπε να είναι αλλιώς...
Θα έπρεπε άραγε να είναι αλλιώς; Πώς; όπως λέει ο Ουελμπεκ ο ίδιος αθώα και χαρούμενη; Δεν ξέρω. Είμαι σίγουρη όπως ότι ψύχραιμα και σαρκαστικά αποδομεί όλους τους περί την τέχνη μηχανισμούς και τον ίδιο τον ρομαντικό μύθο περί καλλιτέχνη. Απλό, ωραίο και βλάσφημο.
Αθώα και χαρούμενη δεν θα το έλεγα...πιο ειλικρινής ίσως? Ίσως...Τώρα θα μου πεις (και θα έχεις και δίκιο) η αλήθεια του καθενός διαφέρει..και ακριβώς αυτό είναι το θέμα.