Αυτές τις μέρες, με
αφορμή την 21η Απριλίου, διάβασα πολλά
κείμενα στο διαδίκτυο και τις εφημερίδες
για τη δικτατορία και τις συνέπειες της
επταετίας στη ζωή μας μέχρι και σήμερα.
Το πιο εύστοχο νομίζω ήταν ένα άρθρο
του Γιώργου Πήττα στο tvxs.gr, με τίτλο
«Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών: Μια αιωνιότητα και μια Μέρα».
Πρόκειται για ένα
κείμενο που μιλά για το -εκτός των
άλλων-πολιτιστικό έγκλημα που διέπραξε
η Χούντα. Η δικτατορία ήταν «μια φυλακή που
μέσα στα επτά χρόνια, αλλοίωσε και
διέφθειρε σημαντικά τον τρόπο σκέψης
των Ελλήνων και ανακάτεψε την Ιστορική
Μνήμη» [...] «Θεωρώ, την επταετία των
συνταγματαρχών, υπεύθυνη σε μεγάλο
βαθμό για το σημερινό χάλι της Ελλάδας
γιατί, κατά τη γνώμη μου είναι αυτή που
δεν επέτρεψε την ωρίμανση της Πολιτιστικής
Άνοιξης που γνώρισε ο τόπος στις αρχές
της δεκαετίας του 60. Εκείνη η εποχή, μέσα
από τη συγκυρία είχε καταφέρει από τη
μια να παράγει Πολιτισμό και από την
άλλη να τα επικοινωνεί με σημαντικές
μάζες που διευρύνονταν διαρκώς, όχι με
βάση κάποιο “σχέδιο” αλλά γιατί η
ιστορική συγκυρία είχε κουρδίσει τα
πάντα. Αν είχε εξελιχθεί, ενδεχομένως,
αν μη τι άλλο, να είχαμε κερδίσει μια
στοιχειωδώς ενήλικη κοινωνία. Η Δικτατορία
ήταν μια χωρίς αναισθητικό έκτρωση σε
ότι κυοφορούσε τότε η Κοινωνία».
Όσα γράφει ο Γιώργος Πήττας εξηγούν αυτό το τραγικό 30% που
δήλωσε στη δημοσκόπηση της Metron Analysis, η
οποία έγινε για λογαριασμό της
Ελευθεροτυπίας, ότι «τα πράγματα ήταν
καλύτερα στη δικτατορία».
Το κιτς της Χούντας,
ένα remix με τσάμικα, εμβατήρια και
ψαλμωδίες, ρήμαξε την κυρίαρχη μέχρι
τότε αισθητική της μποέμ γενιάς του '30
και των καλλιτεχνών που συνέχισαν το
έργο της. Η ποιητικότητα, η ευγένεια, η
μουσικότητα, το πάθος των πνευματικών
ανθρώπων τσαλαπατήθηκαν από τη λαϊκή
χυδαιότητα των συνταγματαρχών, αλλά
και εκείνων που είτε κουλουριάζονταν
δουλικά σαν φίδια στα πόδια τους είτε
«κοιτούσαν τη δουλειά τους και δεν
μιλούσαν για να μην ξεβολευτούν». Η
επταετία έβαλε τις βάσεις για να γεννηθεί
το μοντέλο του Ελληνάρα, του αδιάφορου
πολίτη, του χαβαλέ, του λαμόγιου, του
λαϊκού ξερόλα που θα τρυπώσει παντού
χωρίς αξιοκρατία, θα απαξιώσει κάθε
ιδανικό στο όνομα της καλοπέρασης, και
θα αναγάγει το τσιφτετέλι και το
ζεϊμπέκικο σε πυρήνα της προσωπικότητάς
του.
Είναι σημαντικό να
κατανοήσουμε σε βάθος, αλλά και να
ερμηνεύσουμε ξανά όσα συνέβησαν περίπου
τα τελευταία 50 χρόνια. Η ιστορία είναι
ο μόνος τρόπος που μπορεί να μας βοηθήσει
να βρούμε την άκρη του νήματος μέσα στον
λαβύρινθο που μας έχουν ρίξει. Για να
καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα,
πρέπει να γυρίσουμε πίσω και να διαβάσουμε
(ή να ξαναδιαβάσουμε) την ιστορία κάτω από νέο
πρίσμα. Προσωπικά, εστίασα το ενδιαφέρον
μου σε τρία βιβλία που μιλούν τόσο για
την περίοδο της Χούντας, όσο και των
χρόνων που προηγήθηκαν:
Επέστρεψα στη «Γέννηση
του νεοφασισμού στην Ελλάδα» του Γιάννη
Κάτρη (εκδ. Παπαζήση). Ένα βιβλίο που
καταγράφει τα γεγονότα από το 1960 έως το
1970. Οι πολιτικοί, το παλάτι, οι πράκτορες...
Κυρίως οι ίντριγκες, αστοχίες, συμμαχίες,
προδοσίες που διαμόρφωσαν το υπέδαφος
για να αναπτυχθεί το καρκίνωμα της
δικτατορίας. Ο δημοσιογράφος στο βιβλίο
του κατέγραψε όλο το ασταθές πολιτικό
σκηνικό, την αποστασία, τις εγκληματικές
επεμβάσεις των μυστικών υπηρεσιών της
Αμερικής αλλά και το παρασκήνιο του
πραξικοπήματος που οργάνωνε ο τέως
Βασιλιάς, το οποίο δεν έγινε ποτέ, αφού
το πρόλαβαν τα τανκς του Παπαδόπουλου.
Συνέχισα, με τον 6ο τόμο
του Τάσου Βουρνά, από τη σειρά βιβλίων
«Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης
Ελλάδας» (εκδ. Πατάκη). Αυτό το βιβλίο
διαφέρει από τα υπόλοιπα πέντε του ίδιου
συγγραφέα, γιατί δεν είναι ένα αυστηρά
ιστορικό έργο που καταγράφει όσα
συνέβησαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας,
αλλά μια συγκλονιστική μαρτυρία ενός
ανθρώπου που έζησε από κοντά τα γεγονότα
στον Ιππόδρομο τη νύχτα της 21ης Απριλίου
του 1967, όσο και της εξορίας στη Γυάρο
και τη Λέρο. Ο Τάσος Βουρνάς υπήρξε
μάρτυρας του ξυλοδαρμού του Ηλία Ηλιού,
της δολοφονίας του Παναγιώτη Ελή, αλλά
και των βασανισμών χιλιάδων ανθρώπων
στα κάτεργα της Χούντας.
Παράλληλα, έχω ξεκινήσει
και το «Το ημερολόγιο του Λονδίνου» της
Μαρίας Καραβία (εκδ. Άγρα). Η δημοσιογράφος
που εργάστηκε μεταξύ άλλων στη Μεσημβρινή
και την Καθημερινή της Ελένης Βλάχου,
αλλά και στο Τρίτο Πρόγραμμα του
Χατζιδάκι, καταγράφει μέρα προς μέρα
το χρονικό της επταετίας, αλλά μέσα από
τα μάτια των ανθρώπων που αναγκάστηκαν
να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, κυνηγημένοι
από τους φασίστες.
Τα καλύτερα μυαλά της
Ελλάδας είτε σάπισαν στα κολαστήρια
του Παττακού, είτε έφυγαν στο εξωτερικό
για να μη συλληφθούν. Οι δικτάτορες
αντικατέστησαν τις τέχνες με φθηνά,
κακόγουστα θεάματα και ανέδειξαν την
υποκουλτούρα που αποκτήνωσε τα λαϊκά
στρώματα.
Για να είμαστε όμως
ακριβείς, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι
αν η Χούντα επέβαλε το κιτς με τα όπλα,
το ΠΑΣΟΚ την επόμενη δεκαετία το εδραίωσε
με τον χυδαίο λαϊκισμό του. Αυτή «τη
μετάλλαξη της νεοελληνικής κοινωνίας
που μας οδήγησε στη σημερινή μας ήττα»,
περιγράφει στο βιβλίο του «Το τελευταίο
τέταρτο» (εκδ. Πόλις) ο Τάκης Θεοδωρόπουλος.
Ο συγγραφέας δεν αφηγείται μόνο την
ιστορία του θρυλικού περιοδικού που
διηύθυνε ο Μάνος Χατζιδάκις, αλλά μιλά
κυρίως για την αισθητική του που
καταποντίστηκε από την επέλαση του
αγοραίου Αυριανισμού. Ο επιθετικός
λαϊκισμός με τις (πρωτοσέλιδες) θηριωδίες
του έβαλε την ταφόπλακα στο πολιτιστικό
έγκλημα της δικτατορίας και μας οδήγησε
στη σημερινή κατάσταση. Μια ηθική κρίση
που βασίζεται στην αμορφωσιά, τη σύγχυση,
την αμετροέπεια, την αναξιοκρατία, τη
διαφθορά και την αδιαφορία.
Υ.Γ. Φυσικά, όταν μιλάμε
για ιστορία, πάντα ανατρέχω στο πιο
απολαυστικό βιβλίο της κατηγορίας του,
την «Ιστορία (κωμικοτραγική) του
νεοελληνικού κράτους» του Βασίλη
Ραφαηλίδη (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου).