Είναι μερικά μυθιστορήματα που θέλεις πολύ να διαβάσεις, φλερτάρεις μαζί τους κάθε φορά που πηγαίνεις στο βιβλιοπωλείο και τελικά κάποια στιγμή υποκύπτεις στη γοητεία τους. Λίγο η φήμη τους, λίγο μια συμπαθητική κριτική, τα λόγια του παπά (στο οπισθόφυλλο), δεν αργεί να γίνει το μοιραίο.

Περνά ο καιρός και το βιβλίο περιμένει τη σειρά του στη στοίβα με τα αδιάβαστα. Παρακολουθείς όσα γράφονται γι΄αυτό στις εφημερίδες και τα blogs και φτιάχνεσαι ακόμα περισσότερο. Όταν έρθει η ώρα όμως και αρχίζεις να το διαβάζεις, ξαφνικά διαπιστώνεις ότι δεν είναι ακριβώς όπως το περίμενες. Σαν να του λείπει κάτι. Αν είσαι λίγο ενοχικός και το βιβλίο έχει καλές συστάσεις, σκέφτεσαι ότι φταις εσύ που δεν πιάνεις το βαθύτερο νόημά του. (Αν είναι κλασικό αριστούργημα, αρχίζεις να σκάβεις λαγούμι για να κρυφτείς). Φυσικά, επιμένεις. Διαβάζεις λίγο ακόμα, δίνοντας σε σένα -όχι στο βιβλίο- μία ευκαιρία.

Είναι η στιγμή που διαβάζεις και ψιλοβαριέσαι. Αρχίζεις να χαζεύεις αριστερά δεξιά. Kάνεις ένα πέρασμα σε όλα τα κοινωνικά δίκτυα και προτιμάς να ανοίξεις link του National Geographic για τις νυφίτσες στα Νησιά του Πάσχα, παρά να διαβάσεις. Μην το ζαλίζεις, παράτα το. Ίσως αυτό το βιβλίο να μη γράφτηκε για σένα. Μπορεί να φταις εσύ, μπορεί ο συγγραφέας, μπορεί και η νυφίτσα που δεν κάθεται ήσυχα σε μια μεριά και σου αποσπά την προσοχή.

Φέτος, ήταν μια καλή χρονιά από αυτή την άποψη. Άφησα στη μέση πέντε μόνο βιβλία. Να ποια είναι αυτά:

1. Λέσχη Σέρλοκ Χολμς του Γκράχαμ Μουρ (εκδ. Μεταίχμιο)
Η βασική ιδέα μου άρεσε. Ακόμα τη βρίσκω έξυπνη. Όμως κάτι με χάλασε. Ένας φανατικός αναγνώστης των περιπετειών του Σέρλοκ Χολμς γίνεται μέλος στην πιο διάσημη λέσχη ανάγνωσης που είναι αφιερωμένη στο έργο του θρυλικού Άρθουρ Κόναν Ντόιλ. Ο (φλύαρος) νεαρός αναλαμβάνει να εξιχνιάσει τη δολοφονία ενός άλλου μέλους που ισχυριζόταν ότι κατείχε το χαμένο ημερολόγιο του συγγραφέα. Μπλα μπλα μπλα μπλα...
Θα επιστρέψω ξανά; Δεν νομίζω. Προτιμώ, αν είναι να διαβάσω κάτι για τον Ντόιλ να ξεκινήσω το Άρθουρ & Τζορτζ του Τζούλιαν Μπαρνς που αγόρασα πρόσφατα.
Ποσοστό ενοχής: 3%
Ετυμηγορία: Ο πρωτοεμφανιζόμενος φταίει πάντα (ειδικά αν είναι από το Λος Άντζελες).

Λώρα: Η τελευταία των Μαρξ της Ζέφης Κόλια (εκδ. Μεταίχμιο)
Ήθελα καιρό να διαβάσω τη βιογραφική μυθιστορία για το ζεύγος Λώρα και Πωλ Λαφάργκ, όμως λίγο μετά τη μέση του βιβλίου άρχισα να χάνω το ενδιαφέρον μου και να γλυκοκοιτάζω τη στοίβα στο κομοδίνο. Τα κομμάτια που αφορούσαν τη Λώρα Μαρξ μου άρεσαν πολύ, ωστόσο βρήκα ελαφρώς ανιαρά και αποστειρωμένα όλα αυτά τα βιογραφικά στοιχεία για τον πατέρα της, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις με έκαναν να νιώθω λες και διάβαζα Wikipedia. Είχα την ανάγκη για περισσότερη Λώρα και λιγότερο Μαρξ, περισσότερη μυθιστορία και λιγότερη βιογραφία. Όσο περνούσαν οι σελίδες η αίσθηση ότι οι ήρωες δεν είχαν βάθος γινόταν όλο και πιο έντονη, σαν να λύγιζαν κάτω από το βάρος της ίδιας τους της φήμης.
Θα επιστρέψω ξανά; Μπορεί. Είχε ωραίες στιγμές: «Η δυνατή βροχή είχε κοπάσει. Έξω από τα παράθυρα τα πλυμένα δέντρα έμοιαζαν βγαλμένα από πίνακα του Μωρίς ντε Βλαμένκ καθώς το έντονο πράσινο χρώμα τους έσμιγε με το βαθύ πορφυρό του χειμωνιάτικου δειλινού».
Ποσοστό ενοχής: 50%
Ετυμηγορία: Ελεύθερος με αναστολή, λόγω αμφιβολιών. Είχα μόλις τελειώσει τη Γιορτή του Τράγου, το αριστούργημα του Μάριο Βάργκας Λιόσα για τον Τρουχίλιο και με περίμενε στο κομοδίνο το Μαπούτσε του Καρίλ Φερέ. Bad timing; Ίσως. Άλλωστε έχω δικαίωμα να κρίνω μόνο το μισό βιβλίο. Μετά τη σελίδα 138 μπορεί τα πράγματα να ήταν αλλιώς.

Flood του Στέφεν Μπάξτερ (εκδ. Αίολος)
2016. Οι θάλασσες σκεπάζουν παράκτιες περιοχές σε όλο τον κόσμο. Μητροπόλεις μετατρέπονται σε πλωτές πολιτείες και η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τραγωδία ασύλληπτων διαστάσεων. Ακούγεται πολύ χολιγουντιανό. Ήταν όμως απίστευτα φλύαρο. Οικολογικό θρίλερ που στις πρώτες 50 σελίδες δεν έχει οκτώ ουρανοξύστες βυθισμένους στο νερό και το Μπιγκ Μπεν σκεπασμένο με μεταλλαγμένες ψόφιες πεσκανδρίτσες, είναι απαράδεκτο. Δεν μας ενδιαφέρει, χριστιανέ μου, η αδερφή της ηρωίδας και τα παιδιά της που γυρνάνε από το σχολείο. Είναι σαν γερμανικό πορνό ανακατεμένο με Μολιέρο και μεταγλωττισμένη βραζιλιάνικη σαπουνόπερα. Έλεος!
Θα επιστρέψω ξανά; Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα. Ούτε ξέρω πού το εξαφάνισα.
Ποσοστό ενοχής: -90%
Ετυμηγορία: Πού-το-ξέρεις-εσύ-το-γερμανικό-πορνό;

Τα γεράκια της Χίλαρι Μαντέλ (εκδ. Πάπυρος)
Είναι το δεύτερο μέρος της σειράς μυθιστορημάτων για τη δυναστεία των Τυδώρ. Το πρώτο, το Γουλφ Χολ (δύο τόμοι) που είχε ως κεντρικό πρόσωπο τον Τόμας Κρόμγουελ, μου άρεσε πολύ αν και σε κάποια σημεία γινόταν λίγο κουραστικό. Στα Γεράκια, η βραβευμένη με Booker συγγραφέας επέστρεψε για να καταγράψει μυθιστορηματικά τα γεγονότα που οδήγησαν στην πτώση της Άννας Μπολέιν. Αυτό το κομμάτι της αγγλικής ιστορίας το θεωρώ συγκλονιστικό. Πρόλαβα να διαβάσω τον περασμένο Μάιο τις 100 πρώτες σελίδες στην Επίδαυρο, όμως γυρίζοντας στην Αθήνα ανακάλυψα ότι είχα ξεχάσει το βιβλίο στο τραπέζι κάτω απ' τη μουριά. Το ίδιο βράδυ, ξενερωμένος, ξεκίνησα κάτι άλλο και όταν επέστρεψα μετά από δύο εβδομάδες στον τόπο του εγκλήματος ήμουν πλέον μπλεγμένος σε άλλες ιστορίες.
Θα επιστρέψω ξανά; Εννοείται!
Ποσοστό ενοχής: 100%
Ετυμηγορία: Αποκεφαλισμός. Με ανοιχτά μάτια. Και ο δήμιος, να είναι μεθυσμένος.

5. Τα χρονικά του Άρη του Ρέι Μπράντμπερι (εκδ. Άγρα)
Έτος 2030. Ο κύριος και η κυρία Κ. ζουν ήσυχα στον Άρη, σε ένα σπίτι με κρυστάλλινες κολόνες πλάι στην απολιθωμένη θάλασσα μέχρι που καταφθάνουν οι εισβολείς από τον πλανήτη Γη. Δυστυχώς, δεν διάβασα παρακάτω να σας πω τι έγινε. Είμαι αθώος! Είχα πολλή δουλειά. Μετά ένα βράδυ ήρθε στο σπίτι ένα κογιότ και μου βούτηξε το βιβλίο... Μην τα πολυλογώ, μπήκα σε φοβερές περιπέτειες, όμως υπόσχομαι δημόσια και δεσμεύομαι ταπεινά να αποκαταστήσω την τάξη.
Θα επιστρέψω ξανά; Ναι, μάλιστα. Μέχρι το 2030 ελπίζω να έχω λύσει την παρεξήγηση.
Ποσοστό ενοχής: 100%
Ετυμηγορία: «Aπό πού ήρθες εσύ; Από τον Άρη κατέβηκες;».

Υ.Γ. Έχει συμβεί να επιστρέψω μετά από καιρό σε ένα παρατημένο βιβλίο, να το ξεκινήσω ακριβώς από το σημείο που είχα σταματήσει και τελικά να το βρω όχι απλά νόστιμο, αλλά στ΄ αλήθεια ωραίο. Παίζουν ρόλο και οι συγκυρίες, η φάση στην οποία βρίσκεσαι κάθε φορά, τα υπόλοιπα (ανταγωνιστικά) βιβλία που σου κλείνουν το μάτι από τη βιβλιοθήκη. Ή απλά η πιθανότητα να είσαι στραβωμένος και να μην σου αρέσει τίποτα. Shit happens.

Η συνταγή

Υλικά: Μία αιμοσταγής νεοφιλελεύθερη που οργανώνει γενοκτονίες μεταλλαγμένων κοτόπουλων. Ένας ηδονοβλεψίας τραπεζίτης, ο οποίος χρηματοδοτεί ταινίες για να μπορεί να παρακολουθεί κρυφά στα γυρίσματα τις ερωτικές σκηνές των νεαρών σταρ. Μία εκκεντρική γριά που διαβάζει πλάι στο τζάκι εξειδικευμένα περιοδικά για πολεμικά αεροσκάφη. Δημοσιογράφοι οι οποίοι λειτουργούν σαν τρολ για να αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη με προκλητικά άρθρα. Ένας πολιτικός-αρπακτικό που λατρεύει τη Θάτσερ στους κόλπους των Εργατικών. Βρετανοί αριστοκράτες που κάνουν μπίζνες με τον Σαντάμ Χουσεΐν, πουλώντας του όπλα και εξοπλισμό για εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας. Εικόνες από το ταπεινωμένο Λονδίνο στα χρόνια του θατσερισμού. Ένας αλκοολικός μπάτλερ σε ένα στοιχειωμένο αρχοντικό, μια ντουζίνα χοιρινά-κανίβαλοι (κυριολεκτικά και μεταφορικά), κι ένας συγγραφέας ο οποίος προσπαθεί να γράψει το χρονικό της πιο διεστραμμένης οικογένειας που έχει ροκανίσει ποτέ το δημόσιο πλούτο της Αγγλίας.

Εκτέλεση: Αναμειγνύουμε όλα τα παραπάνω spicy υλικά σε ένα μυθιστόρημα 500 σελίδων, προσθέτουμε μερικές ιστορικές σκηνές φρίκης από τη δεκαετία του '80, άφθονες δόσεις χιούμορ, λίγη λακ από το μπουντουάρ της Θάτσερ (έτσι για το άρωμα) και αφήνουμε τον αναγνώστη να ψηθεί σε σιγανή φωτιά.

Προσωπικά «ψήθηκα» από την πρώτη σελίδα. Το μυθιστόρημα «Τι ωραίο Πλιάτσικο!» του Τζόναθαν Κόου (εκδ. Πόλις) είναι ένα από τα πιο απολαυστικά βιβλία που έχω διαβάσει. Πρόκειται για ένα αιχμηρό έργο, που προσεγγίζει με απίστευτο χιούμορ την αγριότητα του νεοφιλελευθερισμού και περιγράφει με απολαυστικό τρόπο το γκραν γκινιόλ της αστικής τάξης, η οποία συνέχιζε να ζει βασιλικά σε θεόρατους κι αχανείς βικτοριανούς πύργους, όσο η μεσαία τάξη πέθαινε στα διαλυμένα νοσοκομεία της χώρας. Λυπάμαι που δεν είχα διαβάσει το Πλιάτσικο νωρίτερα, αλλά από την άλλη νιώθω ευτυχής που το έκανα τώρα που ξέρω τι σημαίνει νεοφιλελευθερισμός στην πράξη: Είναι συγκλονιστικό να διαβάζεις ένα βιβλίο το οποίο μιλά τόσο καθαρά για πράγματα που συμβαίνουν σχεδόν ολόιδια γύρω σου. Οι συνθήκες ζωής στη Βρετανία του 1980, τις οποίες περιγράφει αριστοτεχνικά ο Κόου, έχουν πολλά κοινά με αυτές που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης. Από τη μια η τεράστια ανεργία, οι ιδιωτικοποιήσεις, η κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και των εργατικών δικαιωμάτων και από την άλλη το πλιάτσικο στο δημόσιο πλούτο, οι επιθέσεις των κερδοσκόπων, τα χυδαία πολιτικά παιχνίδια και η παρέλαση των πιο άγριων αρπακτικών που ενδύονται το μανδύα της εξυγίανσης.

Αφηγητής του βιβλίου ο Μάικλ Όουεν. Ένας καταθλιπτικός συγγραφέας, εθισμένος στις βιντεοταινίες, που προσλαμβάνεται από μια μισότρελη, εκκεντρική γριά για να γράψει την ιστορία της οικογένειάς της. Σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου παρακολουθούμε και τις δραστηριότητες των μελών της δυναστείας Γουίνσο. Καιροσκόποι, δωσίλογοι, προδότες, δολοφόνοι, παραδόπιστοι, εξουσιομανείς, οι απόγονοι της... αγίας αυτής οικογενείας έχουν ο καθένας τα κουσούρια του, μα έχουν όλοι ένα κοινό χαρακτηριστικό: Είναι ικανοί να πουλήσουν ακόμα και τη μάνα τους για να αυγατίσουν τα πλούτη τους. Σαν πεινασμένα ζόμπι πέφτουν πάνω στο πτώμα του κοινωνικού κράτους που δολοφόνησε η Μάργκαρετ Θάτσερ και αρπάζουν τη μερίδα του λέοντος.

Ο Κόου γράφει χαρακτηριστικά για έναν από αυτούς, τον τραπεζίτη Τόμας: «Το γλένταγε με την ψυχή του ν' αρπάζει αυτές τις μεγάλες κρατικές εταιρείες από τα χέρια των φορολογουμένων και να τις διαμελίζει σε μία μειοψηφία μετόχων που διψούσαν για κέρδη: η ιδέα ότι συνέβαλλε στην αφαίρεση της ιδιοκτησίας από τους πολλούς και τη συγκέντρωσή της στα χέρια ολίγων τον πλημμύριζε μ' ένα βαθύ και καθησυχαστικό αίσθημα δικαιοσύνης. Ικανοποιούσε το πρωτόγονο μέσα του».

Ο Μάικλ Όουεν ψάχνει και όσα μαθαίνει για τη δαιμονική οικογένεια τον βοηθούν να κάνει τους συσχετισμούς που πρέπει για να συμπληρώσει το παζλ. Η φίλη του τον κατηγορεί ως συνωμοσιολόγο κάθε φορά που ερμηνεύει όσα εξωφρενικά συμβαίνουν γύρω τους. Όμως όποια πέτρα κι αν σηκώσει ο Μάικλ είναι από κάτω κι ένα αρπακτικό των Γουίνσο. Οι τύποι παίζουν σκάκι στην πλάτη των πολιτών, πουλάνε κι αγοράζουν τη ζωή τους. Προσπαθούν να βάλουν χέρι στο δημόσιο σύστημα υγείας, να εμπορευματοποιήσουν τα κοινωνικά αγαθά. Έχουν ανθρώπους παντού για να προωθούν την ατζέντα τους και να βγάζουν νοκ άουτ κάθε εμπόδιο: στην πολιτική, στις τράπεζες, στις λέσχες, στις επιχειρήσεις, στα think tank, στα μίντια. Το μυστικό τους είναι ο αιφνιδιασμός. Σοκάροντας την κοινή γνώμη καταφέρνουν να δημιουργούν τις συνθήκες που τους βολεύουν. Να περνούν νομοσχέδια τα οποία τους ανοίγουν κάθε πόρτα που θα τους οδηγήσει σε χρυσές εξαγορές, συγχωνεύσεις, ιδιωτικοποιήσεις.

«Το κόλπο είναι να κάνεις πάντα σκανδαλώδη πράγματα. Δεν υπάρχει λόγος να περνάς μια σκανδαλώδη νομοθεσία και μετά να δίνεις στους άλλους το χρόνο να προετοιμαστούν σχετικά. Πρέπει να παρεμβαίνεις αμέσως και να την επικαλύπτεις με κάτι ακόμα χειρότερο, προτού η κοινή γνώμη προλάβει να καταλάβει το κακό που τη βρήκε».

Η κοινή γνώμη δυστυχώς αργεί να καταλάβει. Αργεί πολύ, στο τέλος όμως πάντα κάνει πάρτι στις πλατείες, όπως συνέβη φέτος στο Λονδίνο μετά την ανακοίνωση του θανάτου της Μάργκαρετ Θάτσερ. Η κοινή γνώμη αργεί, αλλά δεν ξεχνά ποτέ. Ακόμα κι αν περάσουν 20, 30, 40 χρόνια. Αργεί, αλλά ξέρει κάτι που όσοι την υποτιμούν αγνοούν, ότι -όπως λέει ο Κόου- «η πρέπουσα αντίδραση δεν είναι απλώς η οργή και η θλίψη, αλλά το τρελό δύσπιστο γέλιο».

16 Iουνίου 1912

Βιβλία. Το τραπέζι στο δωμάτιο του Άντονι ήταν γεμάτο (...) Πόσο θα ήθελα, σκεφτόταν ο Άντονι επιστρέφοντας από τη βόλτα του, να είχα δύο ζευγάρια μάτια! Ο Ιανός θα μπορούσε να διαβάζει τον Καντίντ και τη Μύηση ταυτόχρονα. Η ζωή ήταν τόσο μικρή και τα βιβλία τόσο αμέτρητα πολλά. Έσκυψε με λαιμαργία πάνω από το τραπέζι, ανοίγοντας τυχαία πότε τον έναν τόμο και πότε τον άλλο.

Υ.Γ. Το απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα «Ο τυφλός λυτρωτής» του Άλντους Χάξλεϋ (σελίδα 121, εκδ. Scripta, μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου).




Έχετε δει κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το Παρίσι της δεκαετίας του '60; Μια τζαμαρία που γράφει «café», ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι με μαρμάρινη επιφάνεια, δύο φλιτζάνια που αχνίζουν πλάι σε ένα μισάνοιχτο βιβλίο κι ένα τσιγάρο να καίγεται στο μεταλλικό τασάκι. Έξω βρέχει και άνθρωποι περνούν τυλιγμένοι στα παλτό τους, κάτω από τις μεγάλες μαύρες ομπρέλες τους. Αυτή ακριβώς η εικόνα κυριαρχεί στο μυθιστόρημα του Patrick Modiano «Στο café της χαμένης νιότης» (εκδ. Πόλις, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης). Ένα ατμοσφαιρικό, μικρό βιβλίο -μόλις 148 σελίδων- που διαβάζεται σε μια μόνο νύχτα.

Το βασικό θέμα που πραγματεύεται, από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του το μυθιστόρημα είναι αυτό το ακατανίκητο αίσθημα της φυγής που οδηγεί κάποιους ανθρώπους στην απόφαση να τινάξουν τα πάντα στον αέρα για μια στιγμή απόλυτης ελευθερίας. Να κλείσουν την πόρτα πίσω τους και να αρχίσουν να περπατούν άσκοπα στην πόλη. Κάθε βήμα που κάνουν, όσο απομακρύνονται, είναι σαν να κόβουν τα νήματα που τους ένωναν με την παλιά τους ζωή. Είναι ολοκαίνουριοι. Κι έχουν την ψευδαίσθηση ότι μόλις άρχισαν να βλέπουν τον κόσμο γύρω τους αλλιώς. Απελευθερωμένοι από τα στεγανά μιας καλά οργανωμένης καθημερινότητας παρατηρούν για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ξανά τα πράγματα. Τα φύλλα στα δέντρα δείχνουν πιο πράσινα. Τα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών που μέχρι τότε προσπερνούσαν αδιάφορα, ξαφνικά έχουν να τους διηγηθούν ιστορίες. Οι άνθρωποι οι ξένοι γίνονται μια υπόσχεση κι η νύχτα μια λευκή σελίδα πάνω στην οποία θα γράψουν και θα σβήσουν, θα μουτζουρώσουν, θα ζωγραφίσουν. Όσα δεν μπορούσαν μέχρι τότε. Κι αν θελήσουν, θα σκίσουν το χαρτί ή θα το τσαλακώσουν και θα το πετάξουν στα λασπωμένα νερά στην άκρη του δρόμου. Χωρίς να δώσουν λογαριασμό σε κανέναν.

Η Λουκί, η ηρωίδα του βιβλίου, το σκάει διαρκώς. Όταν ήταν μικρή περίμενε να φύγει η μητέρα της για δουλειά στο Moulin Rouge, για να αποδράσει. Άνοιγε την πόρτα διστακτικά, έκανε δυο μετρημένα βήματα στο σκοτάδι, κι έπαιρνε φόρα για να βγει στη ζωή. Κατέβαινε τρέχοντας τα σκαλιά κι όταν έφτανε στην είσοδο ξεγελούσε το θυρωρό κι έπαιρνε τους δρόμους μέχρι να φέξει. Αργότερα, παντρεμένη με τον προϊστάμενο στη δουλειά της, πνιγόταν. Ένα βράδυ έφυγε από το σπίτι και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Νοίκιασε δωμάτιο σε ένα μικρό ξενοδοχείο και την έβγαζε όλη μέρα σε κάποιο café εκεί κοντά.

«Πάντα πίστευα ότι ορισμένα μέρη είναι μαγνήτες που σε έλκουν προς αυτά όταν βαδίζεις στην περιοχή τους – κι αυτό, ανεπαισθήτως, χωρίς να το καταλάβεις. Αρκεί ένας ανήφορος, ένα πεζοδρόμιο που το βλέπει ο ήλιος, ένα πεζοδρόμιο στη σκιά, ή μια νεροποντή. Κι αυτό σε οδηγεί, στο συγκεκριμένο σημείο όπου προορίζεσαι να καταλήξεις».

Ο Μοντιανό παρακολουθεί τη Λουκί από κάθε δυνατή οπτική γωνία. Κάθε κεφάλαιο είναι κι ένα διαφορετικό παράθυρο από το οποίο ο αναγνώστης παρακολουθεί τη ζωή της. Οι μαρτυρίες των ανθρώπων που τη γνώρισαν συνθέτουν λέξη λέξη το παζλ. Φυσικά και τα γεγονότα που περιγράφονται διαφέρουν στις λεπτομέρειές τους, όπως διαφέρει άλλωστε ο τρόπος που τα ερμηνεύει ο εκάστοτε αφηγητής.

Προσωπικά ξεχώρισα τα λόγια του Ρολάν, ενός φοιτητή που την ερωτεύεται. Ενός νεαρού άντρα που τολμά να αποδεχτεί το μυστήριό της, χωρίς να προσπαθήσει να το εξηγήσει.
«Για μια στιγμή είχα τη φαντασίωση ότι θα σε ξανάβρισκα. Εκεί θα ήταν η Αιώνια Επιστροφή. Η ίδια κίνηση όπως παλιά για να πάρω από τη ρεσεψιόν το κλειδί για το δωμάτιό σου. Η ίδια απότομη σκάλα. Η ίδια λευκή πόρτα με τον αριθμό 11. Η ίδια προσμονή. Και μετά, τα ίδια χείλη, το ίδιο άρωμα, τα ίδια μαλλιά που χύνονται σαν καταρράκτης».




Tα βιβλία της Πατρίτσια Χάισμιθ μου αρέσουν γιατί έχουν μια ένταση που κλιμακώνεται αργά και σταθερά. Σαν το βήμα ενός ανθρώπου που αντιλαμβάνεται ότι τον παρακολουθούν και αρχίζει να περπατά όλο και πιο βιαστικά. Ο περίπατος γίνεται τρέξιμο όσο πλησιάζει το φινάλε.

Το Κρυφτό με το θάνατο (εκδ. Ροές – μτφ. Βασίλης ΠουλάκοςΤhose who walk away) είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι μια ατμοσφαιρική βόλτα στα στενά της Βενετίας. Μια βόλτα όμως που ενέχει κινδύνους.

Ήρωες είναι δύο Αμερικανοί: Ο Ρέι Γκάρετ και ο πεθερός του Έντουαρντ Κόουλμαν. Ο δεύτερος, ένα επιτυχημένο στέλεχος επιχείρησης που εγκατέλειψε τη ζωή του στην Αμερική κι αναζήτησε την τύχη του ως ζωγράφος στην Ευρώπη, δεν μπορεί να ξεπεράσει την πρόσφατη αυτοκτονία της κόρης του. Θεωρεί υπεύθυνο για το θάνατό της το σύζυγό της και προσπαθεί να τον εκδικηθεί. Ο Γκάρετ, ένα μήνα μετά το τραγικό συμβάν επισκέπτεται τον πεθερό του στη Ρώμη, για να του εξηγήσει ότι είναι αθώος. Είχε προσφέρει μια ξένοιαστη ζωή στην Πέγκι. Δεν της έλειπε τίποτα. Ήταν ένα χρόνο παντρεμένοι κι απολάμβαναν ακόμα έναν παρατεταμένο μήνα του μέλιτος στη Μαγιόρκα. Ο Ρέι Γκάρετ, κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας, είχε τη δυνατότητα να προσφέρει στη νεαρή γυναίκα του ένα σπίτι πλάι στη θάλασσα και μια ανέμελη καθημερινότητα χωρίς σκοτούρες. Η μόνη τους υποχρέωση ήταν να μαζεύουν ήλιο στις ατέλειωτες αμμουδιές του νησιού. Είχαν λεφτά, υπηρέτες, ελεύθερο χρόνο... Όμως εκείνη πνιγόταν. Ένα απόγευμα ο Ρέι επιστρέφοντας σπίτι τη βρήκε νεκρή στην μπανιέρα. Η αστυνομία πείστηκε για την αθωότητα του συζύγου της, έκλεισε την υπόθεση, όμως ο Κόουλμαν ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι ο γαμπρός του δεν ήταν αθώος.

Στην πρώτη τους συνάντηση μετά την κηδεία της Πέγκι, ο πεθερός πυροβολεί τον γαμπρό του, αλλά αστοχεί. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει ένα ανελέητο κυνηγητό. Ο Ρέι Γκάρετ δεν τον καταδίδει στην αστυνομία, γεννώντας στον αναγνώστη αμφιβολίες για την αθωότητά του. Γιατί δεν ζητά προστασία; Μήπως κρύβει κάτι; Ο νεαρός άντρας ακολουθεί τον Κόουλμαν στη Βενετία και μέσα στο χειμωνιάτικο, γκρίζο σκηνικό αυτής της μαγικής, απόκοσμης πόλης ξεκινούν οι δυο τους ένα παιχνίδι στρατηγικής που θυμίζει παρτίδα σκάκι. Κάθε κίνηση του ενός δημιουργεί μια αλυσιδωτή αντίδραση και οι ρόλοι κυνηγού και θηράματος διαρκώς αντιστρέφονται.

Το βιβλίο βεβαίως είναι μια ωδή στη Βενετία. Ένα location ιδανικό για μια νουάρ ιστορία, με όλα αυτά τα σκοτεινά σοκάκια, τα επιβλητικά κτίρια χτισμένα θεατρικά μέσα στο νερό, τα μικρά café που βρίσκονται σε κάθε γωνιά, τα εντυπωσιακά εστιατόρια και ξενοδοχεία με τις μπαρόκ σάλες τους λουσμένες στο φως ενός μεγάλου κρυστάλλινου Baccarat πολυελαίου. Η μαγεία και η παρακμή. Η υγρασία και η μυρωδιά του cappuccino, εμποτίζουν κάθε σελίδα, κάνοντας την ανάγνωση του βιβλίου απόλαυση.

Υ.Γ. Ανάλογου ύφους είναι και το μυθιστόρημα Ψεύτρα Γλώσσα (εκδ. Μεταίχμιο) του βιογράφου της Πατρίτσια Χάισμιθ, του Άντριου Γουίλσον (για το οποίο έχει γράψει το 2009 στo blog του ο Librofilo). Όπως στο βιβλίο της Χάισμιθ έτσι και σ΄αυτό οι δύο ήρωες, ένας ξεπεσμένος αριστοκράτης συγγραφέας που ζει σε ένα φθαρμένο παλάτσο και ένας νεαρός φοιτητής που αναλαμβάνει χρέη βοηθού του, κυνηγούν ο ένας τον άλλον όπως η γάτα το ποντίκι με φόντο το χειμωνιάτικο σκηνικό της Βενετίας.