Μερικές εβδομάδες πριν,
στις 17 Φεβρουαρίου, η Κρατική Ορχήστρα
Αθηνών έδωσε μια συναυλία στη Στέγη
Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος
Ωνάση, αφιερωμένη στη μουσική πρωτοπορία
στη Γαλλία των αρχών του 20ου και του
21ου αιώνα. Εκεί, μεταξύ άλλων, ο πιανίστας
Στέφανος Θωμόπουλος παρουσίασε το
κοντσέρτο για πιάνο (αριστερό χέρι) του
Μωρίς Ραβέλ, χρησιμοποιώντας φυσικά
μόνο το ένα χέρι. Πρόκειται για ένα
ιδιαίτερο έργο που γράφτηκε για το
διάσημο Αυστριακό πιανίστα Πάουλ
Βίτγκενσταϊν, ο οποίος έχασε το δεξί
του άνω άκρο κατά τη διάρκεια του Α'
Παγκοσμίου Πολέμου. Ο μεγαλύτερος
αδερφός του φιλοσόφου Λούντβιχ
Βίτγκενσταϊν, γόνος μιας πάμπλουτης
οικογένειας, προκειμένου να μην
εγκαταλείψει την πιανιστική του καριέρα,
ζήτησε σε διάσημους συνθέτες (Εριχ
Βόλφγκανγκ Κόρνγκολντ, Μπέντζαμιν
Μπρίτεν, Σεργκέι Προκόφιεφ, Πάουλ
Χίντεμιτ, Ρίχαρντ Στράους και Μωρίς
Ραβέλ) να δημιουργήσουν έργα αποκλειστικά
για τη δική του ιδιαιτερότητα. Οι
περισσότεροι από αυτούς ήταν έξαλλοι
μαζί του, καθώς ο μονόχειρας πιανίστας
έκανε μεγάλες παρεμβάσεις στα έργα που
είχε παραγγείλει. Στη σύντομη -μόλις
99 σελίδων- μυθιστορηματική βιογραφία
του Ραβέλ από τον Ζαν Εσνόζ (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πόλις)
η αντίδραση του Γάλλου συνθέτη του
Μπολερό στις παρεμβάσεις του Βίτγκενσταϊν
καταγράφεται αριστοτεχνικά. Ολόκληρο
το βιβλίο είναι ένα λογοτεχνικό
κομψοτέχνημα, ένα εργόχειρο κεντημένο
με λέξεις από χρυσοκλωστή, νότες, παύσεις
και εικόνες.
Το βιβλίο αφηγείται τα
τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του
υπέρκομψου Ραβέλ, με σημείο εκκίνησης
το ταξίδι του με υπερωκεάνιο στην
Αμερική. Το μισό μυθιστόρημα εκτυλίσσεται
στο πλοίο. Μέσα από αυτή τη μοναχική
διαδρομή ο συγγραφέας βρίσκει την
ευκαιρία να περιγράψει το χαρακτήρα,
τη σκέψη και το απαράμιλλο στυλ ενός
αληθινού μπον βιβέρ. Ενός κοσμοπολίτη
της Τέχνης που φρόντιζε πολύ την
γκαρνταρόμπα του και απολάμβανε τις
μικρές πολυτέλειες της ζωής: τη γαλλική
κουζίνα, το καλό κρασί, τη μουσική, το
διάβασμα και τα Gauloises στο ημίφως. Το άλλο
μισό βιβλίο παρακολουθεί την πορεία
ενός ιδιοφυούς ανθρώπου προς την άνοια.
Οι νότες και οι λέξεις χάνουν σιγά σιγά
το νόημά τους και ο Ραβέλ εγκλωβίζεται
μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, μέχρι το
θάνατό τους στις 28 Δεκεμβρίου του 1937,
στα 62 του χρόνια.
Η γραφή του Εσνόζ, έχει
κάτι μαγικό, σε ταξιδεύει με το ιδιαίτερο,
ποιητικό ύφος αφήγησης. Λάτρεψα τις
περιγραφές της παρισινής μονοκατοικίας
του συνθέτη: ένα σπίτι γεμάτο βιβλία
και μουσική, με έναν μικρό κήπο στο πίσω
μέρος, τον οποίο ο Ραβέλ αγαπούσε
ιδιαιτέρως.
Εκτός από αυτό το
μυθιστόρημα, γοητευμένος από την
προσωπικότητα του Πάουλ Βίτγκενσταϊν,
αγόρασα και τη βιογραφία του (ουσιαστικά
ολόκληρης της εκκεντρικής οικογένειας)
που υπογράφει ο Αλεξάντερ Γουό -εγγονός
του συγγραφέα Ίλβιν Γουό-, η οποία
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Υ.Γ.1: Στο βίντεο που
ακολουθεί μπορείτε να απολαύσετε
ολόκληρο το Κοντσέρτο για πιάνο (αριστερό
χέρι) και ορχήστρα σε ρε μείζονα του
Μωρίς Ραβέλ, από τη Συμφωνική Ορχήστρα
του Liszt School Of Music της Βαϊμάρης (2011). Στο
πιάνο η 29χρονη τότε αριστούχος της
σχολής Hélène Tysman. Δυστυχώς δεν έχει
αναρτηθεί κάποιο απόσπασμα από την
εκτέλεση του Στέφανου Θωμόπουλου στη
Στέγη.
Υ.Γ. 2: Ακολουθεί το
απόσπασμα από το βιβλίο του Εσνόζ όπου
περιγράφεται η αντίδραση του Ραβέλ στις
παρεμβάσεις του Βίτγκενσταϊν (σελ. 78):
«Στη Βιέννη, ο Ραβέλ
και η Μαργκερίτ προσκαλούνται σ΄ένα
δείπνο ακολουθούμενο από μια δεξίωση
προς τιμήν του στο σπίτι του Πάουλ
Βίτγκενσταϊν, στη διάρκεια της οποίας
ο τελευταίος, ο άνθρωπος ο οποίος
παρήγγειλε και στον οποίο είναι αφιερωμένο
το έργο, θα παίξει το κοντσέρτο με το
ίδιο του το χέρι. Το δείπνο εξελίσσεται
όπως όλα τα δείπνα αυτού του είδους,
δηλαδή μια αγγαρεία την οποία προσπαθείς
να αποφύγεις αλλά εξαιτίας της οποίας
βάζεις τα καλά σου, εμφανίζεσαι, σε
συστήνουν σ΄ένα σωρό κόσμο που ακούς
τα ονόματά τους και τα ξεχνάς αμέσως,
αρχίζεις να πλήττεις θανάσιμα, μετά το
παίρνεις απόφαση, το αλκοόλ βοηθάει ν'
ανάψουν τα αίματα, και, σιγά σιγά, μετά
από μια δυο ώρες όλα σου φαίνονται
υπέροχα και μακαρίζεις την τύχη σου.
»Με λίγα λόγια, κι εδώ
τα ίδια είναι, αν και, απόψε, η Μαργκερίτ,
καθισμένη στα δεξιά του Βίτγκενσταϊν,
τον ακούει να της εμπιστεύεται ότι έχει
προβεί σε κάποιες επεμβάσεις σ΄αυτό το
κοντσέρτο που εκείνη ακόμα δεν το ξέρει.
Η Μαργκερίτ, αν και υποθέτει ότι η
αναπηρία του πιανίστα τον οδήγησε σε
κάποιες απλουστεύσεις, του συνιστά
εντούτοις να προειδοποιήσει τον Ραβέλ
γι' αυτές τις αλλαγές, κάτι που ο άλλος
δεν θέλει ούτε να τ' ακούσει. Τελειώνει
το δείπνο, όλοι στο πιάνο. Με το που
αρχίζει η εκτέλεση, ενώ η Μαργκερίτ
παρακολουθεί το κοντσέρτο από την
παρτιτούρα, αυτή τη φορά καθισμένη δίπλα
στον άνθρωπο που την έχει γράψει, διαβάζει
στα χαρακτηριστικά του προσώπου του
που όσο πάνε κι αλλοιώνονται, τις
δυσάρεστες συνέοειες των πρωτοβουλιών
του μονόχειρος· γιατί ο Βίτγκενσταϊν
όχι μόνο δεν απλοποίησε το έργο για να
το προσαρμόσει στα μέτρα του, αλλά,
αντιθέτως, πρέπει να το είδε ως πρώτης
τάξεως ευκαιρία να δείξει, καίτοι
ανάπηρος, πόσο καλός είναι. Αντί να
σταθεί απέναντι στο έργο και να το
υπηρετήσει όσο καλύτερα μπορεί, ξαφνικά
αρχίζει να βάζει δικούς του χρωματισμούς,
να προσθέτει αλλού διάφορα αρπέζ κι
αλλού διάφορα δικά του μέτρα, να
υπερτονίζει τις τρίλιες, να χαριεντίζεται
ρυθμικά και να κάνει ένα σωρό ερμηνευτικές
υπερβολές που κανείς δεν του τις έχει
ζητήσει., όπως επερείσεις και γκρουπέτα,
ενώ ταυτόχρονα τονίζει σε υπερβολικό
βαθμό τις ψηλές περιοχές του οργάνο για
να δείξει πόσο επιδέξιος είναι, πόσο
έξυπνος, πώς έχει παραμείνει ευαίσθητος
και πώς σας έχει γραμμένους όλους. Το
πρόσωπο του Ραβέλ είναι πανί.
»Με το που τελειώνει
το κοντσέρτο, η Μαργκερίτ μυρίζεται ότι
το πράγμα δεν θα τελειώσει καλά, και
σπεύδει να προκαλέσει έναν αντιπερισπασμό
ανοίγοντας κουβέντα με τον πρέσβη γι'
άλλα θέματα – εις μάτην: ο Ραβέλ πλησιάζει
αργά τον Βίτγκενσταϊν, μ' ένα ύφος που
έχει να το ξαναπάρει από τότε που ορμούσε
στον Τοσκανίνι. Δεν είναι σωστά πράγματα
αυτά, λέει ψυχρά. Δεν είναι καθόλου σωστά
πράγματα. Δεν είναι έτσι το κομμάτι.
Ακούστε, προσπαθεί να απολογηθεί ο
Βίτγκενσταϊν, είμαι παλιός πιανίστας
και σας λέω ότι δεν σονάρει σωστά. Κι
εγώ είμαι παλιός ενορχηστρωτής, απαντά
ο Ραβέλ, όλο και πιο παγερός, και σας λέω
ότι σονάρει. Η σιωπή που έχει απλωθεί
στην αίθουσα, σονάρει ακόμα πιο δυνατά.
Σάστισμα κάτω από τα γύψινα, αμηχανία
στα γυψομάρμαρα. Τα πλαστρόν των σμόκιν
πανιάζουν, οι φράντζες στα μακροτενή
φουστάνια κοκαλώνουν, οι αρχισερβιτόροι
εξετάζουν τα παπούτσια τους. Ο Ραβέλ
φοράει το παλτό του χωρίς να πει λέξη,
κι ύστερα αδειάζει τον τόπο προώρως,
σέρνοντας ξοπίσω του μια χαμένη Μαργκερίτ.
Βιέννη, νύχτα Ιανουαρίου, ψοφόκρυο –
παρ' όλα αυτά, διώχνει το αυτοκίνητο που
του έχει διαθέσει η πρεσβεία και,
λογαριάζοντας ότι λίγο περπάτημα πάνω
στο χιόνι μπορεί να τον ηρεμήσει,
επιστρέφει στο ξενοδοχείο».