Ο νεοελληνικός φασισμός είναι προϊόν.
Όταν σταματήσουμε να τον «διαφημίζουμε»,
θα σταματήσει να «πουλάει». Σε αυτό το
συμπέρασμα κατέληξα διαβάζοντας το
βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά «Η μαύρη βίβλος
της Χρυσής Αυγής» (εκδόσεις Πόλις).
Ο γνωστός δημοσιογράφος
παρουσιάζει με στοιχεία τη δράση της
Χρυσής Αυγής από την ίδρυσή της μέχρι
το 2012 και καταγράφει την αληθινή ναζιστική
της ιδεολογία. Έχοντας στήσει μια
στρατηγική λαϊκισμού ο Νίκος Μιχαλολιάκος
κρύβει την ταυτότητα μιας ακροδεξιάς
οργάνωσης που πριν χρόνια επικαλούνταν
τον Χίτλερ στα έντυπά της, πίσω από το
προφίλ ενός εθνικιστικού κόμματος, το
οποίο τάχα πουλά προστασία σε
«ταπεινωμένους» Έλληνες. Μπαίνει στη
Βουλή, υπόσχεται να «καθαρίσει το κέντρο
από τους μετανάστες», συνοδεύει
ηλικιωμένες κατοίκους του Αγίου
Παντελεήμονα στο ΑΤΜ, χτυπά βουλευτές
σε τηλεοπτικά πλατό, εκτοξεύει απειλές
μέσα στο κοινοβούλιο, μοιράζει τρόφιμα,
σπάει πάγκους αλλοδαπών στις λαϊκές
αγορές, κλείνει θέατρα που παίζουν
«αντιχριστιανικά» έργα, απειλεί
ομοφυλόφιλους και υψώνει αντιμνημονιακή
σημαία...
Όλα αυτά πείθουν ένα
κομμάτι του λαού, όχι μόνο το 6,97% που
ψήφισε τη Χρυσή Αυγή στις εκλογές «για
να δέρνει τους διεφθαρμένους βουλευτές»,
αλλά και εκείνους τους ανιστόρητους
που στην καθημερινότητά τους την
επικαλούνται σαν απειλή. Εμείς, οι
σοκαρισμένοι από την ξαφνική βία πολίτες,
οι οποίοι αδυνατούμε να κατανοήσουμε
πώς έφτασε μια φιλοναζιστική οργάνωση
να φλερτάρει απροκάλυπτα με την αστυνομία
ή να προσηλυτίζει παιδιά στα σχολεία,
την καταδικάζουμε και τελικά τη
διαφημίζουμε ακόμα περισσότερο. Μήπως
καταγγέλλουμε (και διαδίδουμε ταχύτατα)
όχι την αλήθινή της δράση, αλλά όλα αυτά
που εκείνη επιθυμεί να προωθήσει για
να προσελκύσει ολοένα και περισσότερους
ψηφοφόρους και να καλύψει το πραγματικό της προφίλ;
Παίζοντας ξανά και ξανά
τα κανάλια το βίντεο με την επίθεση του
Ηλία Κασιδιάρη στη Λιάνα Κανέλλη,
αναπαράγοντάς το τα blogs και τα sites,
διαδίδοντάς το άναυδοι όλοι εμείς στα
κοινωνικά δίκτυα για να το καυτηριάσουμε,
τελικά γίναμε η πιο αποτελεσματική
καμπάνια της Χρυσής Αυγής. Γιατί αυτό
ήθελε να δείξει, ότι κράτησε
τις υποσχέσεις της: Δέρνει βουλευτές ή
κυνηγά μετανάστες καθαρίζοντας με βία
το κέντρο... Άλλωστε αυτό δεν είχε
υποσχεθεί στους (πιο επιρρεπείς και
θερμοκέφαλους) αγανακτισμένους πολίτες
που λίγο καιρό πριν τις εκλογές φώναζαν
στην πάνω πλευρά του Συντάγματος «να
καεί η Βουλή»;
Ο συγγραφέας Νίκος
Ψαρράς θεωρεί «πολιτικό σκάνδαλο πρώτης
γραμμής τη μεταμόρφωση σε καθωσπρέπει
κόμμα μιας ναζιστικής ομάδας που τη
βαραίνουν τελεσίδικες δικαστικές
αποφάσεις για αιματηρές επιθέσεις. Η
αναλυτική καταγραφή της ιδεολογίας και
της δράσης της Χρυσής Αυγής έχει αυτή
τη σκοπιμότητα: να αποδειχτεί τι κρύβεται
πίσω από τις μαύρες μπλούζες και τους
φουσκωμένους μυς των ομάδων κρούσης
της οργάνωσης».
Η Μαύρη Βίβλος της
Χρυσής Αυγής, η οποία θα έπρεπε να
διδάσκεται στα σχολεία, σε συνδυασμό
με την αληθινή φρίκη του ναζισμού, ξεκινά
από τις βόμβες που έβαλε ο Μιχαλολιάκος
με την παρέα του στους κινηματογράφους
Έλλη και Rex το 1978 επειδή έδειχναν σοβιετικές ταινίες. Στις φυλακές
Κορυδαλλού, όπου οδηγήθηκε μετά τη
σύλληψή του, γνώρισε τον δικτάτορα
Παπαπαδόπουλο, ο οποίος το 1984 τον διόρισε
αρχηγό στη νεολαία της χουντικής ΕΠΕΝ.
Μετά την παραίτησή του, τον διαδέχτηκε
ο Μάκης Βορίδης, και εκείνος ίδρυσε το
1987 τη Χρυσή Αυγή. Κατά τον συγγραφέα, το
Μακεδονικό ζήτημα και το τεράστιο κύμα
ξενοφοβίας που προκλήθηκε από το άνοιγμα
των συνόρων το 1992 ήταν το κατάλληλο
εθνικιστικό έδαφος για να αναπτύξει
δημόσια δράση ο νεοφασισμός στην Ελλάδα.
Ο Ψαρράς ξεσκεπάζει τη
Χρυσή Αυγή και αποδεικνύει ότι πίσω από
τα επικοινωνιακά τρικ που ο ιδρυτής της
και τα στελέχη του χρησιμοποιούν,
κρύβεται μια οργάνωση γεμάτη κραυγαλέες
αντιφάσεις. Τα γεγονότα που παραθέτει
το βιβλίο είναι πολλά (π.χ. η αποθέωση του
Χίτλερ σε κείμενα των εντύπων της Χ.Α.
το 1980, ή η υποκριτική τάχα προστασία της
ορθοδοξίας από χρυσαυγίτες που είναι
μέλη σε black metal συγκροτήματα με φρικιαστικούς
αντιχριστιανικούς στίχους). Όλα αποδεικνύουν
ότι η Χρυσή Αυγή ακολουθεί μία στρατηγική
marketing, αυστηρά, σαν προϊόν που πουλάει άλλο πράγμα από αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Κι όλοι εμείς
μιλάμε για τη συσκευασία, αλλά όχι για
το περιεχόμενο. Αμφιβάλλω αν οι
περισσότεροι από αυτούς που την ψηφίζουν
ή σκοπεύουν να το κάνουν στο μέλλον, θα
τη στήριζαν ή θα υιοθετούσαν τις
πρακτικές της αν γνώριζαν τη ναζιστική
ιδεολογία της και το αληθινό πρόσωπό
της. Το παράδειγμα του ανιστόρητου, ανόητου Κατίδη -ελπίζω ότι- είναι χαρακτηριστικό.
Υ.Γ. Η εικονογράφηση είναι του Noma Bar.
One Response so far.