Ίντριγκες, φιλοδοξίες, σεξουαλικά όργια και λογοτεχνία. Ο Κούντερα συναντά τον Πασκάλ Μπρυκνέρ. Το βιβλίο «Δυο αδερφές από την Πράγα» του Ζερομ Γκαρσέν (εκδόσεις Πόλις) είναι μια ενδιαφέρουσα σημειολογία για το πώς μπορεί η τυφλή υπακοή στη φιλοδοξία να σε αποπροσανατολίσει από την αληθινή σου φύση. Ήρωας, ένας άσημος συγγραφέας που προσπαθεί να γράψει τη σύγχρονη εκδοχή της Αρμάνς του Σταντάλ. Ένας ευκολόπιστος άντρας που πέφτει στα δίκτυα μιας αδίστακτης γυναίκας στη γαλλική σόουμπιζ. Η Κλάρα Γκότβαλντ, ιδιοκτήτρια του πιο ισχυρού καλλιτεχνικού πρακτορείου συγγραφέων και ηθοποιών στο Παρίσι, πατρονάρει με μεγάλη ευκολία τους πάντες: ηθοποιοί, σκηνοθέτες, συγγραφείς, εκδότες, δημοσιογράφοι, την υπακούν τυφλά. Παίζουν το παιχνίδι της, ακολουθούν τις συχνά ανορθόδοξες στρατηγικές της, προκειμένου να έχουν επιτυχία. Η Κλάρα, πάντα καλοντυμένη και κομψή, κρατά τις πιο φίνες τσάντες και έχει διαρκώς ένα ψυχρό, υπεροπτικό βλέμμα που κάνει τους υπηκόους της να τρέχουν πίσω της προσπαθώντας απεγνωσμένα να της τραβήξουν το ενδιαφέρον. Σαν αράχνη έχει εξυφάνει τον ιστό της, χτίζοντας πολύ προσεκτικά και μελετημένα μια εικόνα που κρύβει τον αληθινό της εαυτό. Μετανάστρια από την Πράγα, αυτοεξόριστη στο Παρίσι, κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να ανέβει στην κορυφή. Ακόμα και το μυστηριώδες παρελθόν της το έχει ντύσει με ένα μαγικό μανδύα που έκοψε και έραψε στα μέτρα της. Την περιβάλλει «ένα άρωμα περιπέτειας και λογοτεχνικού μυστηρίου. Ο Κάφκα, ο υπαρκτός σοσιαλισμός, η εξορία, ο Χάβελ, ο Κούντερα...».
Ο αφηγητής του βιβλίου, ο μέτριος φελλός που επιπλέει χάρη στην στήριξη ενός φίλου του εκδότη, ξαφνικά βρίσκεται μέσα στο μάτι του κυκλώνα. Ανίσχυρος καθώς είναι, δίχως ουσιαστικές αντιστάσεις, γυρνά την πλάτη σε όσους τον έχουν στηρίξει και θαμπωμένος από τη λάμψη της Κλάρας γίνεται πιόνι της. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν στο Παρίσι καταφθάνει από την Πράγα η αδερφή της πανίσχυρης μάνατζερ, η ευγενική και στυλιστικά ακατέργαστη Χίλντα. Κινούμενη απειλή για την Κλάρα, η Χίλντα σιγά σιγά μεταμορφώνεται και παίρνει θέση δίπλα της στο θρόνο της αδερφής, προκειμένου να μη μιλήσει ποτέ και πουθενά για το παρελθόν. Η Χίλντα διχασμένη, από τη μία συμμαχεί με την Κλάρα μεγαλώνοντας την επιτυχία και την επιρροή του γραφείου και από την άλλη μπλέκει τον φιλόδοξο συγγραφέα σε ένα άρρωστο παιχνίδι. Κρυφά οι δυο τους παρακολουθούν την Κλάρα στην πολυτελή βίλα της στην εξοχή, όπου αποσύρεται με μεγάλη μυστικότητα κάθε σαββατοκύριακο, και ανακαλύπτουν ότι διοργανώνει εκεί σεξουαλικά όργια με call girls από την Ανατολική Ευρώπη και διάσημους ηθοποιούς, συγγραφείς και εικαστικούς που εκπροσωπεί.
«Μπήκαμε προσεκτικά στον κήπο του Ξέφωτου, από το πίσω μέρος: η μικρή σκουριασμένη πόρτα που οδηγούσε σε ένα ακαλλιέργητο χωράφι ήταν ανοιχτή. Το γκαζόν κοντοκουρεμένο. (...) Η ατμόσφαιρα παρέπεμπε στους πίνακες του Μπονάρ, στις νουβέλες του Τσέχωφ και τη γλυκιά θλίψη της ταινίας του Ταβερνιέ "Μια Κυριακή στην εξοχή", όπου οι τελευταίες στιγμές ξενοιασιάς μοιάζουν κλεμμένες από μια ζωή που φτάνει στη δύση της. Η εικόνα της ευτυχίας αλά γαλλικά, χρωματισμένη με μια μονότονη ραθυμία. Στο βάθος στεκόταν βουβό το βαρύ σπίτι πίσω από κλειστά παραθυρόφυλλα. Ένα αρχοντικό, του οποίου η πρόσοψη, από τούβλο και λευκή πέτρα, ήταν καλυμμένη με κισσό, και από το οποίο έρχονταν μια μυρωδιά ψητού αρνιού με σκόρδο, οι ήχοι από τα χάλκινα κάποιας μπάντας που έπαιζε τσιγγάνικη μουσική και αυταρχική φωνή της Κλάρας. (...) Ξαφνικά ακούσαμε τα παραθυρόφυλλα να χτυπούν και τις πόρτες να ανοίγουν. Η Χιλντα με σκούντηξε στον ώμο και μου έδειξε με το δάχτυλο την αδερφή της που άπλωνε στο γρασίδι ένα μεγάλο καρό τραπεζομάντιλο. Τη συνόδευαν κοπέλες που κουβαλούσαν μπαγκέτες, γαβάθες, σαλατιέρες, μπουκάλια με κρασί και μποτίλιες με σαμπάνια. (...) Όταν την ώρα του καφέ η Κλάρα εξαφανίστηκε, ήταν σαν να δόθηκε το σήμα για ένα ευχάριστο διάλειμμα. Ο θίασος διασκορπίστηκε στον κήπο τη ζεστή εκείνη μέρα τούτου του “ινδιάνικου καλοκαιριού”. Οι Μπιτλς τραγουδούσαν το Let it Be. Tα ρούχα άρχισαν να πέφτουν σαν τις μύγες και να καλύπτουν το απαλό χορτάρι. Αν οι ξαναμμένοι αυτοί άντρες, με τις φουσκωμένες φλέβες στο λαιμό, δεν είχαν τόσο γνώριμα πρόσωπα, θα έλεγε κανείς πως επρόκειτο για ριμέικ του Γούντστοκ ή για γύρισμα, σε φυσικό περιβάλλον, κάποιας ταινίας του Μαρκ Ντορσέλ».
Έτσι η Κλάρα κρατά όλη τη σόουμπιζ στο χέρι, αλλά πολύ σύντομα θα μάθει ότι το όπλο με το οποίο απειλεί τους πελάτες της είναι πιο επικίνδυνο για την ίδια και το γραφείο της.
Το μικρό μυθιστόρημα του Ζερόμ Γκαρσέν (διάσημος κριτικός λογοτεχνίας) διαβάζεται εύκολα και με ενδιαφέρον γιατί είναι καλογραμμένο (κι έχει και ωραία μετάφραση από τη Ρένη Παπαδάκη).
Είναι μοντέρνο και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Εκτός από την εύστοχη περιγραφή του «υπόκοσμου» της λογοτεχνίας και της τέχνης, το βιβλίο είναι γεμάτο με υπέροχες εικόνες: βόλτες με ποδήλατο στα δάση, βροχερά βράδια σε αεροδρόμια, διάβασμα σε καλύβες πλάι στη λίμνη, χειμωνιάτικες λιακάδες σε ερημικές παραλίες, κοσμοπολίτικες απολαύσεις στις Κάννες.
«Στα μέσα Μαΐου, έφυγα για το Φεστιβάλ των Καννών. Ήταν ακόμη η εποχή που πήγαινα εκεί για να ξεφύγω. Για δέκα μέρες, το Ραντιό Μπονέρ να είναι καλά, ένιωθα αυτάρκης, εκτός χρόνου και πραγματικότητας, σε ένα παράλληλο κόσμο που αγνοεί τον αληθινό, σε κάποιο πριγκιπάτο που είχε το δικό του νόμισμα -ένα πολύτιμο κράμα ευρώ και δολαρίου- και επέβαλλε το να φέρεις επιδεικτικά πολλαπλά διακριτικά σήματα, ένα μέρος όπου ήταν βολικό να είσαι πολύγλωσσος, νυχτόβιος και, σαν χαμαιλέοντας, να μπορείς να περνάς με ευκολία από τη βερμούδα που αγόρασες στις Νουβέλ Γκαρελί στο σμόκιν που νοίκιασες από το Κορ ντε Σας. Να ξέρεις να εγκαταλείπεις τη βεράντα ενός μεγάρου για το καταπράσινο γκαζόν μιας έπαυλης γαντζωμένης σε κάποιο ύψωμα ή, ακόμη καλύτερα, στη γέφυρα από ξύλο τεκ ενός τρικάταρτου, να τρέχεις και ο χρόνος να μην είναι ποτέ αρκετός, να μισοκοιμάσαι κάτω από τον ήλιο και να πηγαίνεις για ύπνο το ξημέρωμα».