Το μυθιστόρημα Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία του Πέτρου Μάρκαρη (εκδ. Γαβριηλίδης) δεν μου άρεσε καθόλου. Στο τρίτο μέρος από την Τριλογία της Κρίσης (προηγήθηκαν τα Ληξιπρόθεσμα δάνεια και η Περαίωση) η Ελλάδα έχει περάσει στη δραχμή. Το δημόσιο έχει κηρύξει στάση πληρωμών, τα ΑΤΜ λειτουργούν με ημερήσιο πλαφόν αναλήψεων, στο κέντρο γίνονται διαρκώς διαδηλώσεις και συμπλοκές, οι ακροδεξιοί αλωνίζουν και ο αστυνόμος Χαρίτος τρώει πια μόνο φακές.

Προφανώς ο Μάρκαρης (να θυμίσω ότι ήταν ένας από τους πνευματικούς ανθρώπους που υπέγραψαν την ανοιχτή επιστολή υπέρ του ευρώ, η οποία σημειωτέον παρείχε απόλυτη στήριξη στο μνημόνιο) τρομοκρατημένος από τα σενάρια εξόδου της χώρας μας από την Ευρωζώνη, και όλη αυτή την προεκλογική υστερία, έγραψε εν θερμώ ένα βιβλίο γεμάτο με τα κλισέ των πρωινών ενημερωτικών εκπομπών. Πρόκειται για μια ανιαρή προπαγάνδα υπέρ του Ευρώ, τόσο ηχηρή που μπροστά της η αστυνομική ιστορία ωχριά. Ίσως να μην έχω συναντήσει πιο προβλέψιμη και βαρετή πλοκή σε νουάρ μυθιστόρημα.

Μέσα στον πανικό μιας τραυματισμένης πόλης κάποιος αρχίζει να δολοφονεί γνωστούς εκπροσώπους της γενιάς του Πολυτεχνείου. Η αστυνομία βρίσκει τα πτώματα με ένα κινητό τηλέφωνο πάνω τους. Όταν πλησιάζει ο ιατροδικαστής το τηλέφωνο χτυπά και σαν ringtone ακούγονται διάφορες παραλλαγές του κλασικού συνθήματος της 17ης Νοεμβρίου.

Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με ξενέρωσε πιο πολύ: ο πανικός του Μάρκαρη ή αδύναμη ιστορία που χρησιμοποίησε σαν πρόφαση για να τον εκφράσει; Μάλλον ο συνδυασμός και των δύο. Αισθάνθηκα ότι αυτό το βιβλίο προσπαθεί να υποτιμήσει τη νοημοσύνη μου με απλοϊκά τεχνάσματα.

Δεν ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι η λύση θα έρθει από την επιστροφή στο παλιό μας νόμισμα, όμως δεν μπορώ να παραβλέπω το αυτονόητο: Ότι το μνημόνιο και τα σίκουέλ του είναι μια συνταγή που δεν πετυχαίνει. Το «χάος της δραχμής» που περιγράφει ο Μάρκαρης στο βιβλίο του, δεν μου φαίνεται να απέχει και πολύ από το «χάος του ευρώ». Μήπως δεν κλείνουν ήδη καρδιοχειρουργικές πτέρυγες σε νοσοκομεία παιδιών; Δεν υπάρχουν ελλείψεις σε φάρμακα, δεν αυτοκτονούν άνθρωποι από τα χρέη, δεν συναντάμε πολίτες που τρώνε από τα σκουπίδια; Ή μήπως δεν αλωνίζουν οι ακροδεξιοί; Θεωρώ, ότι τον συγγραφέα τον πρόλαβαν οι εξελίξεις. Κι αυτός είναι ένας πολύ μεγάλος κίνδυνος όταν καταπιάνεσαι σε ένα μυθιστόρημα με την επικαιρότητα.

Υ.Γ. Ο Πέτρος Μάρκαρης αυτές τις μέρες τιμήθηκε με το βραβείο του Quais du Polar festival 2013 για την προσφορά του στο αστυνομικό βιβλίο.





Οι διπλές σειρές στα ράφια της βιβλιοθήκες έχουν αρχίσει να με εκνευρίζουν. Κάθε φορά που ψάχνω ένα βιβλίο, το οποίο θυμάμαι ότι έχω, πρέπει να βγάζω όλα τα μπροστινά για να ψάξω τα πίσω. Αν και το κυνήγι του χαμένου θησαυρού στα ράφια είναι στ' αλήθεια απολαυστικό, πολλές φορές έχω αγοράσει ξανά το ίδιο βιβλίο. Πρόσφατα την πάτησα με τους Κυνηγούς Κεφαλών του Τζο Νέσμπο (εκδ. Μεταίχμιο). Το κατέβασα σε ebook, ενώ το έντυπο ήταν κρυμμένο κάπου στο χάος.

Αποφάσισα, λοιπόν, να οργανωθώ. Λίγο. Κατ' αρχάς, πρόσθεσα δύο καινούρια ράφια τριών μέτρων το καθένα. Σε αυτά θα ταξινομήσω τις στοίβες με τα ολοκαίνουρια που είχα διασκορπίσει αριστερά και δεξιά μέσα στο σπίτι, αλλά και πολλά από τις διπλές σειρές των υπόλοιπων ραφιών.

Ως εκ τούτου, από χθες το βράδυ, άρχισα το ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Κατεβάζω τα βιβλία και διαλέγω ποια θα μείνουν στο σπίτι, ποια θα κρυφτούν στη βιβλιοαποθήκη, ποια θα μπουν στο σακουλάκι του Bookcrossing και φυσικά πώς θα οργανωθούν στα ράφια όσα απομείνουν έτσι ώστε να τα βρίσκω εύκολα.

Αποφάσισα πως θα τα ταξινομήσω ανάλογα με τις εμμονές μου (με επηρέασε η ανάρτηση της Κατερίνας). Θα φτιάξω νοητές λίστες και θα τα τοποθετήσω αντίστοιχα: Αστυνομικά που γουστάρω και πολιτικά νουάρ. Κλασικά και ιστορικά βιβλία που θέλω οπωσδήποτε να διαβάσω (ή να ξαναδιαβάσω). Ποίηση, θέατρο και βιογραφίες μαζί. Ενώ τα πιο αγαπημένα: μυθιστορήματα με ιδιαίτερο τρόπο γραφής, λίγο πιο ποιητικό -βιβλία της ψυχής, όπως τα λέω- αλλά και όσα θέλω πολύ να απολαύσω προσεχώς, θα μπουν στα κάτω ράφια, στο ύψος του κρεβατιού για να τα κοιτάω όταν ξυπνάω και να μου φτιάχνει το κέφι.

Kι ένας βασικός κανόνας που θα τηρήσω αυστηρά: Οι διπλές σειρές θα είναι στοίβες από ξαπλωμένα βιβλία, οι οποίες δεν θα ξεπερνούν στο ύψος τη μέση εκείνων που βρίσκονται από πίσω. Έτσι θα μπορώ εύκολα να βλέπω όλους τους τίτλους με μια γρήγορη ματιά.

Αυτές τις μέρες το σπίτι θα μοιάζει με bazaar. Σκόρπια βιβλία σε λάθε γωνιά! Κι εγώ το πρωί και το βράδυ (πριν και μετά τα γραφεία) θα είναι σαν να είμαι στο λούνα παρκ. Με καφέ ή ποτό, κι απαραιτήτως με μουσική από το Οperavore στο WQXR, θα ξανασυστηθώ με τα βιβλία μου.

Y.Γ. Λέω να ξεκινήσω διαλογισμό. Χρειάζομαι πειθαρχία για να σταματήσω τις καινούριες αγορές... {Καλά, ίσως για να τις περιορίσω λίγο. ;-)}


Y.Γ. ...τότε είσαι στο σωστό blog. :-p

Ο νεοελληνικός φασισμός είναι προϊόν. Όταν σταματήσουμε να τον «διαφημίζουμε», θα σταματήσει να «πουλάει». Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξα διαβάζοντας το βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά «Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής» (εκδόσεις Πόλις).

Ο γνωστός δημοσιογράφος παρουσιάζει με στοιχεία τη δράση της Χρυσής Αυγής από την ίδρυσή της μέχρι το 2012 και καταγράφει την αληθινή ναζιστική της ιδεολογία. Έχοντας στήσει μια στρατηγική λαϊκισμού ο Νίκος Μιχαλολιάκος κρύβει την ταυτότητα μιας ακροδεξιάς οργάνωσης που πριν χρόνια επικαλούνταν τον Χίτλερ στα έντυπά της, πίσω από το προφίλ ενός εθνικιστικού κόμματος, το οποίο τάχα πουλά προστασία σε «ταπεινωμένους» Έλληνες. Μπαίνει στη Βουλή, υπόσχεται να «καθαρίσει το κέντρο από τους μετανάστες», συνοδεύει ηλικιωμένες κατοίκους του Αγίου Παντελεήμονα στο ΑΤΜ, χτυπά βουλευτές σε τηλεοπτικά πλατό, εκτοξεύει απειλές μέσα στο κοινοβούλιο, μοιράζει τρόφιμα, σπάει πάγκους αλλοδαπών στις λαϊκές αγορές, κλείνει θέατρα που παίζουν «αντιχριστιανικά» έργα, απειλεί ομοφυλόφιλους και υψώνει αντιμνημονιακή σημαία...

Όλα αυτά πείθουν ένα κομμάτι του λαού, όχι μόνο το 6,97% που ψήφισε τη Χρυσή Αυγή στις εκλογές «για να δέρνει τους διεφθαρμένους βουλευτές», αλλά και εκείνους τους ανιστόρητους που στην καθημερινότητά τους την επικαλούνται σαν απειλή. Εμείς, οι σοκαρισμένοι από την ξαφνική βία πολίτες, οι οποίοι αδυνατούμε να κατανοήσουμε πώς έφτασε μια φιλοναζιστική οργάνωση να φλερτάρει απροκάλυπτα με την αστυνομία ή να προσηλυτίζει παιδιά στα σχολεία, την καταδικάζουμε και τελικά τη διαφημίζουμε ακόμα περισσότερο. Μήπως καταγγέλλουμε (και διαδίδουμε ταχύτατα) όχι την αλήθινή της δράση, αλλά όλα αυτά που εκείνη επιθυμεί να προωθήσει για να προσελκύσει ολοένα και περισσότερους ψηφοφόρους και να καλύψει το πραγματικό της προφίλ;

Παίζοντας ξανά και ξανά τα κανάλια το βίντεο με την επίθεση του Ηλία Κασιδιάρη στη Λιάνα Κανέλλη, αναπαράγοντάς το τα blogs και τα sites, διαδίδοντάς το άναυδοι όλοι εμείς στα κοινωνικά δίκτυα για να το καυτηριάσουμε, τελικά γίναμε η πιο αποτελεσματική καμπάνια της Χρυσής Αυγής. Γιατί αυτό ήθελε να δείξει, ότι κράτησε τις υποσχέσεις της: Δέρνει βουλευτές ή κυνηγά μετανάστες καθαρίζοντας με βία το κέντρο... Άλλωστε αυτό δεν είχε υποσχεθεί στους (πιο επιρρεπείς και θερμοκέφαλους) αγανακτισμένους πολίτες που λίγο καιρό πριν τις εκλογές φώναζαν στην πάνω πλευρά του Συντάγματος «να καεί η Βουλή»;

Ο συγγραφέας Νίκος Ψαρράς θεωρεί «πολιτικό σκάνδαλο πρώτης γραμμής τη μεταμόρφωση σε καθωσπρέπει κόμμα μιας ναζιστικής ομάδας που τη βαραίνουν τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις για αιματηρές επιθέσεις. Η αναλυτική καταγραφή της ιδεολογίας και της δράσης της Χρυσής Αυγής έχει αυτή τη σκοπιμότητα: να αποδειχτεί τι κρύβεται πίσω από τις μαύρες μπλούζες και τους φουσκωμένους μυς των ομάδων κρούσης της οργάνωσης».

Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής, η οποία θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία, σε συνδυασμό με την αληθινή φρίκη του ναζισμού, ξεκινά από τις βόμβες που έβαλε ο Μιχαλολιάκος με την παρέα του στους κινηματογράφους Έλλη και Rex το 1978 επειδή έδειχναν σοβιετικές ταινίες. Στις φυλακές Κορυδαλλού, όπου οδηγήθηκε μετά τη σύλληψή του, γνώρισε τον δικτάτορα Παπαπαδόπουλο, ο οποίος το 1984 τον διόρισε αρχηγό στη νεολαία της χουντικής ΕΠΕΝ. Μετά την παραίτησή του, τον διαδέχτηκε ο Μάκης Βορίδης, και εκείνος ίδρυσε το 1987 τη Χρυσή Αυγή. Κατά τον συγγραφέα, το Μακεδονικό ζήτημα και το τεράστιο κύμα ξενοφοβίας που προκλήθηκε από το άνοιγμα των συνόρων το 1992 ήταν το κατάλληλο εθνικιστικό έδαφος για να αναπτύξει δημόσια δράση ο νεοφασισμός στην Ελλάδα.

Ο Ψαρράς ξεσκεπάζει τη Χρυσή Αυγή και αποδεικνύει ότι πίσω από τα επικοινωνιακά τρικ που ο ιδρυτής της και τα στελέχη του χρησιμοποιούν, κρύβεται μια οργάνωση γεμάτη κραυγαλέες αντιφάσεις. Τα γεγονότα που παραθέτει το βιβλίο είναι πολλά (π.χ. η αποθέωση του Χίτλερ σε κείμενα των εντύπων της Χ.Α. το 1980, ή η υποκριτική τάχα προστασία της ορθοδοξίας από χρυσαυγίτες που είναι μέλη σε black metal συγκροτήματα με φρικιαστικούς αντιχριστιανικούς στίχους). Όλα αποδεικνύουν ότι η Χρυσή Αυγή ακολουθεί μία στρατηγική marketing, αυστηρά, σαν προϊόν που πουλάει άλλο πράγμα από αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Κι όλοι εμείς μιλάμε για τη συσκευασία, αλλά όχι για το περιεχόμενο. Αμφιβάλλω αν οι περισσότεροι από αυτούς που την ψηφίζουν ή σκοπεύουν να το κάνουν στο μέλλον, θα τη στήριζαν ή θα υιοθετούσαν τις πρακτικές της αν γνώριζαν τη ναζιστική ιδεολογία της και το αληθινό πρόσωπό της. Το παράδειγμα του ανιστόρητου, ανόητου Κατίδη -ελπίζω ότι- είναι χαρακτηριστικό. 

Υ.Γ. Η εικονογράφηση είναι του Noma Bar.

Πέρασα όλη τη μέρα τριγυρνώντας άσκοπα στην πόλη με το ποδήλατο. Με μουσικές και στίχους της Μάτσης Χατζηλαζάρου. Η ποίησή της είναι μαγική. Τρυφερή σαν ανοιχτό όστρακο στην αμμουδιά. Κι άγρια σαν άσβεστος πόθος.

Η Μάτση δεν ήταν ποιήτρια, ήταν γυναίκα. Ένα κορίτσι που ήθελε να ζει όσα ονειρευόταν. Οι λέξεις της γράφτηκαν πρώτα στη σάρκα. Μετά στο χαρτί. Αναμνήσεις ενός ανθρώπου που δεν χόρταινε τη ζωή.


Γεννήθηκε το 1914 στη Θεσσαλονίκη. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη Νότια Γαλλία και τη Ρώμη. Σε ηλικία πέντε ετών, το 1919, η οικογένειά της επέστρεψε στην Ελλάδα. Η εφηβεία της σημαδεύτηκε από την οικονομική καταστροφή του πατέρα της. Παντρεύτηκε και χώρισε τρεις φορές. Τελευταίος της σύζυγος ήταν ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Η Μάτση ήθελε να ζει ελεύθερη, για να μπορεί να παγιδεύεται κάθε φορά από την αρχή σε έναν καινούριο έρωτα. Κόντεψε να πεθάνει για τον ποιητή Ανδρέα Καμπά. Κι όμως έφυγε για να ζήσει στο Παρίσι με τον ανιψιό του Πικάσο Χαβιέρ Βιλατό και αργότερα με τον Κορνήλιο Καστοριάδη.


Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1944 με την ποιητική συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης, με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου. Το σύνολο του γραπτού έργου της περιλαμβάνει τέσσερις ποιητικές συλλογές και δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Η Μάτση δεν έγραφε πολύ...


Το ωραίο ταξίδι της τέλειωσε το 1987. Ευτυχώς, πίσω έμειναν τα λόγια της, για να μας θυμίζουν ότι αυτό που πραγματικά έχει σημασία στη ζωή είναι το να ζεις, να ξοδεύεσαι, να μοιράζεσαι, να σπαταλάς.


Υ.Γ. Ο τίτλος είναι στίχος από το ποίημα «Χαμογέλα» της Μάτσης Χατζηλαζάρου. Θα το βρείτε στον υπέροχο τόμο των εκδόσεων Ίκαρος που περιλαμβάνει όλο το έργο της.   

Με τον Χιονάνθρωπο του Τζο Νέσμπο (εκδ. Μεταίχμιο) την πάτησα. Τον είχα ξεκινήσει όταν είχε πρωτοβγεί στην Ελλάδα, αν θυμάμαι καλά το Σεπτέμβριο του 2012, και στις πρώτες σελίδες δεν άντεξα και τον παράτησα. Μου είχε φανεί πολύ μέτριο για το level του Νέσμπο. Ο Χάρι Χόλε είχε αρχίσει να γίνεται (βαρετά) συναισθηματικός κι ένιωσα ότι ενώ το μυθιστόρημα είχε δυνατό concept, κάτι του έλειπε: η ψυχή.

Δεν ήταν ιδέα μου, το συζήτησα και με άλλους που έβρισκαν το βιβλίο στην αρχή μέτριο και το παράτησαν. Λίγο η κλάψα του σκληρού αστυνομικού για την πρώην σύντροφό του, τη Ράκελ που δεν μπορούσε να ξεπεράσει, λίγο οι περιγραφές της μούχλας στο διαμέρισμά του (και των τοίχων που έπρεπε να πέσουν για να καταπολεμηθεί), δεν επέμεινα και πολύ. Κακώς. Γιατί μετά το πρώτο έγκλημα στον αχυρώνα, ο Χιονάνθρωπος τρέχει με χίλια! Η πλοκή γίνεται καταιγιστική κι έχει συνεχείς ανατροπές.

Δεν θέλω να γράψω πολλά για την υπόθεση. Είμαι της άποψης ότι όσα περισσότερα γνωρίζεις για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, τόσο λιγότερο το απολαμβάνεις. Θα αρκεστώ στα βασικά: Η ιστορία αρχίζει με την εξαφάνιση μιας γυναίκας από το σπίτι της στο Όσλο, ενώ ο σύζυγός της λείπει σε ταξίδι και ο μικρός μοναχογιός της, ο Γιόνας κοιμάται στον πάνω όροφο. Το αγόρι ξυπνά μέσα στη νύχτα και αναζητά τη μητέρα του. Δεν τη βρίσκει πουθενά. Έξω, το πρώτο χιόνι έχει αρχίσει να στρώνει τους δρόμους και ο μικρός βγαίνοντας στον κήπο θα πέσει πάνω σε έναν χιονάνθρωπο που έχει περασμένο στο λαιμό του το αγαπημένο φουλάρι της μαμάς του... Σύντομα μια δεύτερη γυναίκα εξαφανίζεται και όπως όλα δείχνουν οι δύο υποθέσεις συνδέονται μεταξύ τους.

Όπως αποδείχτηκε έπρεπε τον περασμένο Σεπτέμβριο να είχα επιμείνει και να μην αφήσω το βιβλίο, γιατί τελικά, τώρα που επανήλθα σε αυτό πέρασα πραγματικά μια ωραία εβδομάδα διαβάζοντάς το. Τόσο που, το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, ακύρωσα οτιδήποτε είχα κανονίσει και κλείστηκα στο σπίτι για να το απολαύσω. Ο Χιονάνθρωπος μού άνοιξε ξανά την όρεξη για τα σκανδιναβικά θρίλερ. Κι ευτυχώς υπάρχουν μερικά που δεν τα έχω διαβάσει ακόμα: του Χένινγκ Μάνκελ, της Καμίλα Λέκμπεργκ, του Άρνε Νταλ, και φυσικά τον Λυτρωτή, Το αστέρι του διαβόλου και τους Κυνηγούς Κεφαλών του Νέσμπο.

Υ.Γ. Φαίνεται πως το βιβλίο άρεσε πολύ και στον Μάρτιν Σκορτσέζε, ο οποίος κατοχύρωσε τα δικαιώματα για τη μεταφορά του στο σινεμά. Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα είναι μερικές από τις πιο δυνατές σκηνές και βέβαια έχω περιέργεια να δω ποιος ηθοποιός θα ενσαρκώσει τον Χάρι Χόλε.  



Αυτή η φωτογραφία είναι από τις πιο αγαπημένες μου. Αφράτα λευκά μαξιλάρια σαν σύννεφα και πολλά βιβλία... Μια εικόνα που ενσαρκώνει την ερωτική σχέση που έχω με το διάβασμα. Δεν είναι τυχαίο που επέλεξα να τοποθετήσω μια σειρά από ράφια δίπλα στο κρεβάτι μου. Μια άτακτη βιβλιοθήκη με διπλές και τριπλές σειρές, με τους τίτλους μπερδεμένους σε στοίβες που αλλάζουν θέση σχεδόν καθημερινά... Ένα μικρό χάος μέσα στο οποίο βυθίζομαι κάθε φορά που ψάχνω ένα συγκεκριμένο βιβλίο. Κι όταν το βρίσκω, τι ηδονή!

Τα βιβλία είναι το πρώτο πράγμα που κοιτώ όταν ξυπνώ και το τελευταίο πριν κοιμηθώ. Κι αν καμιά φορά δεν με παίρνει ο ύπνος, είναι εκεί, σαν υπόσχεση ότι το κενό που καιροφυλακτεί για να με βρει ανίσχυρο μέσα στην άγρια νύχτα, μπορεί να γεμίσει με λέξεις, με ιστορίες που θα με ταξιδέψουν... Όσο μπορώ να διαβάζω, λέω, είμαι ασφαλής. Θα υπάρχει μια έξοδος κινδύνου, μια σκάλα διαφυγής. Όχι για να κρυφτώ. Για να θωρακιστώ. Παράλληλες πραγματικότητες που μου δίνουν την ευελιξία να αποστασιοποιούμαι και να χειρίζομαι τη ζωή με τον τρόπο που μου πάει πιο πολύ.  




Ένα χρόνο πριν ονειρευόμουν ν' ανοίξω, όταν -και εάν- θα έφευγα από τα media, ένα σουρεαλιστικό βιβλιομπακάλικο που θα πουλούσε φάβα, κρόκο Κοζάνης, παρανοϊκά μυθιστορήματα κβαντικής φυσικής και σκανδιναβικά θρίλερ με το κιλό. Στοίβες Τζο Νέσμπο δίπλα στο βαρέλι με το κατίκι Δομοκού. «Ένα μαγαζάκι κατάλευκο με πολλά ράφια, καλά βιβλία και εκατοντάδες παλιά βάζα και βαζάκια γεμάτα καρυκεύματα, βότανα και μυρωδικά. Από το ταβάνι θα κρέμονται σαλάμια, πικάντικα σουτζούκια, παστουρμάδες, ματσάκια ρίγανης, γιρλάντες με λιαστές ντομάτες και αποξηραμένα μήλα, πλεξούδες σκόρδα και καλάθια με φασκόμηλο».

Από εκείνη την ανάρτηση άλλαξαν πολλά. Μέσα σε 14 μήνες η αγορά έχει εξαφανιστεί, τα media έχουν γίνει μπακάλικα, ο ένας στους δύο δημοσιογράφους δουλεύει βερεσέ, και είτε μιλάς πλέον για χοιρομέρι, είτε για πετρέλαιο, είτε για Louis Vuitton, πάλι πολυτέλεια είναι. Βάζω στη ζυγαριά, λοιπόν, τα δυο αυτά μπακάλικα και δεν ξέρω ποιο είναι πιο σουρεαλιστικό: Το βιβλιομπακάλικο Ο Μπρετόν που θα πουλούσε Κάφκα και κατσικίσιο τυρί; Ή οι εφημερίδες-μπακάλικα που μιλούν για εργατικό μεσαίωνα κι έχουν δημιουργήσει οι ίδιες έναν στρατό από απλήρωτους και απολυμένους; Τα μπλοκάκια που περιμένουν ακόμα τα λεφτά του περασμένου Σεπτεμβρίου; Τα δυτικά μαγαζάκια του τρόμου με τα ωράρια Κίνας; Τα έντυπα υπερπαραγωγή με τους τρεις συντάκτες; Δεν ξέρω, πραγματικά. Aυτά που γνωρίζαμε δεν αρκούν για να διαχειριστούμε την κατάσταση. Για να βρεις απαντήσεις πρέπει να κάνεις διαρκώς εξισώσεις κβαντικής φυσικής στα μπακαλοτέφτερα. Και σε κάθε περίπτωση τελικά η γάτα του Σρέντιγκερ, από το γνωστό πείραμα, είναι ψόφια παντού: και εδώ και στο παράλληλο σύμπαν.   

Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι μια πρωτότυπη βιβλιοθήκη σε σχήμα ζυγαριάς. Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ: www.etsy.com

Ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, ο οποίος πρόσφατα επισκέφθηκε τη χώρα μας, είναι από τους συγγραφείς που συμπαθώ πολύ. Ο τρόπος που γράφει έχει κάτι άμεσο, ακόμα κι όταν αφηγείται ιστορικά γεγονότα. Τόσο «Οι Αναμνήσεις μιας κυρίας» όσο και ο «Κόκκινος Απρίλης» ήταν απολαυστικά μυθιστορήματα. Το καινούριο του βιβλίο «Ο Ουρουγουανός εραστής» σε μετάφραση Κώστα Αθανασίου (και αυτό όπως όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη) μού προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα. Υπήρξαν στιγμές που δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου και άλλες που περνούσα τις σελίδες με απορία: διαβάζω ακόμα το ίδιο βιβλίο;

Κατ' αρχάς, να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν είναι μυθιστόρημα. Πρόκειται για μία άτυπη βιογραφία: Άλλοτε του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, άλλοτε του Ενρίκε Αμορίμ που τον ερωτεύθηκε, άλλοτε του Νερούδα, του Μπόρχες, του Οράσιο Κιρόγα και προς το τέλος του Πάμπλο Πικάσο, καλλιτεχνών που απλά τους γνώριζαν ή συνδέονταν μαζί τους φιλικά. Ουσιαστικά ο Περουβιανός συγγραφέας καταγράφει όσα ανακάλυψε ερευνώντας το σύντομο ειδύλλιο (;) μεταξύ του Λόρκα και του Αμορίμ, όταν ο πρώτος επισκέφθηκε το 1933 το Μπουένος Άιρες. Ο εκατομμυριούχος συγγραφέας Αμορίμ, γοητευμένος από την προσωπικότητα του Ισπανού ποιητή, έγινε η σκιά του όσο εκείνος παράμεινε στην Αργεντινή.

Μέχρι τη μέση, το βιβλίο είναι πολύ δυνατό κι έχει υψηλές στιγμές. Οι περιγραφές των μποέμ λογοτεχνικών πάρτι στα '30s, η φιλία του Νερούδα με τον Λόρκα, η γέννηση του Ισπανικού Εμφυλίου, η αγριότητα του αλληλοσπαραγμού και τελικά η σύλληψη και η δολοφονία του ποιητή, είναι εξαιρετικές. Ωστόσο το βιβλίο κάνει σε πολλά σημεία κοιλιά. Έχω την εντύπωση ότι ο συγγραφέας το τράβηξε από τα μαλλιά και παραγέμισε τα κενά του με ενδιαφέρουσες μεν -αλλά άσχετες (ή σχετικές από σπόντα) με το βασικό θέμα- ιστορίες για τους πιο διάσημους εκπροσώπους της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας (π.χ. μαθαίνουμε με εξαντλητικές λεπτομέρειες τα παιδικά χρόνια του Μπόρχες, την παθολογική αδυναμία που είχε στην αδερφή του, τις περιπέτειες του Νερούδα και τα ερωτικά τρίγωνα που είχε την τάση να δημιουργεί κ.α). Με αφορμή τη γνωριμία των Λόρκα και Αμορίμ ο Ρονκαλιόλο έγραψε μια «βιογραφία» του δεύτερου χωρίς κέντρο βάρους, ενώ θα μπορούσε να έχει εξαντλήσει το θέμα του σε ένα μικρότερης έκτασης βιβλίο ή σε ένα μεγάλο αφιέρωμα κάποιου λογοτεχνικού περιοδικού. Παρ' όλα αυτά αν σας αρέσουν τα βιβλιοβιβλία με ήρωες συγγραφείς ή είστε φαν του Λόρκα -όπως εγώ- θα το απολαύσετε, γιατί έχει πολύ δυνατές στιγμές.

Υ.Γ. Εγώ το διάβασα εναλλάξ σε έντυπο και ebook. Αν θέλετε την ταπεινή μου γνώμη, ήταν πολύ πιο εύκολη η ανάγνωση στο Kindle. Η ανάρτηση αυτή γίνεται στα πλαίσια της εβδομάδας «Διάβασε ένα ebook» (3 με 9 Μαρτίου). Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε στο blog του Ηλεκτρονικού Αναγνώστη.