«Όλα όσα είμαι τα έχω
χάσει. Αυτό σημαίνει να είσαι μόνος».
Σ΄αυτή τη φράση που
λέει μονολογώντας στην αρχή του βιβλίου
μια ηλικιωμένη Εβραία, η οποία αναγκάζεται
να ζει σαν ζωντανή νεκρή σε ένα ανήλιαγο
δωμάτιο για να μην οδηγηθεί όπως ο άντρας
της σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης,
συνοψίζεται ολόκληρη η δυναμική του
συγκλονιστικού μυθιστορήματος Μόνος
στο Βερολίνο του Χανς Φάλαντα (εκδ.
Πόλις). Ο Βερολινέζος συγγραφέας
πραγματεύεται -όπως φαίνεται και από
τον τίτλο- τη μοναξιά που νιώθει κάποιος
σε ένα παρανοϊκό, ολοκληρωτικό καθεστώς,
όπως αυτό της ναζιστικής Γερμανίας.
Μόνος ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλους.
Όλοι οι ήρωες αργά ή γρήγορα, ακόμα κι
αν στηρίζουν τη χιτλερική εξουσία ή
αντιδρούν σ΄αυτή, έρχονται αντιμέτωποι
με τη σκληρότητα της ναζιστικής μηχανής.
Ο μέσος Γερμανός δεν είναι τίποτε άλλο
παρά ένα ασήμαντο γρανάζι ενός τερατώδους
κατασκευάσματος. Η ανθρώπινη ζωή
απαξιώνεται καθημερινά στο όνομα του
Φύρερ και όλοι ζουν όχι μόνο υπό το φόβο
των βομβαρδισμών, αφού κατοικούν σε μια
εμπόλεμη ζώνη, αλλά με την απειλή να
πέσουν από στιγμή σε στιγμή σε δυσμένεια
ή να βρεθούν σαν αντιφρονούντες στο
λαϊκό δικαστήριο.
«Δεν είχαν καταλάβει
ακόμα ότι σ΄αυτό τον πόλεμο δεν υπήρχε
πια ιδιωτική ζωή. Δεν μπορούσες να
κλειστείς στον εαυτό σου και να σωθείς.
Κάθε Γερμανός ανήκε στο κοινωνικό σύνολο
και μοιραζόταν το γερμανικό πεπρωμένο
– σαν τις βόμβες, που πλήθαιναν μέρα με
τη μέρα κι έπεφταν αδιακρίτως επί
δικαίους και αδίκους».
Το μυθιστόρημα καταγράφει
με απόλυτο ρεαλισμό την καθημερινότητα
των κατοίκων σε μια συνηθισμένη
πολυκατοικία μιας λαϊκής συνοικίας του
Βερολίνου το 1940. Ο πόλεμος βρίσκεται σε
εξέλιξη. Οι ναζιστές έχουν κατακτήσει
τη Γαλλία και ο Χίτλερ πανίσχυρος
ποδοπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα όχι
μόνο των υπόδουλων λαών, αλλά και των
ίδιων των Γερμανών. Οι πολίτες αναγκάζονται
να εργάζονται σε απάνθρωπους ρυθμούς
για να στηρίξουν την πολεμική μηχανή,
στέλνοντας τα παιδιά τους να πεθάνουν
σε έναν κατακτητικό πόλεμο που αδυνατούν
να κατανοήσουν, κατασκευάζοντας εντέλει
«άπειρα φέρετρα, ένα για κάθε εργάτη,
ένα για κάθε Γερμανό! Είναι ακόμα
ζωντανοί, μέσα τους όμως έχουν ήδη
ετοιμάσει τα φέρετρά τους».
Η πολυκατοικία της οδού
Γιαμπλόνσκι είναι μια μικρογραφία της
χιτλερικής Γερμανίας. Οι διώκτες ζουν
μαζί με τους διωκόμενους, οι φανατικοί
ναζιστές με τους Εβραίους τους οποίους
όταν δεν συλλαμβάνουν, ληστεύουν και
καταδιώκουν, μέχρι να τους εξουθενώσουν
ψυχικά και να τους οδηγήσουν στην τρέλα.
Σε ένα διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου
μένουν οι Κβάνγκελ, ένα ζευγάρι κοντά
στα εξήντα, που στην πρώτη κιόλας σελίδα
πληροφορούνται μέσω μιας επιστολής ότι
ο μοναχογιός τους σκοτώθηκε στο μέτωπο.
Η απόγνωση από την απώλεια του μοναδικού
πλάσματος που έδινε σκοπό στη ζωή τους,
τους οδηγεί στην απόφαση να αντισταθούν
στις θηριωδίες του Χίτλερ. Αποφασίζουν
να μην ακολουθήσουν το δρόμο της βίας,
αλλά να αντισταθούν αφήνοντας σε διάφορα
σημεία της πόλης κάρτες-προκηρύξεις
στις οποίες μιλούν για τα εγκλήματα του
Φύρερ.
Ο καιρός περνά και οι
κάρτες πολλαπλασιάζονται. Όπως γράφει
ο ίδιος ο Φάλαντα στο επίμετρο του
βιβλίου το ζευγάρι καταφέρνει όχι μόνο
να τραβήξει την προσοχή του συστήματος,
αλλά και να το τρομοκρατήσει: «Οι
Κβάνγκελ, δυο ασήμαντοι, μοναχικοί
άνθρωποι στο Βόρειο Βερολίνο, σχεδόν
φτωχοί, χωρίς βοήθεια, χωρίς ιδιαίτερες
ικανότητες, χωρίς υποστήριξη, μια μέρα
του 1940 κηρύσσουν τον πόλεμο ενάντια
στον τερατώδη μηχανισμό του ναζιστικού
κράτους, και ξαφνικά συμβαίνει το
γκροτέσκο: ο ελέφαντας νιώθει να
απειλείται από το ποντίκι! Η εξουσία
επιστρατεύει τον δόλο και τη βία για να
αντιμετωπίσει τον ποντικό, κι ένας
ασύλληπτος μηχανισμός μπαίνει σε
λειτουργία για να συλληφθούν τα δύο
ανθρωπάκια. Ο ελέφαντας τρέμει, σχεδόν
έχει χάσει τον ύπνο του, εκεί έξω είναι
οι εχθροί που παραμονεύουν στο σκοτάδι
και πρέπει να συλληφθούν, πρέπει να
εξολοθρευτούν!».
Πρόκειται για ένα
σπουδαίο βιβλίο γιατί φωτίζει εκ των
έσω κάθε πτυχή της ναζιστικής Γερμανίας
και κυρίως γιατί καταγράφει με χειρουργική
ακρίβεια την παράνοιά της. Είναι
συγκλονιστικός ο τρόπος με τον οποίο
αντιδρούν οι περαστικοί που βρίσκουν
τις κάρτες. Ωμός φόβος, μια βόμβα από
λέξεις που σκάει ξαφνικά μπροστά στα
μάτια τους. Καχυποψία, πανικός, τρόμος
μην τυχόν και βρεθούν μπλεγμένοι.
Αφυπνίζονται; Σε καμία περίπτωση.
Τρομοκρατημένοι όλοι καταγγέλλουν τις
κάρτες, τις παραδίδουν στην αστυνομία
ή οποία με τη σειρά της ειδοποιεί τη
Γκεστάπο. Η αντίδραση των Βερολινέζων
είναι ενδεικτική του κλίματος τρομοκρατίας
μέσα στο οποίο ζουν.
«Λες αυτός να ήταν ο
σκοπός της κάρτας, να σπείρει τον φόβο;
Λες να υπήρχε κάποιο διαβολικό σχέδιο,
να τοποθετείται δηλαδή η κάρτα στους
χώρους εργασίας των υπόπτων, για να
ελέγχουν την αντίδρασή τους; Λες να
βρισκόταν και ο ίδιος εδώ και καιρό υπό
παρακολούθηση, και η κάρτα να αποτελούσε
το μέσο με το οποίο θα διαπίστωναν τη
λάθος αντίδραση του υπόπτου;», λέει
κάποια στιγμή ένας από τους αυτόπτες
μάρτυρες. Ανίσχυροι πολίτες, μέχρι χθες
αδιάφοροι, απολιτικοί, παρτάκηδες,
έγιναν οι ίδιοι το εύφορο έδαφος για να θεριέψει
ο ναζισμός. «Όλους πρέπει να μας ενδιαφέρει
η πολιτική. Αν είχαμε ενδιαφερθεί
εγκαίρως, τώρα δεν θα ζούσαμε έτσι, δεν
θα είχαμε τους ναζιστές να μας
κυβερνούν...».
Υ.Γ. Αν μυθιστορήματα
όπως αυτό διδάσκονταν σωστά σε σχολεία
για σκεπτόμενους ανθρώπους και όχι για
παπαγάλους που αποστηθίζουν τα SOS των
εξετάσεων, ποιο παιδί θα γινόταν
νεοναζιστής; Ποιος θα θεωρούσε ένα νεοναζιστικό μόρφωμα σαν τη Χρυσή
Αυγή λύση; Κανένας δεν θέλει να φτιάχνει
το ίδιο του το φέρετρο. Δυστυχώς,
αργήσαμε... Έχει δίκιο ο Φάλαντα, αν
είχαμε ενδιαφερθεί εγκαίρως, τώρα δεν
θα ζούσαμε έτσι.