ΒΙΒΛΙΟ: Μετά το σεισμό
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Χαρούκι Μουρακάμι
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Ωκεανίδα
Ο Χαρούκι Μουρακάμι είναι χωρίς υπερβολές ο μοναδικός εν ζωή συγγραφέας που με σιγουριά πιστεύω ότι είναι ήδη κλασικός. Δεν αφηγείται απλώς παράξενες ιστορίες, είναι ένας μύστης. Λέξη τη λέξη σε εισάγει σε έναν κόσμο όπου όλα είναι δυνατά: τα όνειρα μπλέκονται με την πραγματικότητα, ο ρεαλισμός με το σουρεαλισμό. Το μεγάλο ατού που διαθέτει είναι η γλώσσα. Το ύφος. Η απόλυτη απλότητα. Ακόμα κι όταν μιλά για τα πιο παράδοξα πράγματα.
Στο «Κουρδιστό πουλί» (εκδ. Ωκεανίδα), φερειπείν, τη μια στιγμή βλέπεις τον Τόρου Οκάντα να περνά με την ηλεκτρική σκούπα όλο το σπίτι και να μαγειρεύει ακούγοντας την Κλέφτρα Κίσσα στο ραδιόφωνο και λίγο μετά βρίσκεται καθισμένος στον πάτο ενός άδειου πηγαδιού, με ένα ματωμένο μπαστούνι του μπέιζμπολ αγκαλιά, να αναζητά απαντήσεις για τη μυστηριώδη εξαφάνιση της γυναίκας του.
Φυσικά, όπως οι περισσότεροι, χρωστάω τη μύησή μου στον κόσμο του Χαρούκι Μουρακάμι στον Librofilo ο οποίος έκαμψε κάθε δισταγμό που είχα. Πολλές φορές στα βιβλιοπωλεία έπιανα το ογκώδες «Κουρδιστό Πουλί», διάβαζα σκόρπιες φράσεις και τρομαγμένος από τις 892 σελίδες του το άφηνα πίσω. Μέχρι που διάβασα τις ακόλουθες φράσεις στο blog του librofilo: «Το διάβασμα του Κουρδιστού Πουλιού είναι μια συγκλονιστική εμπειρία, διότι το βιβλίο σε ακολουθεί (ακόμα και) κατά τη διάρκεια των ωρών που δεν το διαβάζεις. Το αφήνεις και κάνεις κάτι άλλο και τρέχεις να το ξαναπιάσεις να διαβάσεις παρακάτω-και παρακάτω-και παρακάτω. Είναι από τις ελάχιστες φορές στην ζωή μου που μου έχει συμβεί αυτό, φαντάζομαι δε ότι η εμπειρία της ανάγνωσης αυτού του πραγματικού αριστουργήματος θα ήταν μεγαλύτερη εάν η μετάφραση είχε γίνει από τα Ιαπωνικά και όχι από τα Αγγλικά».
Όσες μέρες κράτησε η ανάγνωση αυτού του παράξενου μυθιστορήματος, όλα έρχονταν, κυριολεκτικά, σε δεύτερη μοίρα. Πήγαινα στο γραφείο και ανυπομονούσα να γυρίσω σπίτι για να το συνεχίσω. Δεν μίλαγα στα τηλέφωνα, δεν έμπαινα στο διαδίκτυο, δεν έβγαινα έξω. Είχα κλειστεί μέσα και διάβαζα. Οι γρίφοι του ακόμα και σήμερα με στοιχειώνουν. Καμιά φορά, τόσα χρόνια μετά, κάθομαι και σκέφτομαι πιθανά σενάρια, ψάχνω ακόμα απαντήσεις και κρυμμένα μηνύματα.
Παρόλα αυτά, το βιβλίο του «Μετά το σεισμό» που εκδόθηκε στα ελληνικά πέρυσι, δίσταζα να το ξεκινήσω. Ο τίτλος με απέτρεπε. Πίστευα πως θα ερχόμουν αντιμέτωπος με πολύ δυσάρεστες εικόνες, σαν αυτές που είδαμε δύο εβδομάδες πριν στη Φουκουσίμα.
Μετά το τσουνάμι, συγκλονισμένος από τη σουρεαλιστική εικόνα εκείνου του πλοίου που ταξίδευε μέσα στην πόλη ανάμεσα σε μισοβυθισμένα σπίτια και πολυκατοικίες, ξεκίνησα επιφυλακτικά, από περιέργεια, την πρώτη ιστορία. Αυτό ήταν. Μέσα σε τρεις ώρες διάβασα ολόκληρο το βιβλίο.
Σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων ο Ιάπωνας συγγραφέας αφηγείται έξι διαφορετικές ιστορίες που συνέβησαν λίγο μετά τον καταστροφικό σεισμό στην Κόμπε, την έκτη μεγαλύτερη πόλη της Ιαπωνίας με ενάμιση εκατομμύριο κατοίκους, στις 17 Ιανουαρίου του 1995. Μέσα σε είκοσι δύο δευτερόλεπτα, η ισχυρή δόνηση των 7,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, προκάλεσε το θάνατο 6.434 ανθρώπων, αφού ισοπέδωσε σχεδόν τη μισή πόλη. Γέφυρες έπεσαν, αυτοκινητόδρομοι άνοιξαν στα δύο, ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα κατέρρευσαν. Όλα αυτά στο βιβλίο περιγράφονται φευγαλέα, στις συζητήσεις των ηρώων ή στα ρεπορτάζ που παρακολουθούν στην τηλεόραση. Η λέξη-κλειδί στον τίτλο (της ελληνικής έκδοσης) δεν είναι ο «σεισμός», αλλά το «μετά». Διότι εκεί κρύβεται η ελπίδα μιας νέας αρχής. Τα πρόσωπα στις έξι ιστορίες δεν έχουν άμεση σχέση με το σεισμό. Δεν ήταν στην Κόμπε και δεν βίωσαν από κοντά τον τρόμο. Παρακολούθησαν τα γεγονότα από τις εφημερίδες και την τηλεόραση. Κι όμως όλοι άλλαξαν τη ζωή τους εντελώς λίγες ημέρες ή εβδομάδες μετά την ισχυρή δόνηση. Είναι λες και αυτό το τραγικό γεγονός που συνέβη δίπλα τους, μα όχι στους ίδιους, έγινε ο καταλύτης να πάρουν τη ζωή τους αλλιώς. Οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν πιο κοντά στην αληθινή τους φύση εξαιτίας του σεισμού. Λες και η μετακίνηση στις πλάκες, βαθιά στα έγκατα της Γης, κάτι άλλαξε μέσα τους. Μετακίνησε όσα τους εμπόδιζαν να εξελιχθούν, γκρέμισε τις αναστολές και τα αναχώματα που μόνοι είχαν χτίσει περιορίζοντας το οπτικό τους πεδίο.
Στο διήγημα «Ούφο στο Κουσίρο» μια γυναίκα που επί «πέντε ημέρες ήταν στημένη μπροστά στην τηλεόραση, με βλέμμα καρφωμένο σε διαλυμένες τράπεζες και νοσοκομεία, ολόκληρα εμπορικά τετράγωνα στις φλόγες, σιδηροδρομικές γραμμές και λεωφόρους κομμένες στα δύο» παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει τον άντρα της οριστικά και αμετάκλητα γιατί ανακάλυψε ότι το χάσμα που τους χώριζε ήταν πλέον αγεφύρωτο. Στο «Τοπίο με σίδερο ρούχων» μια άλλη γυναίκα βρίσκει την τρυφερότητα στην αγκαλιά ενός σιωπηλού άντρα που ανάβει με ξύλα που ξέβρασε η θάλασσα φωτιές στην παραλία αναζητώντας την κρυμμένη μαγεία του κόσμου.
«Ήταν η πρώτη φορά που η Τζούνκο ένιωσε “κάτι” κοιτώντας τις φλόγες μιας φωτιάς: “κάτι” βαθιά μέσα της, ένα “κουβάρι” από συναισθήματα, θα το 'λεγε, γιατί ήταν πολύ ακατέργαστο, πολύ βαρύ, πολύ πηγαίο για να πάρει μορφή στο μυαλό της. Διαπέρασε το κορμί της κι εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω ένα παράξενο, γλυκόπικρο συναίσθημα που της έσφιγγε το στήθος. Για αρκετή ώρα αφότου χάθηκε, ένιωθε μια ανατριχίλα στα μπράτσα.
“Πες μου κύριε Μιγιάκε, όταν βλέπεις τα σχήματα που παίρνει η φωτιά, δεν αισθάνεσαι κάπως παράξενα;”
“Τι εννοείς;”
“Δεν ξέρω. Είναι σαν να βλέπεις ξαφνικά πεντακάθαρα κάτι που για τον πολύ κόσμο περνάει απαρατήρητο στην καθημερινή ζωή. Δεν ξέρω πώς να το εκφράσω, δεν είμαι αρκετά έξυπνη, αλλά καθώς κοιτάζω τώρα τη φωτιά, νιώθω κάτι βαθύ, κάτι να με ηρεμεί”.
Ο Μιγιάκε σκέφτηκε για λίγο τα λόγια της. “Ξέρεις Τζουν”, είπε, “η φωτιά παίρνει όποιο σχήμα θέλει. Είν' ελεύθερη. Έτσι μπορεί να μοιάζει μ' οτιδήποτε, ανάλογα με το τι έχει μέσα τους αυτός που την κοιτάζει. Αν την κοιτάς και νιώθεις κάτι βαθύ, κάτι να σε ηρεμεί, είναι επειδή η φωτιά σού δείχνει το βαθύ και ήρεμο εαυτό που έχεις μέσα σου. Καταλαβαίνεις τις εννοώς;”».
Στην ιστορία «Όλα τα παιδιά του Θεού μπορούν να χορέψουν» ένα νεαρό αγόρι αγνώστου πατρός ακολουθεί σε όλη την πόλη έναν ξένο άντρα γιατί πιστεύει ότι αυτός είναι ο πατέρας του. Στην «Ταϊλάνδη» μια διακεκριμένη γιατρός ενώ βρίσκεται σε διακοπές σε ένα πολυτελές resort ανακαλύπτει ότι μέσα στην καρδιά της κουβαλά μια πέτρα από την οποία πρέπει να απελευθερωθεί. Στο «Σούπερ Βάτραχος σώζει το Τόκιο» ένας συνηθισμένος υπάλληλος τράπεζας προσπαθεί μαζί με έναν γιγαντιαίο βάτραχο να νικήσουν το σκουλήκι που θα προκαλέσει έναν μεγάλο σεισμό στην πρωτεύουσα. Και, τέλος, στην συγκλονιστική «Μελόπιτα» ένας άντρας αναζητά το θάρρος να εξομολογηθεί τον έρωτά του στην κολλητή του φίλη με την οποία ήταν ερωτευμένος από τα φοιτητικά τους χρόνια.
Σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων ο Μουρακάμι μιλά για την αλήθεια που παραμονεύει. Που περιμένει να την ανακαλύψουμε και αργά ή γρήγορα να τη βρούμε. Για να ανθίσει η ζωή ξανά. Για να σταθούμε στα πόδια μας μετά από ένα δυνατό χτύπημα. Για να μας δώσει την ώθηση να συνεχίσουμε και γιατί όχι να διορθώσουμε τα στραβά. Είναι ένα βαθιά αισιόδοξο βιβλίο που μιλά για τη δύναμη που κρύβουμε μέσα μας.
Ακόμα, μιλά για τους ανθρώπους πίσω από τους αριθμούς. Για τις μικρές ιστορίες που κρύβονται στη ζωή του καθενός, όσο μακριά κι αν βρίσκεται. Για την φρίκη, την απόλυτη εκμηδένιση μιας ψυχής όταν καταχωρείται σε μια λίστα θυμάτων.
Ίσως γι' αυτό ο συγγραφέας να επέλεξε για να προλογίσει το βιβλίο το διάλογο από την ταινία «Ο τρελός Πιέρο» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ:
ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ: ...φρουρά ήδη αποδεκατισμένη από τους Βιετκόνγκ, οι οποίοι έχασαν 115 άντρες...
ΓΥΝΑΙΚΑ: Είναι φρικτό, δεν είναι; Είναι τόσο ανώνυμο.
ΑΝΤΡΑΣ: Ποιο;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Λένε 115 αντάρτες, όμως αυτό δεν σημαίνει τίποτα, γιατί δεν ξέρουμε τίποτα γι' αυτούς τους ανθρώπους, ποιοι είναι, αν αγαπάνε κάποια γυναίκα, αν έχουν παιδιά, αν προτιμούν τον κινηματογράφο απ' το θέατρο. Δεν ξέρουμε τίποτα. Απλώς λένε... 115 νεκροί.
Τα διηγήματα αυτά είναι συγκλονιστικά: το ένα καλύτερο από το άλλο. Αισθαντικά, αληθινά, εντελώς διαφορετικά από όσα γράφει συνήθως ο Μουρακάμι. Εδώ δεν υπάρχει το μεταφυσικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τα κείμενά του. Όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος σε συνέντευξή του που προηγείται αυτών των διηγημάτων: «Θέλω να γράψω ιστορίες διαφορετικές από αυτές που έγραφα μέχρι τώρα, θέλω να γράψω γι' ανθρώπους που ονειρεύονται και περιμένουν να τελειώσει η νύχτα, που λαχταρούν το φως για ν' αγκαλιάσουν αυτούς που αγαπούν».